Του Νίκου Τσούλια

Έχει ειπωθεί ότι η παιδεία είναι και παίδεμα. Αλλά είναι παίδεμα δημιουργικό που οδηγεί στην απελευθέρωση του πνεύματος και στη μέθη της γνώσης και της μάθησης· δεν είναι παίδεμα που καταπιέζει και καθηλώνει τις δυνάμεις του ανθρώπου. Αλλά αν το διάβασμα αντί να είναι ισχυρή εσωτερική παρόρμηση γίνεται εξωτερική επιβολή, τότε αντί να οδηγεί στη χειραφέτηση του ανθρώπινου βλαστού γίνεται πηγή άγχους και αποδόμησης της προσωπικής αναζήτησής μας.

Ας το θέσω κάπως απλά. Μπορεί ένα παιδί να παιδεύεται στα πεδία της γνώσης τρέχοντας από το σχολείο στα κάθε λογής φροντιστήρια, χωρίς να παίρνει ανάσα, χωρίς να βιώνει της ζωής τις πρώιμες αναβαθμίδες, της παιδικότητας και της εφηβείας. Πρόκειται για το παιδί που το στουμπώνουμε, που δεν μαθαίνει πώς να μαθαίνει, γιατί δεν προλαβαίνει με τους ρυθμούς των επιβεβλημένων αναγκών. Αυτό είναι παίδεμα χωρίς ορίζοντα, χωρίς προοπτική, είναι παίδεμα που αγχώνει και βασανίζει το παιδί, το παιδί που ποτέ δεν θα γευθεί τη χαρά τη γνώσης και το μεγαλείο της δικής του σκέψης. Και όχι μόνο αυτό. Σε ένα τέτοιο σκηνικό όχι μόνο δεν μάς περιβάλλει η χαρά της μάθησης αλλά δεν μάς “φανερώνεται” ούτε και η γνώση αυτή η ίδια!

Μπορεί ένα παιδί να παιδεύεται στα πεδία της μάθησης, έχοντας ως οδηγητικό νήμα τη δική του εσωτερική παρόρμηση, την καλλιεργημένη από το μικροπεριβάλλον του και από τα ατέλειωτα ερωτήματα του κόσμου, του δικού του κόσμου, να παιδεύεται επί πολύ για να λύσει μια άσκηση μόνο του, να την αφήνει και να επανέρχεται γιατί έχει όμως επαρκή χρόνο για το προσωπικό του διάβασμα, γιατί το κεντρίζει η επιθυμία για να γευθεί τη δική του κατάκτηση μέσα από την επιμονή και τη συστηματική μελέτη και έρευνα. Αυτό είναι μάθηση και ο χρόνος του προσωπικού διαβάσματος είναι ο κερδισμένος χρόνος στη ζωή του. Αυτό το παίδεμα είναι δημιουργικό, είναι απελευθερωτικό, είναι παίδεμα που σπάζει προκαταλήψεις και φωτίζει τις τόσες και τόσες σκιές της άγνοιας.

Είναι εμφανής η πίεση που ασκεί το οικογενειακό περιβάλλον στα παιδιά για γρήγορη και ισχυρή εκπαιδευτική εξέλιξη, που θα τους δώσει ένα σοβαρό προβάδισμα έναντι των … άλλων στον αγώνα δρόμου για κοινωνική ανέλιξη. Και έτσι οι σχολικοί θεσμοί βαρυφορτωμένοι με τις υψηλές προσδοκίες των γονέων φαντάζουν ως φορτία που πρέπει να σηκώσουν τα παιδιά και οι έφηβοι με έναν τρόπο ιδιαίτερα αγχωτικό. Το άγχος που εμφανίζεται τόσο πρώιμα στα παιδιά είναι το μετασχηματισμένο άγχος των γονέων τους που επικάθεται αδιόρατα αλλά και με πανίσχυρο τρόπο στα όνειρα των νέων και γίνεται καθήκον και ανάγκη πριν ακόμα τα αισθανθούν ως δικά τους τέτοια δημιουργήματα τα παιδιά. Συμπιέζεται, δηλαδή, η παιδικότητα και η εφηβεία με τρόπο πλήρως ανορθολογικό και προφανώς με κατίσχυση της κατασκευασμένης ανάγκης των γονέων και συχνά με ισοπεδωτικές τάσεις.

Αλλά εδώ αλλοιώνεται και ο χαρακτήρας και η ουσία της γνώσης και της μάθησης. Γιατί υπάρχουν δύο συνοριακές περιοχές της μάθησης. Η μια αναφέρεται στο πριν και συνδέεται με την πανίσχυρη έφεση του ανθρώπου να θέλει διαρκώς να γνωρίζει, να γνωρίζει ό,τι γεννάει το περιβάλλον και η δική του σκέψη. Το μυαλό μας είναι πάντα ανήσυχο, διαρκώς αναζητεί μονοπάτια κατανόησης του κόσμου και του εαυτού μας, ποτέ δεν μπορούμε να το καθηλώσουμε ή να του επιβραδύνουμε αυτή τη φοβερή επιθυμία. Και αυτή η συνοριακή περιοχή του «πριν», της διαρκούς αναζήτησης και της έρευνας δίνει φτερούγισμα στη σκέψη μας και μάς γεμίζει με χαρά και μέθη.

Η δεύτερη συνοριακή περιοχή αφορά το “μετά”, την απόγευση της γνώσης. Και νιώθουμε την κατάκτηση των νέων ξέφωτων ως μια απόλυτη επιτυχία, ως μια ικανοποίηση που γεμίζει τη σκέψη μας και τη ζωή μας, ως χαρά που δίνει νόημα στην ύπαρξή μας, ως μια αναβαθμό για την κατάκτηση ενός διαρκώς καινούργιου ξέφωτου, ενός ξέφωτου που κάθε φορά φωτίζει περισσότερο ό,τι μας περιβάλλει, ό,τι είναι μέσα μας στον ενδότερο πυρήνα της ύπαρξής μας. Και αυτές οι δύο συνοριακές περιοχές της μάθησης – πριν και μετά – είναι αγκαλιά, συνυπάρχουν και συλλειτουργούν, η μια είναι κεφαλόβρυσο για την άλλη. Την ίδια στιγμή που νιώθεις τη χαρά της γνώσης και της μάθησης, την ίδια στιγμή νιώθεις και τη χαρά της έρευνας και της αναζήτησης και της διαρκώς καινούργιας γνώσης. Και είναι αυτό το παιχνίδι, φτερούγισμα ψυχής, παιχνίδι ζωής.

Αν το πρόσωπο ενός παιδιού που διαβάζει δεν φωτίζεται, σημαίνει ότι δεν μαθαίνει, ότι δεν ταξιδεύει σε θάλασσες μακρινές, αν το σώμα του ολόκληρο δεν αναπηδά, σημαίνει ότι δεν βρίσκεται στη χώρα της γνώσης. Και η αγχωτική συμπίεση των γονέων και του «κατασκευασμένου» περιβάλλοντος δεν αφήνει στα παιδιά και στους νέους να ταξιδέψουν στους δικούς τους κόσμους, να γευθούν τη χαρά των συνοριακών περιοχών της γνώσης και της μάθησης. Γιατί η γνώση δεν μπορεί να είναι προϊόν εξωτερικού καταναγκασμού αλλά επιθυμία πνεύματος, σκίρτημα ψυχής. Η γνώση δεν θέλει εξωτερική «πίεση». Η γνώση είναι ανάγκη εσωτερική, είναι η ίδια η ανάγκη της ύπαρξής μας. Η μάθηση δε θέλει επίστρωση με χαλίκι ή με τσιμέντο, θέλει όργωμα και καλλιέργεια εδάφους, θέλει ρίξιμο σπόρων. Οι σπόροι είναι της ζωής και της γνώσης οι αναπαραγωγοί. Και το ξεπέταγμα των βλαστών είναι υπόθεση των ίδιων των βλαστών, είναι υπόθεση της ίδιας της ζωής…