Λίγες «κρεμασμένες σκέψεις», καιρό τώρα, αφιερωμένες  στη σημερινή συγκυρία… – Αναρωτιέμαι εάν υπάρχει πιο ταπεινωτική και πιο εξευτελιστική επώδυνη/ βάρβαρη/ εφιαλτική/ εξατομικευμένη/ ανταγωνιστική (:ο θάνατός σου η ζωή μου)/ σωφρονιστική εμπειρία βασανιστηρίου από το να είσαι σε καθεστώς αναμονής προκειμένου να εγγράφεσαι κάθε χρόνο σε μια λίστα κατάταξης και αναμονής για μια θέση προσωρινής απασχόλησης κι αυτό να επαναλαμβάνεται για πολλά χρόνια!

Από τη σελίδα facebook του καθηγητή Γιώργου Μαυρογιώργου

Οι αδιόριστοι συμμετέχουν στις σχετικές διαδικασίες και με τη συμμετοχή τους νομιμοποιούν τις πολιτικές μιας βαθιάς αυτό-υποτίμησης. Οι αδιόριστοι είναι και χρεωμένοι για ένα δάνειο που ποτέ δεν πήραν! Λες και έχουν βαλθεί να εξαφανίσουν κάθε ίχνος ανθρώπινης αξιοπρέπειας ώστε οι νομάδες και εποχιακά εργαζόμενοι να μη μπορούν να αρθρώσουν έναν λόγο πολιτικής παιδαγωγικής στη συνάντησή τους με τους μαθητές.

Το μαρτύριο που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο, χρόνια τώρα, με τις προσλήψεις μη μόνιμων συμβασιούχων εκπαιδευτικών, συνιστά ευθεία προσβολή και υποτίμηση σε βάρος και των ίδιων των μόνιμων εκπαιδευτικών που εργάζονται με διαφορετικό εργασιακό και μισθολογικό καθεστώς στα σχολεία. Αυτή η συνύπαρξη διαφορετικών κατηγοριών εκπαιδευτικών στο ίδιο σχολείο είναι άκρως αποσυντονιστική για τη σφυρηλάτηση συλλογικών και ομαδικών δεσμών και παρεμβάσεων, με όρους συναδελφικής συνεργασίας και αλληλεγγύης για την προώθηση μιας εκπαιδευτικής διαδικασίας που είναι πολύ επιβαρυμένη λόγω της κρίσης.

Η όλη κατάσταση, από καιρού εις καιρόν, επιτείνεται, καθώς δεν υπήρξε Υπουργός Παιδείας που δεν επεδίωξε να «βάλει χέρι» και να ανατρέψει νέους πίνακες κατάταξης /άτυπης επετηρίδας που είχαν ήδη διαμορφωθεί και δρομολογηθεί, λόγω της αναστολής μόνιμων διορισμών. Αυτό υποδαύλιζε και τροφοδοτούσε έντονες διεργασίες ενός ιδιότυπου εσωτερικού κοινωνικού αυτοματισμού που κάποτε άγγιζε τα όρια κοινωνικού κανιβαλισμού.

Η συζήτηση για τη μοριοδότηση κριτηρίων δρομολογεί μια άλλη αποκαρδιωτική κι ανταγωνιστική αντιπαράθεση ανάμεσα σε καθημαγμένους χρεωμένους και ταπεινωμένους αδιόριστους εκπαιδευτικούς. Δεν υπάρχει πεδίο και τομέας προσφοράς δημόσιου κοινωνικού αγαθού ή άλλης εργασίας που να επιβαρύνεται με αυτή την τελετουργική αθλιότητα της βαθιάς υποτίμησης σε βάρος ανέργων, όπως αυτά που συμβαίνουν στην εκπαίδευση. Η όλη υπόθεση αγγίζει τα όρια μιας άθλιας πολιτικής εκμετάλλευσης και επινόησης για τη σταδιακή εμπέδωση των νέων εργασιακών σχέσεων επισφαλούς εργασίας. Ποτέ δε φανταζόμασταν, αν και υπήρχαν πολιτικές και συνδικαλιστικές παρατάξεις που το έθεταν, ότι θα καταργηθεί η μονιμότητα. Και είναι αυτό ένας δείκτης του πολιτικού μας αναλφαβητισμού στο να μπορούμε να διαβάζουμε έγκαιρα τις επικείμενες άγριες διαθέσεις της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης της εργασίας και όλων αυτών που αντιμετωπίζουμε σήμερα.

