Εν Πειραιεί τη 7η Απριλίου 2016
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
ΑΝΑΣΚΕΥΗ ΚΑΚΟΔΟΞΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
Ενώ η διακαώς επιποθούμενη και με πολύ λαχτάρα προσδοκώμενη από τους οικουμενιστές «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος», βρίσκεται επί θύραις, η παναίρεση του Οικουμενισμού προχωρεί ακάθεκτη και ισοπεδώνει τα πάντα.
Το πολυκέφαλο τέρας της αιρέσεως φαίνεται προς το παρόν να θριαμβεύει, να βρίσκεται στο αποκορύφωμα της δόξης του, αφού όλα δείχνουν ότι εντός ολίγων μηνών, την προσεχή Πεντηκοστή, θα λάβει και συνοδική έγκριση και κατοχύρωση. «Τις όμοιος τω θηρίω; τίς δύναται πολεμήσαι μετ’ αυτού;» (Αποκ.13,4), αφού η μεγάλη πλειοψηφία των επισκόπων σήμερα πανορθοδόξως το έχουν προσκυνήσει, άλλοι από φόβο και δειλία και άλλοι εκ πεποιθήσεως; Τα ναυάγια περί την πίστιν κληρικών, μοναχών και λαϊκών δεν έχουν τελειωμό και συνεχώς αυξάνουν με γεωμετρική πρόοδο. Ήδη έχουμε επισημάνει πολλά από αυτά σε κατά καιρούς δημοσιεύσεις μας. Με πολλή θλίψη θα αναφερθούμε σε ένα ακόμη και μάλιστα επισκόπου, επειδή έχει κατά την γνώμη μας μια ιδιαιτερότητα, την οποία θα διαπιστώσει ο αναγνώστης στις γραμμές που ακολουθούν.
Πρόκειται για τον Μητροπολίτη Βύβλου και Βοτρύων, (Όρους Λιβάνου), του Πατριαρχείου Αντιοχείας κ. Γεώργιο Χόντρ, ο οποίος δημοσίευσε στις 19-3-2016 στην εφημερίδα «Annahar» κυριακάτικο κήρυγμα, αναφερόμενο στην Κυριακή της Ορθοδοξίας, στο οποίο ισοπεδώνει κυριολεκτικά τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Το άρθρο του εν λόγω επισκόπου αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα«Ιδιωτική οδός» με τίτλο: «Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΟΡΟΥΣ ΛΙΒΑΝΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΥΠΕΡΜΑΧΟΣ ΤΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ».
Γράφει μεταξύ άλλων: «Η λέξη ορθόδοξος σημαίνει αυτός που διατηρεί το ορθό δόγμα το οποίο προέκυψε μετά από τα Ευαγγέλια στους χριστιανούς οι οποίοι αποδέχονται τις Οικουμενικές Συνόδους- είναι επτά στους Καθολικούς και τους Ορθοδόξους, και σε άλλους είναι λιγότερες, με την επισήμανση ότι οι χριστιανοί όλοι δεν διαφέρουν στο περιεχόμενο της πίστης τους, είτε υιοθετήσουν κάποιοι τέσσερις υποχρεωτικές Οικουμενικές Συνόδους, είτε υιοθετήσουν άλλοι επτά, ή περισσότερες. Με απλά λόγια, δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά στο δόγμα ανάμεσα στους χριστιανούς. Όλοι πιστεύουν στη Σταύρωση και την Ανάσταση του Κυρίου, και πιστεύουν στην Τριάδα, τα υπόλοιπα είναι λεπτομέρειες». Κατ’ αρχήν οι Οικουμενικές Σύνοδοι για τους παπικούς δεν είναι επτά, αλλά 21. Οι «άλλοι» που παραδέχονται λιγότερες από επτά Οικουμενικές είναι προφανώς οι Νεστοριανοί και οι Μονοφυσίτες,οι οποίοι όμως καταδικάστηκαν και αναθεματίστηκαν από την Εκκλησία, από την Γ΄ και Δ΄ αντίστοιχα Οικουμενικές Συνόδους, και από όλες τις μεταγενέστερες, κάτι που αποσιωπά ο Σεβασμιώτατος. Φαίνεται επίσης να αγνοεί, ότι ο κύριος σκοπός για τον οποίο συγκρότησε η Ορθόδοξη Εκκλησία όλες τις Οικουμενικές Συνόδους, ήταν η καταδίκη των αιρέσεων και η αποκοπή των αιρετικών, από το σώμα της Εκκλησίας, επειδή ακριβώς αυτοί διέφεραν «στο περιεχόμενο της πίστης τους». Επομένως δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός του ότι δήθεν «δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά στο δόγμα ανάμεσα στους χριστιανούς», ή ότι «διαφέρουμε στις λέξεις, αλλά όχι στην αλήθεια της πίστης μας»,όπως αναφέρει παρά κάτω. Αν η διαφορά βρίσκεται στις λέξεις και όχι στην ουσία των πραγμάτων τότε οι άγιοι Πατέρες, οι οποίοι εν Αγίω Πνεύματι δογμάτισαν και κατάδειξαν τις χριστολογικές αιρέσεις του Νεστοριανισμού και του Μονοφυσιτισμού, πλανήθηκαν και κακώς τους χαρακτήρισαν ως αιρετικούς. Κακώς τους απέκοψαν από την Εκκλησία. Επί πλέον είναι και υπόδικοι απέναντι στο Θεό για το «σχίσμα» που προκάλεσαν στην Εκκλησία! Ούτε πάλι μπορούμε να πούμε ότι οι αιρετικές διδασκαλίες των αιρετικών είναι «λεπτομέρειες» άνευ σημασίας και ότι αρκεί η γενική και αόριστη πίστη «στη Σταύρωση και την Ανάσταση του Κυρίου»,διότι τότε οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες δεν θα έμπαιναν στον κόπο να ασχοληθούν με «λεπτομέρειες», ούτε θα θεωρούσαν αναγκαία τη συγκρότηση Οικουμενικών Συνόδων. Απεναντίας θεώρησαν τις αιρέσεις ως διαστροφές της αληθείας, που η αποδοχή τους ακυρώνει την ίδια τηνσωτηρία.
