ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Παρουσία Υ.ΠΑΙ.Θ, Α. Λοβέρδου σε παρουσίαση βιβλίου στη Θεσσαλονίκη και συνάντηση με αναπληρωτές Πρυτάνεις του Α.Π.Θ.

Ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων ολοκλήρωσε την επίσκεψή του στην Θεσσαλονίκη, όπου είχε συνάντηση με την αναπληρώτρια Πρύτανη προγραμματισμού κ ανάπτυξης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κα. Δέσποινα Κλαβάνιδου και με τον αναπληρωτή Πρύτανη έρευνας και συντονισμού κ. Θεόδωρο Λαόπουλο. Κατά τη συνάντηση συζητήθηκαν θέματα που απασχολούν το Ίδρυμα.

Ο κ. Λοβέρδος παρέστη στην παρουσίαση του βιβλίου «Οι θεσμοί του αυτοκεφάλου και του αυτονόμου καθεστώτος στην Ορθόδοξη Εκκλησία» του Αναστάσιου Βαβούσκου και του Γρηγορίου Λιάντα. Στον χαιρετισμό του ο κ. Υπουργός είπε τα εξής:
Αξιότιμοι Κύριοι και Κυρίες, επιτρέψτε μου να πω ότι είναι ευτυχής συγκυρία η παρουσίαση αυτού του πολύ ενδιαφέροντος βιβλίου από τον καθηγητή Ιωάννη Κονιδάρη και τον πατέρα Γρηγόριο Παπαθωμά, Καθηγητή του Κανονικού Δικαίου. Το βιβλίο αυτό έλειπε από την επιστημονική βιβλιογραφία και αποτελεί ένα πολύτιμο βοήθημα για να κατανοήσουμε τον τρόπο που η Ορθόδοξη Εκκλησία αυτοοργανώνεται με άξονα την ενότητά της ως κοινωνίας Εκκλησιών και όχι στη βάση μιας εκκλησιαστικού τύπου μονοκρατορίας που επεδίωκε να μιμηθεί το αυτοκρατορικό πολιτειακό πρότυπο. Ο θεσμός της Πενταρχίας ήταν ακριβώς ο αποκλεισμός μιας αντιστοίχισης μεταξύ πολιτειακής και εκκλησιαστικής διοίκησης που θα οδηγούσε στο δίπολο: Ένας Αυτοκράτορας – Ένας Πατριάρχης. Αντί γι’ αυτό η Εκκλησία αντέταξε την αντίληψη: Ένας Αυτοκράτορας – Πέντε Πατριάρχες, και ένας Αρχιεπίσκοπος ο της Κύπρου. Στο πέρασμα του χρόνου η δυτική χριστιανοσύνη ακολούθησε έναν διαφορετικό δρόμο σε σχέση με την Ανατολική. Η Ορθόδοξη Εκκλησία επέμεινε να διατηρήσει την διατοπική εκκλησιαστική πληθυντικότητα και το πέτυχε μέσω των θεσμών του αυτοκεϕάλου και του αυτονόμου καθεστώτος με εγγυητή της ενότητας και της κανονικότητας των Ορθοδόξων το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Η οργανωτική αυτή επιλογή δεν έχει σχέση με την κατανομή ισχύος αλλά με την αντίληψη για την επίτευξη της ενότητας όχι μέσω του μονοπωλίου της εξουσίας είτε στην Αυτοκρατορία είτε, αργότερα, στα έθνη-κράτη αλλά μέσω μιας πληθυντικότητας, μιας εκκλησιαστικής πλουραλιστικότητας. Αυτή ακριβώς η πληθυντικότητα είναι οντολογική προϋπόθεση της αγάπης. Διότι η οντολογική ισότητα των Τριών Προσώπων αποτελεί προϋπόθεση της αγάπης. Ο Πατέρας αγαπά τον Υιό και ο Υιός αγαπά τον Πατέρα. Μέσα από το τριαδικό μυστήριο πραγματώνεται, μπορεί να υπάρξει η αγάπη γιατί η αγάπη δεν μπορεί να έχει ως αντικείμενο τον εαυτό της. Η πορεία προς τα έθνη-κράτη συμπαρέσυρε και την Ανατολική Χριστιανοσύνη οδηγώντας στην απαίτηση να ταυτιστούν τα πολιτικά σύνορα με τα εκκλησιαστικά όρια. Η ύπαρξη μιας αυτοκέφαλης Εκκλησίας ταυτίστηκε με την πολιτική χειραφέτηση ενός έθνους και πολλές φορές επιδιώχθηκε αυτή η πολιτική χειραφέτηση να ξεκινήσει ακριβώς από την εκκλησιαστική του αυτονόμηση. Έτσι εμφανίστηκε ο εθνοϕυλετισμός στην Ορθοδοξία και καταδικάστηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ακριβώς γιατί μετέτρεπε το πανανθρώπινο και αιώνιο μήνυμα του Χριστού σε ένα συγκυριακό μέσο διεκδίκησης της πολιτικής εξουσίας. Ποια σχέση, όμως, μπορούν να έχουν αυτοί οι διαλογισμοί με την σημερινή ελληνική πραγματικότητα; Η απάντηση βρίσκεται στο γεγονός ότι η χώρα μας σ’ αυτή την πορεία εκκλησιαστικής μονοκεντρικότητας που ακολούθησε και η Ανατολική Χριστιανοσύνη την εποχή των Εθνών-Κρατών, αποτελεί εξαίρεση. Σήμερα στην Ελλάδα επιβιώνουν εντός μίας και ενιαίας πολιτειακής και πολιτικής πραγματικότητας, διαφορετικά εκκλησιαστικά καθεστώτα. Όπως γράφει ο πατέρας Γρηγόριος Παπαθωμάς, «η Ελλάδα του σήμερα διασώζει την εμπειρία των δεκαοκτώ αιώνων εκκλησιαστικής πολυκεντρικότητας, κάτι που αποτυπώνεται στοιχειωδώς στα συνταγματικά της κείμενα και, αναλυτικότερα, στα διάφορα νομοθετικά κείμενα, που προέκυψαν στην Ελλάδα, από τον Έλληνα συνταγματικό και κοινό νομοθέτη στους δύο τελευταίους αιώνες». Και για να γίνει πιο συγκεκριμένος, στη χώρα μας πέραν της Εκκλησίας της Ελλάδος, έχουμε την Εκκλησία της Κρήτης, τις Ιερές Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου, το Άγιο Όρος , τις Εκκλησίες των Νέων Χωρών. Οι τελευταίες υπάγονται πνευματικά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο αλλά διοικητικά υπάγονται στην Εκκλησία της Ελλάδος . Οι Ιερές Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου είναι απλές επαρχίες του Πατριαρχείου. Η Εκκλησία της Κρήτης είναι ημιαυτόνομη, ενώ το Άγιο Όρος υπάγεται πνευματικώς στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Υπό αυτή την οπτική, ως Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων οφείλω να καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να διαφυλάξουμε αυτή την πολύτιμη κληρονομιά που βρήκαμε. Μια κληρονομιά εκκλησιαστικής διατοπικότητας η οποία, μάλιστα, αποκτά μιαν εντυπωσιακή συγχρονικότητα αποτελώντας μιαν εξόχως επίκαιρη απάντηση στο θεμελιώδες ερώτημα που θέτει η πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης για το μέλλον της Ευρώπης και αφορά το πώς θα διασφαλίσουμε την ενότητα μιας τόσο ποικιλόμορφης οικογένειας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία και ιδιαίτερα εμείς εδώ στην μικρή αυτή γωνιά της Ευρώπης η οποία όμως διαθέτει την ιστορική γνώση και εμπειρία χιλιετιών, έχει τις απαντήσεις. Γι’ αυτό, εκείνο που σε κάποιους φαντάζει ως απορία και παράδοξο, πώς δηλαδή στο ίδιο κράτος η Ορθόδοξη Εκκλησία υπάρχει μέσα από διαφορετικά εκκλησιαστικά καθεστώτα, σ’ εμάς όχι μόνο είναι οικείο αλλά μπορεί να αποδειχθεί, τελικά, η απάντηση στα ερωτήματα που θέτει η σύγχρονη ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Συγχαίρω και πάλι τον κ. Βαβούσκο και τον κ. Λιάντα για την πνευματική προσπάθεια που κατέβαλλαν και, κυρίως, για το αποτέλεσμα το οποίο πλέον αποτελεί κοινό κτήμα όλων».

Για το Δελτίο Τύπου πατήστε

rsz vivlio2

rsz sinantisi1