Μέσα στη δίνη αυτών των δυσμενών εξελίξεων, οι αδιόριστοι εκπαιδευτικοί που για πολλά χρόνια και κατ επανάληψη εγγράφονται σε λίστες αναμονής αποκτούν τα χαρακτηριστικά ενός «αγοραίου» άνεργου που εκθέτουν τον εαυτό τους ως εμπόρευμα στην «αγορά μοριοδοτημένων υποψηφιοτήτων», πλασάρουν τον εαυτό και τα προσόντα τους, τους τίτλους και τα «μόριά» τους σε μια αγορά ζούγκλας. Με άλλα λόγια, ο αδιόριστος εκπαιδευτικός κάθε χρόνο βγαίνει στην αγορά εργασίας ως πωλητής και ως εμπόρευμα ταυτόχρονα, αποξενωμένος ακόμη και από τον ίδιο του τον εαυτό. Έτσι γίνεται ευάλωτος, γοητεύεται και χειραγωγείται από το σύνολο των κατασταλτικών, ιδεολογικών και συμβουλευτικών μηχανισμών του κράτους (νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική εξουσία, αστυνομία, συμβουλευτικά όργανα, κ.α.) και των μηχανισμών πληροφόρησης, με όπλο πάντα την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία. Οι αδιόριστοι εκπαιδευτικοί που διεκδικούν θέση επισφαλούς εργασίας στην εκπαίδευση έχουν γίνει επιχειρηματίες του εαυτού τους.

Οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί είναι και νιώθουν, λοιπόν, σε κατάσταση αναμονής, εφεδρείας και επιφυλακής, σαν τα ελικόπτερα έκτακτων αναγκών που μπορούν να ανταποκρίνονται άμεσα και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες στο επόμενο «επεισόδιο» αντικατάστασης. Τώρα καταλαβαίνουν και τους ταξιτζήδες που όταν κάνουν την πρώτη τους κούρσα δεν ξέρουν που θα βρεθούν στην επόμενη. Κι αυτό τους κάνει να δοκιμάζονται πολύ: χρειάζεται να έχουν ετοιμότητα να διδάξουν ανά πάσα στιγμή τα πάντα και σε οποιαδήποτε τάξη. Τώρα ανακαλύπτουν πως αυτά που τους προτείνανε στο Πανεπιστήμιο, στα μαθήματα διδακτικής και «σχολικής εμπειρίας», για «σχέδια μαθήματος» ή την ανάγκη προγραμματισμού και προετοιμασίας, δεν προσφέρονται για την περίσταση. Δοκιμάζουν την αντίφαση ανάμεσα στη θεωρία και στη «βία» της έκτακτης και επείγουσας πράξης. Κάπως, έτσι, μπαίνουν πολύ ενωρίς, από τα πρώτα βήματα επιστροφής τους (από το Πανεπιστήμιο) στο σχολείο, σε μια εμπειρία που θα κρατήσει χρόνια: μπορείς, χωρίς καμιά ιδιαίτερη ετοιμότητα ή ουσιαστική προετοιμασία, να μπεις και να κάνεις μάθημα. Το σχολείο δε χρειάζεται σκεπτόμενους και στοχαστικούς εκπαιδευτικούς με συγκροτημένη και ολοκληρωμένη άποψη για τους μαθητές, το συνολικό πρόγραμμα της τάξης ή του σχολείου, τα βιβλία, τα μαθήματα, κ.α. Μπαίνετε στη τάξη «σαν έτοιμοι από καιρό» και κάνετε μάθημα! Έτσι, η βία της αβεβαιότητας και της επισφάλειας στο εργασιακό τους καθεστώς συναντιέται με την ιδιότυπη βία της ανασφάλειας και της αβεβαιότητας κατά την άσκηση του παιδαγωγικού και διδακτικού τους έργου. Αιφνιδιάζονται, αντικειμενικά, με την ανάθεση του διδακτικού τους έργου, την «τελευταία στιγμή». Έχουμε το υβρίδιο του εκπαιδευτικού «βαλίτσα» υπό διαρκή μετακόμιση και αλλαγή «περιβάλλοντος»!

Φαίνεται ότι τόσο η κατάργηση της επετηρίδας όσο στη συνέχεια και η κατάργηση των νέων επετηρίδων που προέκυψαν με την καθιέρωση του ΑΣΕΠ ή τη μερική αναίρεσή ή αναστολή του είναι μέρος ενός project που εγκαθιστά σιγά το νέο καθεστώς των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών: κατάργηση των προσλήψεων μόνιμων εκπαιδευτικών, κατάργηση της μονιμότητας, συμβάσεις ορισμένου χρόνου, ωρομίσθιοι. Αν καταλάβαμε καλά, ο ΑΣΕΠ διαχειρίζεται ήδη τη ροή ανέργων με συμβάσεις περιορισμένου χρόνου.

Ήδη έχει διολίσθησε η καθιέρωση πολιτικών πρόσληψης μη μόνιμων εκπαιδευτικών από την κάλυψη λειτουργικών και έκτακτων αναγκών στην κάλυψη των οργανικών κενών. Πρόκειται για μια διεργασία εμπέδωσης των νέων εργασιακών σχέσεων και εργασιακών δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών και αυτών που εργάζονται ήδη όσο και αυτών που διεκδικούν εργασία στην εκπαίδευση. Πρόκειται για συμμετοχή ανέργων εκπαιδευτικών στις διεργασίες ενός Εργαστηρίου αποδοχής, υπεράσπισης και εμπέδωσης των κυρίαρχων νεοφιλελεύθερων ιδεολογικών προταγμάτων της αξιοκρατίας, της επιλογής, του ατομικισμού, του ανταγωνισμού, της εξατομίκευσης, της αριστείας.

Έτσι, κάπως, σιγά-σιγά κι αθόρυβα επιβάλλονται οι αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις των εργαζομένων και εκλαμβάνονται ως αναπόφευκτη εξέλιξη: άνεργος, ετεροαπασχολούμενος, υποαπασχολούμενος ωρομίσθιος, αναπληρωτής, αντικαταστάτης, «δόκιμος»… Αποκαλυπτική είναι η χρήση κοινοτικών κονδυλίων στην περίπτωση αυτή, που γίνεται σε καθεστώς άγριας επαγρύπνησης και επιτήρησης εκ μέρους των δανειστών/εταίρων/τοκογλύφων.

 

Οι δανειστές δεν εγείρουν ζητήματα επιλεξιμότητας δαπανών, όταν τα κοινοτικά κονδύλια διατίθενται για την εκμαυλιστική εκγύμναση και την κοινωνικοποίηση των εργαζομένων για το νέο καθεστώς εργασιακών σχέσεων. Κάτω από την πίεση των δεσμεύσεων των μνημονίων, αξιοποιήθηκε η εκμαυλιστική χρηματοδότηση του ΕΣΠΑ για να καλύπτονται κενά των σχολείων, με πολιτικές διάλυσης των εργασιακών σχέσεων, όπως αναφέραμε πιο πάνω, ευελιξία ωραρίου εργασίας και χωροταξική αποδέσμευση της εργασίας, συμβόλαια περιορισμένης διάρκειας (αναπληρωτές εκπαιδευτικοί: «νομάδες»), κινητικότητα, αποσταθεροποίηση δεσμεύσεων και δικαιωμάτων, αμφισβήτηση των αρχών μονιμότητας, επαγγελματικής καριέρας και αφοσίωσης. Τα κονδύλια του ΕΣΠΑ, με τον συμβολικό κυνισμό της σπατάλης, διοχετεύτηκαν για την προώθηση και την εμπέδωση των πιο συντηρητικών, αυταρχικών και νεοφιλελεύθερων εκπαιδευτικών θεσμών. Είναι προφανές ότι με κοινοτικά κονδύλια του ΕΣΠΑ επιχειρήθηκε η «εξαγορά» και ο προσεταιρισμός ανέργων εκπαιδευτικών, κάτω από εξευτελιστικές και άκρως ταπεινωτικές συνθήκες και όρους.

Οπότε, δημιουργείται ένα μείζον ζήτημα: αλλοιώνεται δραματικά η εργασία του εκπαιδευτικού και αναιρούνται η μονιμότητα, η βεβαιότητα, η αφιέρωση και η αφοσίωση που είναι τα συστατικά στοιχεία της παιδαγωγικής σχέσης δασκάλου-μαθητή. Οι σχέσεις δασκάλου- μαθητή γίνονται εύθραυστες, “περαστικές”, εφήμερες, πρόχειρες-χωρίς δεσμεύσεις- ευάλωτες και, έτσι, δεν επιτρέπουν την εμβάθυνση και την εμπέδωση της αμοιβαίας ανταλλαγής και δωρεάς που συντελείται με τη μυσταγωγία της διδασκαλίας. Το καλειδοσκοπικό φάσμα της διδασκαλίας για να ξεδιπλωθεί σε πλήρη ανάπτυξη χρειάζεται παιδαγωγικό συμβόλαιο και χρόνο σταθερότητας και μονιμότητας. Πώς θα βρουν πρόσφορο έδαφος η εξουσία, η έλξη, η αποπλάνηση, η φιλία, ο έρωτας, η προδοσία, η ταπεινοφροσύνη, η αφιλοκέρδεια, η ευγνωμοσύνη, η συνεργασία, η μυσταγωγία, η δημιουργική αυπνία, η αφύπνιση, η απελευθέρωση, η σχολική ζωή και η ζωή!

Η πολιτική επινόηση των “νομάδων” εκπαιδευτικών ήταν μια ακόμα νεοφιλελεύθερη αθλιότητα στην καρδιά του δημόσιου σχολείου. Τελευταία εξέλιξη είναι ο εμπαιγμός που συντελείται σε βάρος των αναπληρωτών που χρόνια τώρα ήταν στη διάθεση του εξουσιαστικού μηχανισμού ως “ελικόπτερα παντός καιρού”. Το σύστημα, αφού τους έψησε στη δοκιμασία της αβεβαιότητας και της διαθεσιμότητας τους αποβάλλει με το εύρημα των ανυπόληπτων εξετάσεων του ΑΣΕΠ και την επινόηση του αναξιόπιστου και τραγικά συμβατικού και τυχαίου και μη συγκρίσιμου βαθμού πτυχίου. Πώς, άραγε, προκύπτουν οι βαθμοί των πτυχίων τόσο ετερόκλητων μεταξύ τους τμημάτων; Ας αφήσουμε, τη φάρσα των μεταπτυχιακών τίτλων και των μεταπτυχιακών προγραμμάτων.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ δε μπορεί να παίζει το παιγνίδι μιας νεοφιλελεύθερης ιδεοληψίας περί αξιοκρατίας που στηρίζεται στην κατοχή τίτλων. Αν δεν έχει εξασφαλίσει την εγκυρότητα και την αξιοπιστία των διαδικασιών, μέσα από τις οποίες έχουν προκύψει όλα αυτά τα “μόρια”, δε μπορεί να τα επικαλείται. Οι αξιοκρατικές επιλογές δεν είναι υπόθεση κάποιων μετρήσιμων παραστατικών. Πριν αυτά καταστούν μετρήσιμα, θα χρειαστεί να μας πουν τι δε μετράνε. Είμαι σίγουρος πως αυτά είναι πολλά και “άπιαστα”. Όσο για τη δικαστική εξουσία-Το Συμβούλιο της Επικρατείας- καλά θα κάνει να μην ορίζει την παιδαγωγική επάρκεια με δικονομικά κριτήρια. Η Υπόθεση δεν αφορά αποκλειστικά στους αναπληρωτές που κινδυνεύουν να μείνουν έξω από τη ρύθμιση. Αφορά στους γονείς, τους μαθητές, τους διορισμένους συναδέλφους!