Στη συνέχεια φτάνει σε ανεπίτρεπτες για έναν επίσκοπο διατυπώσεις που μαρτυρούν άγνοια στοιχειωδών θεολογικών γνώσεων. Κατά την άποψή του «ήταν μία η πίστη, [Ορθοδόξων και Παπικών], πριν να δηλώσει η Καθολική Εκκλησία το πρωτείο και το αλάθητο του Πάπα το 1870». Ωστόσο από το σχίσμα του 1054 μέχρι το 1870, όπως είναι γνωστό από την εκκλησιαστική ιστορία, ο Παπισμός εισήγαγε πλήθος αιρετικών διδασκαλιών, όπως αυτή του Φιλιόκβε, η οποία διαστρέφει τοΤριαδικό δόγμα, και η οποία έχει καταδικαστεί από την Η΄ Οικουμενική Σύνοδο, (879-880), επί Ιερού Φωτίου, ή όπως η περί κτιστών ενεργειών του Θεού, η οποία έχει καταδικαστεί από την Θ΄ Οικουμενική Σύνοδο, (1451), επί αγίου Γρηγορίου Παλαμά.
Παρά κάτω λέει: «Το να ονομάσει η κάθε Εκκλησία την άλλη ‘αδελφή εκκλησία’ δεν είναι ονομασία που βασίζεται στον καθωσπρεπισμό, αλλά σε πεποίθηση. Δεν σημαίνει, [αυτή η ονομασία], ότι πρόκειται για άλλη ανεξάρτητη οντότητα. Μέχρι τώρα δεν έχω βρει ένα καθολικό κείμενο που να κατηγορεί τους ορθοδόξους για παρέκκλιση δογματική, ή εκκλησιαστική. Είμαστε λοιπόν δυο αδέλφια ο ένας απέναντι στον άλλο.Στη θεολογία δεν χρησιμοποιούμε όρους κοινωνικού καθωσπρεπισμού. Όσο και αν αυξηθεί η σύγκρουση ανάμεσα στους φανατικούς παραμένει πιο σημαντική η ενότητά τους που βλέπει ο Χριστός». Αν τα παρά πάνω ισχύουν τότε κακώς δεν συμμετέχουμε στο κοινό ποτήριο, (αν δεν συμμετέχουμε)! Τότε οι άγιοι ήταν κατ’ αυτόν «φανατικοί» οι οποίοι δημιούργησαν με τα δόγματά τους «συγκρούσεις»! Ειλικρινά, τόσα χρόνια ασχολούμαστε με τις αναιρέσεις κακόδοξων δηλώσεων, αλλά τέτοιου είδους δηλώσεις πρώτη φορά συναντήσαμε!
