(μια άλλη ματιά απ’ τη Βαρβάρα Βαγιάκου-Βλαχοπούλου)

Aπόσπασμα από δημοσίευση της εφημερίδας «Λήμνος»

Μια χρονιά μας έκατσε στα φιλολογικά ένας κοντόχοντρος χωρίς λαιμό καθηγητής, ιστορικός ήταν, αλλά δίδασκε και Αρχαία –Νέα. Λόγου πάχους, πιο πολύ μούγκριζε παρά ανάσαινε. Όμως ήταν πρωτοποριακός για τα δεδομένα της στενοκέφαλης συντηρητικής εκείνης εποχής. Πνευματώδης, διανθιστής, ανεκτικός, θυμόσοφος.
Μας σερβίριζε το μάθημα έδεσμα στο πιάτο, φρέσκο, γεμάτο αλήθεια και ζεστασιά. Το εκτιμήσαμε αναλόγως και τον παρακολουθούσαμε επιμελώς, απολαυστικά θα έλεγα. Ήταν ο μόνος καθηγητής που, ίσως για να αντισταθμίσει το κόμπλεξ του κοντόχοντρου, κατάφερνε να μας αποθηκεύσει γνώσεις στο μυαλό, χωρίς πολύ διάβασμα. Δε μας καταπίεζε. Απλά μας έδινε να καταλάβουμε πως τα πράγματα δε γίνονται χωρίς κόπο, κοιμάσαι ξύλο ξυπνάς βιολί.
Μας προβλημάτιζε με έξυπνη τακτική και μας έφερνε στο φιλότιμο, αυτό που όλοι οι άλλοι επικαλούντο, αλλά κανένας τους δεν ήξερε να διαχειριστεί την εξόρυξή του.
Μια μέρα έπιασε την κιμωλία κι έγραψε στον μαυροπίνακα μια ερώτηση με ένα τεράστιο ερωτηματικό. «Γιατί πηγαίνουμε σχολείο;» Σιγά τα λάχανα… μα για να γίνουμε άνθρωποι. Αμ … δε. Δεν ήταν αυτή η σωστή απάντηση. Έπιασε απ’ τη δεξιά μπάντα τα θρανία και έναν έναν μας ρωτούσε. Εμείς στύβαμε το μυαλό μας- όποιο διέθετε ο καθένας – για να δώσουμε υποτίθεται τη σωστή απάντηση και να φρενάρουμε τη μεγεθυντική τάση του ερωτηματικού, που όσο η ώρα περνούσε, τόσο αυτό γιγαντώνονταν.
Ελάχιστοι διαφοροποιήθηκαν απ’ τη τετριμμένη χιλιάκουστη και καλά εμπεδωμένη, από καταβολής οικογένειας απάντηση, πως «Στο σχολείο πηγαίνουμε για να γίνουμε άνθρωποι», τονίζοντας όσο πιο δυνατά μπορούσαμε την οξεία πάνω στο άλφα. Μια παραλλαγή ξεστομίστηκε εκ στόματος Ζαφειρούλας «Για να γίνουμε ἀθρῶποι», είπε τονίζοντας στομφωδώς το ωμέγα. Μέσα στο εύφορο έδαφος, η περισπωμένη πάνω στο ωμέγα σε μέγεθος χελιδόνας, έπεσε σα σπίθα, ότι χρειαζόταν το πνιγμένο στο λαρύγγι μας γέλιο για να πάρει μπουρλότο και να γίνει χάχανο. Η τάξη σείστηκε συθέμελα και η κοιλιά του καθηγητή μας ανεβοκατέβαινε τη σεισμική κλίμακα των ρίχτερ. Τι να έκανε κι αυτός ο φουκαράς. Ξεχείλισε ο αυθορμητισμός του και εκφράστηκε μαζί μας. Τι πιο φυσικό;
Το δρώμενο είχε κορμό, ο οποίος είχε επεξηγηθεί και προσυμφωνηθεί μαζί μας απ’ τον ίδιο τον καθηγητή. Με το σήκωμα των φρυδιών του προς τα πάνω, που θα σήμαινε λάθος απάντηση, ο μαθητής που την έδινε είχε την υποχρέωση να βγει στο διάδρομο. Επί τούτου είχε σηκωθεί ο ίδιος και είχε ανοίξει την πόρτα. Στο βάθος μιας κενής αίθουσας ένας κοντόγιωμος καθηγητής με εμφανή τα σημάδια κόπωσης στη μετωπική του χώρα απ’ το ανεβοκατέβασμα των φρυδιών του, έπιασε την κιμωλία και κάτι έγραψε στον πίνακα. Προφανώς τη σωστή απάντηση, αυτή που ήθελε ν’ ακούσει και που δεν την άκουσε.

Μας έμπασε ξανά στην τάξη και με το μάτι λαίμαργο διαβάσαμε στο πίνακα.

«Στο σχολείο πηγαίνουμε για ν’ αγαπήσουμε τη μάθηση».