Του Χρήστου Κάτσικα

Τις επόμενες μέρες το υπουργείο Παιδείας θα φέρει σε διαβούλευση το σχέδιο προεδρικού διατάγματος που αφορά την αξιολόγηση των 160 χιλιάδων εκπαιδευτικών. Πρόκειται για ένα εξαντλητικό κείμενο 70 σελίδων που αποτελείται από 27 άρθρα και ετοιμάστηκε από τα συναρμόδια υπουργεία Παιδείας και Διοικητικής Μεταρρύθμισης.

Και, βεβαίως, για ακόμη μια φορά επιχειρεί να παρουσιάσει την αξιολόγηση σαν την κίνηση που θα λύσει πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, ένα είδος «πρώτων βοηθειών» στη ρημαγμένη εκπαιδευτική γη.

Χέρι χέρι με την εκάστοτε πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας οι μόνιμοι προσηλυτιστές της κοινής γνώμης, δημοσιογράφοι, τεχνοκράτες και «ειδικοί», εγχαράσσουν στον «σκληρό δίσκο» της κοινής γνώμης, ως αυτονόητο, ότι «η κακοδαιμονία του ελληνικού σχολείου είναι αποτέλεσμα της έλλειψης αξιολόγησης-ελέγχου των εκπαιδευτικών».

Το έδαφος, βεβαίως, είναι εύφορο για την υποδοχή του «αυτονόητου», κοντολογίς, για την άκριτη υιοθέτηση, ως φυσικής και εύλογης, της απαίτησης «να ξεκαθαρίσει επιτέλους το εκπαιδευτικό τοπίο από την κόπρο του Αυγεία». Η αυξανόμενη δυσαρέσκεια των γονέων που αναγκάζονται να «τραυματίζουν» τους οικογενειακούς τους προϋπολογισμούς πληρώνοντας ακριβά -σε καθεστώς «δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης»- το κόστος του εισιτηρίου για την πολυπόθητη είσοδο των παιδιών τους στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση, σε συνδυασμό με την κάθετη πτώση της αποδοτικότητας της «επένδυσης», πριμοδοτεί την οικοδόμηση πεποιθήσεων, σύμφωνα με τις οποίες, αν ένας μαθητής δεν μαθαίνει γράμματα στο σχολείο ή αναγκάζεται να πληρώνει φροντιστήριο ή το απολυτήριό του δεν του εξασφαλίζει μια θέση στην αγορά εργασίας, για όλα αυτά και για άλλα πολλά ευθύνεται ο εκπαιδευτικός, ο οποίος είναι «αναποτελεσματικός ή άπειρος ή τεμπέλης ή ανίκανος» τόσο όσο και ένας υδραυλικός που δεν μπορεί να επισκευάσει μια βρύση ή ένας γιατρός που δεν είναι ικανός να θεραπεύσει μια γρίπη!

Οφείλουμε να το ξεκαθαρίσουμε: Η αξιολόγηση δεν είναι ένα απλό μεταρρυθμιστικό μέτρο που κάποια στιγμή θα «έρθει» και θα «μάθουμε να ζούμε με αυτή», όπως και με τόσα άλλα. Στη λογική αυτή, της «soft αξιολόγησης», έχουν εγκλωβιστεί σήμερα και πολλοί εκπαιδευτικοί αλλά και δυνάμεις της Αριστεράς που αφήνουν να καλλιεργηθεί η άποψη –ή και οι ίδιοι την καλλιεργούν– ότι μέσα στη γενική ακαταστασία και ανοργανωσιά του «ρωμαίικου» η αξιολόγηση θα καταντήσει απλή γραφειοκρατική διαδικασία, ένας ατέλειωτος σωρός χαρτιών και αξιολογικών εκθέσεων όπου «αλλού θα είναι ο παπάς και αλλού τα ράσα του», ο «ένας θα βλογάει τον άλλο» στο… λίκνο της «δημοσιοϋπαλληλικής θαλπωρής», υπό τον φόβο της εναλλαγής κυβερνήσεων και προς αποφυγήν «κομματικών ρεβανσισμών».

Αυτή η άποψη είναι επικίνδυνη, γιατί χαλαρώνει συνειδήσεις, αφήνει ρωγμές συμβιβασμού με την αξιολόγηση καθώς αποδιοργανώνει τις γραμμές της αντίστασης σε αυτήν. Είναι το ίδιο επικίνδυνη με τη διάκριση ανάμεσα σε «καλή» και «κακή» ή «κακόφημη» αξιολόγηση, ανάμεσα σε αξιολόγηση που μπορεί να βοηθήσει το σχολείο και τον εκπαιδευτικό να βελτιωθούν και σε εκείνη που φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα.

Οφείλουμε να το επισημάνουμε: Δεν υπάρχει «κακή» και «καλή» αξιολόγηση, αξιολόγηση που «βοηθάει» και αξιολόγηση που «δεν βοηθάει». Η αξιολόγηση έχει «βαθιές ρίζες» στο κοινωνικό σύστημα που ζούμε, είναι οργανικό μέρος της φυσικής και συμβολικής του βίας, κατάγεται από την καπιταλιστική εκμετάλλευση και ταυτόχρονα την εκφράζει, την ισχυροποιεί και τη νομιμοποιεί. Η αξιολόγηση μεταμορφώνει την εκμετάλλευση και την ταξική ανισότητα σε «φυσικούς» και «ορθολογικούς» δείκτες, περιορίζοντας σε βαθμό εξαφάνισης τις αντίθετες φωνές.

Στη σημερινή περίοδο της καπιταλιστικής κρίσης όπου η εκπαίδευση γίνεται εμπόρευμα, όπως ο καφές και τα καλλυντικά, η αξιολόγηση περνάει από τον παραδοσιακό ρόλο του τυπικού κοινωνικού ελέγχου των εκπαιδευτικών στην «τιμαριθμοποίηση» της εκπαιδευτικής διαδικασίας, προκειμένου αυτή να έχει «ανταλλακτική αξία» για να κινηθεί στα διεθνή χρηματιστήρια των αξιών.

Για αυτούς τους λόγους είναι το σημαντικότερο πολιτικό διακύβευμα στην εκπαίδευση. Το «πέρασμα» και η «επιβολή» της -μέσω ζαχαρωμένων διακηρύξεων- θα αλλάξει δραματικά τόσο τον χάρτη των συσχετισμών στο σχολείο όσο και την καθημερινή εργασία του εκπαιδευτικού σε όλες της τις πτυχές: από την εργασιακή του σχέση με την εκπαίδευση (μονιμότητα) μέχρι το κλίμα που θα βιώνει καθημερινά στο σχολείο και τις σχέσεις με τους συναδέλφους του.

Θα χειραγωγήσει τον εκπαιδευτικό, θα μετακυλήσει πάνω του όλη την ευθύνη για τη λειτουργία του σχολείου, θα νομιμοποιήσει τα σχέδια για απολύσεις. Εύστοχο και το πικρό «ερώτημα» πολλών εκπαιδευτικών: Είναι δυνατόν η πολιτική που έχει φτωχύνει τη δημόσια εκπαίδευση και τον εκπαιδευτικό και έχει κλείσει το μέλλον στα υπόγεια, να έχει αγαθές προθέσεις;