Παρά κάτω φανερώνει το ασυγκράτητο οικουμενιστικό του πρόσωπο: «Εγώ αποδέχομαι τον χριστιανό που δεν προσεύχεται στη Παναγία, αρκεί να μην θεωρεί αιρετικούς όσους προσεύχονται σ’ αυτήν. Ας προσευχηθείς όπως θες, αλλά μην με αποκλείσεις από σένα. Εγώ ξέρω προτεστάντες που αγαπούν την Παναγία πάρα πολύ. Δεν της απευθύνονται στην προσευχή, δεν με αφορά, αρκεί να μην με θεωρήσουν αιρετικό, άμα της απευθυνθώ εγώ. Δεν έχω κάτι με όποιον δεν μιλάει στην Παναγία, αρκεί να με αφήσει ελεύθερο στο να της μιλήσω. Με λυπεί να αρνείται ένας χριστιανός να μιλήσει στη Παναγία, αλλά δεν τον αναγκάζω στο να το κάνει αν θεωρήσει ότι αυτό μειώνει την αγάπη του στον Χριστό». Και συνεχίζει: « Όποιος θεωρήσει ότι ζητώντας την πρεσβεία των αγίων μειώνει την αγάπη του προς τον Ιησού είναι δικαίωμά του, και όποιος θεωρήσει ότι αγαπάει και τους αγίους με τον Ιησού πάλι δικαίωμά του. Ας μην θεωρήσουμε ο ένας τον άλλον αιρετικό χωρίς λόγο. Ο Θεός κρίνει όποιον θέλει εν καιρώ. Μην προλάβετε την κρίση του Θεού σύμφωνα με το τι νομίζετε. Ποιος είμαι για να κρίνω. Ο Θεός μόνο κρίνει»! Δεν χρειάζεται κανείς μεγάλη προσπάθεια για να διακρίνει στις παρά πάνω διατυπώσεις του, την βασική δογματική παραδοχή της «Νέας Εποχής», που είναι: «πίστευε όπου θέλεις. Μην απολυτοποιείς την πίστη σου, και μην απορρίπτεις την πίστη του άλλου. Η απόλυτη αλήθεια δεν βρίσκεται αποκλειστικά σε κάποια συγκεκριμένη πίστη»! Όταν ζητούμε τις πρεσβείες της Παναγίας και των αγίων, δεν μειώνεται η αγάπη μας προς τον Ιησού, αλλά αντίθετα αυξάνεται. Δεν είναι δυνατόν να αγαπά κανείς τον Χριστό και να μην αγαπά και την Παναγία, διά μέσου της οποίας πραγματοποιήθηκε ολόκληρη η ένσαρκη θεία οικονομία. Και δεν είναι δυνατόν να αγαπά κανείς την Παναγία και να μην εκδηλώνει την αγάπη του αυτή με ύμνους και προσευχές και με την εκζήτηση των πρεσβειών της. OΣεβασμιώτατος αποκρύπτει την άρνηση της αειπαρθενίας της Υπεραγίας Θεοτόκου από τους προτεστάντες, οι οποίοι τίθενται υπό τας αράς της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Υπάρχει χειροτέρα βλασφημία προς την Θεοτόκο από την άρνηση της αειπαρθενίας της; Επίσης η Ορθόδοξη Εκκλησία με την όλη υμνογραφία και την λατρευτική ζωή της, που είναι εμποτισμένη με ύμνους και προσευχές προς την Παναγία, μας εισάγει και μας χειραγωγεί προς το ορθόδοξο ήθος, (και όχι το προτεσταντικό), και μας διδάσκει την αγάπη και την τιμή προς την Παναγία. Οπότε δεν είναι «δικαίωμα» του καθενός να χαράξει ένα δικό του δρόμο και μια δική του γραμμή εις ό, τι αφορά την στάση του απέναντι στην Παναγία, όπως εσφαλμένα ισχυρίζεται ο Σεβασμιώτατος. Βέβαια είναι αλήθεια ότι «ο Θεός μόνο κρίνει». Όμως στα θέματα της πίστεως δεν υπάρχει κατάκρισις. Μήπως οι άγιοι Πατέρες έπεσαν στο αμάρτημα της κατακρίσεως επειδή έκριναν τους αιρετικούς; Δεν θα έπρεπε να αφήσουν στο Θεό την κρίση των αιρετικών; Προς τι οι μεγάλοι αγώνες τους για την διάσωση του Ορθοδόξου Δόγματος;
Περαίνοντας διαπιστώνουμε πως ο Σεβασμιώτατος έγραψε «στα παλαιότερα των υποδημάτων του» τις φρικτές υποσχέσεις, που έδωσε κατά την χειροτονία του ως Επίσκοπος, ότι θα διαφυλάττει, ως κόρη οφθαλμού, την Παρακαταθήκη, δηλαδή την αμώμητο Ορθόδοξο Πίστη ακαινοτόμητη, όπως μας την παρέδωσαν οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες. Διαπιστώνουμε ότι από κήρυκας της σώζουσας Ορθοδόξου Πίστεως, έγινε κήρυκας του φρικώδους και δαιμονοκίνητου θρησκευτικού συγκρητισμού, ο οποίος «στρώνει» το δρόμο για την επικράτηση της εφιαλτικής πανθρησκείας του οσονούπω ερχομένου Αντιχρίστου. Και γνωρίζοντας, ότι δεν υπάρχει Ορθόδοξη Σύνοδος για να τον καθαιρέσει, (αφού οι οικουμενιστές είναι αδύνατον να καθαιρέσουν τους ομοδόξους των οικουμενιστές), προσευχόμεθα ο Θεός να του δώσει μετάνοια, ή αν τούτο είναι αδύνατον, τουλάχιστον να μην παρασύρει άλλους στο βάραθρο της αιρέσεως που κηρύττει!
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών