Ήρθε πάλι αυτή η εποχή της άνοιξης, με τα λουλούδια μας, τις πασχαλίτσες μας, τις κατασκευές μας και τον μεγάλο πονοκέφαλο της προετοιμασίας της σχολικής γιορτής. Γιατί αν βγάλεις το κομμάτι που μιλάμε στην τάξη για τα δρώμενα του 1821, την συγκίνηση και την υπερηφάνεια για την πατρίδα μας και τους προγόνους μας που πολέμησαν για την ελευθερία, τα χάρτινα τσολιαδάκια και τις Αμαλίες, μένει το άλλο το κομμάτι, εκείνο της προετοιμασίας της σχολικής γιορτής.

Στις γιορτές όλοι υποφέρουμε. Οι γονείς επειδή πρέπει να μάθουν το πολύ μεγάλο/ πολύ μικρό/ δύσκολο/ δυσνόητο/ όχι τόσο κατάλληλο/ πολύ παιδικό κ.ο.κ ποίημα που έδωσε ο/η εκπαιδευτικός στα παιδιά τους, οι εκπαιδευτικοί επειδή αναρωτιούνται μήπως το ποίημα που έδωσαν είναι πολύ μεγάλο/ πολύ μικρό/ δύσκολο/ δυσνόητο/ όχι τόσο κατάλληλο/ πολύ παιδικό κ.ο.κ και τα παιδιά επειδή πρέπει να το μάθουν!

Άγχος για το αν θα τραγουδήσουν καλά τα τραγούδια, άγχος για το αν χορέψουν σωστά, άγχος μην ξεχάσουν τα λόγια τους (αφού περάσει το άγχος για το αν τα μάθουν πρώτα).

Καθώς λοιπόν μιλάμε στην τάξη για το τι γιορτάζουμε την 25η Μαρτίου, πετάγεται ένας πιτσιρίκος,

-Κυρία, εμένα ο θείος μου μου είπε πως τον Αθανάσιο Διάκο δεν τον σουβλίσανε ακριβώς, αλλά κάτι άλλο μεγάλο κακό έγινε!

-Μάλιστα, και τι είναι ο θείος σου, καθηγητής Ιστορίας;

-Όχι, ηλεκτρολόγος.

-Ωραία, να πεις τον θείο σου πως αν θέλει να βοηθήσει το μάθημα, ας έρθει να μας διορθώσει το φως της αίθουσας και το cd player- (πάντα αναρωτιόμουν αν οι εξυπνάδες που μπορείς να πεις στα ανίψια σου σου έρχονται αφού γίνεις θείος ή αν προϋπήρχαν εκεί, στη άκρη του μυαλού σου από την αρχή. Περιμένω να δω τώρα που έγινα θεία, πότε θα τις ξεκινήσω εγώ).

Περνάνε οι μέρες, πρόβες κάθε μέρα, βρέξει -χιονίσει, λιακάδα ή όχι, εμείς ταμπουρωμένοι μέσα στην αίθουσα με τα παιδιά, στην αρχή με γλυκιές φωνούλες, μετά λίγο πιο δυνατές, τελευταία βδομάδα γκαρίζουμε όλοι, παιδιά- εκπαιδευτικοί, ξεχνάμε τα λόγια μας, τα βήματά μας, γελάμε, κλαίμε, κάνουμε αστεία κάθε φορά στην ίδια σκηνή, τόσο που στο τέλος φοβόμαστε μήπως ξεχαστούμε και τα κάνουμε και στην επίσημη γιορτή. Φορούμε παραδοσιακές στολές, τις πατάμε, τις ξηλώνουμε, τις ράβουμε, τις κονταίνουμε, τις φέρνουμε στα μέτρα μας ή στέκονται κακομοιριασμένες επάνω μας σαν σακιά από πατάτες, «την δανείστηκα, κυρία, από την αδερφή μου», «πόσο χρονών είναι;», «πάει τρίτη τώρα, τρία χρόνια με περνάει», δε βαριέσαι, θα την σουλουπώσουμε, για μια ώρα θα’ ναι, θα είμαστε εντάξει.

Και δώς του τα παραδοσιακά σκηνικά, τέμπερες σε χαρτιά του μέτρου, βάφουμε όλοι μικροί-μεγάλοι, το σκηνικό, τα ρούχα μας, τα μούτρα μας. Φέρε και λίγα επιπλάκια από τα παλιά του χωριού, τον αργαλειό της προγιαγιάς, ένα παλιό χαλάκι, «τσουλάκι» το λένε, ένα χαρτόκουτο να το κάνουμε για τζάκι- Γιαννάκη μην πειράζεις το μικρόφωνο, θα χαλάσει- φέρε και τις παλιές κουρτίνες να τις κρεμάσουμε στην σκηνή- Γιαννάκη μην πειράζεις τον αργαλειό, θα τρυπηθείς- ας βάλουμε και μερικά άνθη στο βάζο-δεν σας είπα να μην πειράζετε το βάζο με το νερό;; όχι, δεν το είπα; ε, σας το λέω τώρα! Και πάλι πρόβα από την αρχή, με τα σκηνικά, με τις παραδοσιακές στολές, με τα αστεία μας που γίνονται σοβαρά μόλις αγριέψει η δασκάλα, για πέντε-έξι λεπτά, μην φανταστείς, και μετά πάλι αστεία, παραφωνίες από τα παιδιά, λιποθυμίες από τους εκπαιδευτικούς.

Και κάπως έτσι φτάνει η ημέρα της γιορτής. Ντυμένη στην τρίχα εγώ, μαλλί κομμωτηρίου και βαμμένη (τα παιδιά έκαναν 3 λεπτά να με αναγνωρίσουν), «κυρία είσαι πολύ όμορφη», αλλά πριν προλάβω να ευχαριστήσω για το κοπλιμάν, «…αλλά είσαι και πολύ αστεία που έβαψες τα μάτια σου μπλε, σαν μια κούκλα κλόουν που έχω!» (για κάτι τέτοιες στιγμές έγινα νηπιαγωγός, να μην παίρνουν τα μυαλά μου αέρα). Ντυμένα κι αυτά με τις παραδοσιακές στολές, σωστά κουκλάκια, άγχος εγώ μην ξηλωθούν τα πρόχειρα στριφώματα, τα μικρά δεν μοιράζονται όμως αυτό το άγχος κι αλωνίζουν όλη την αίθουσα τρέχοντας, προκαλώντας μικρά εγκεφαλικά στις μητέρες αλλά και σε εμένα, που σκεφτόμαστε μην φάνε καμιά τούμπα και χαλάσουν τα ρούχα, και πώς θα βγουν στις φωτογραφίες μετά.

Επιτέλους, έκατσαν στα παγκάκια, τα μάζεψα τα κλωσσοπουλάκια μου, τι όμορφα που είναι, τα καμαρώνω λες και τα γέννησα εγώ, τα καμαρώνουν κι οι επισκέπτες αλλά κυρίως αυτοί που τα γέννησαν στ’ αλήθεια.

Αρχίζει η γιορτή, ανεβαίνουν στην σκηνή με χάρη, μπράβο, όπως τους έδειξα, ένα παραπατάει λίγο, ουφ, εντάξει, δεν έπεσε, κι όχι τίποτα θα πατούσε την κρητικιά βράκα που φορούσε και την είχε δεμένη η μάνα του με ένα χοντρό σχοινί πρόχειρα γιατί χάλασε το κούμπωμα τελευταία στιγμή. Διώχνω από το μυαλό μου την εικόνα της Βουγιουκλάκη, ντυμένη κρητικό κοπέλι, να μαζεύει την βράκα της μπροστά στον Καλογήρου που την γελούσε με εκείνο το «μπουαχαχα»- και σιγουρεύομαι ότι τα παιδιά έχουν παραταχθεί σωστά επάνω στην σκηνή. Ξεκινάμε με τραγούδια, μια χαρά μέχρι στιγμής, δίνω το σήμα να τραγουδούνε πιο δυνατά, εγώ από την άλλη ανοιγοκλείνω το στόμα σαν τον εγγαστρίμυθο, γιατί ο Θεός μου έδωσε πολλά χαρίσματα, αλλά της ωραίας φωνής όχι, και η σχολική επιτροπή δεν έχει χρήματα για καινούρια τζάμια. Πάει κι αυτό, σειρά έχουν τα ποιήματα.

Το κάθε ένα παιδί λέει το ποιηματάκι του σωστά, λίγο μπερδεύονται, εντάξει, σιγά το πράγμα, βοηθάω κι εγώ, φτάνουμε στον τελευταίο, τον πιο μικρό, τον πιο ντροπαλό. Ησυχία στο ακροατήριο, ησυχία και στην σκηνή. Ξεκινώ με τις δυο πρώτες λέξεις να τον βοηθήσω, τίποτα. Με κοιτά με κάτι μεγάλα καφετιά μάτια και σφίγγει τα χείλη του σα να παρακαλά να τον απαλλάξω. Τι έπαθε, σκέφτομαι, στις πρόβες το έλεγε. «Θα το πεις; Θέλεις;» , μου γνέφει όχι μόνο με τα μάτια του τα ικετευτικά. Εκείνη την στιγμή ακούγεται κάποιος από το ακροατήριο (μην είναι εκείνος ο θείος πάλι;), «πες το ποίημά σου, παιδάκι μου!». Γελάει ο κόσμος, αλλά ο μικρός σφίγγεται κι άλλο.

– Όχι, δεν θα το πει. Επειδή δεν θέλει, ακούω να λέει η φωνή μου μέσα από το δεύτερο μικρόφωνο. Ησυχία στην αίθουσα. Μάλλον τους τρόμαξα με τέτοια μπάσα φωνή σε θυμωμένο ντο.

Ο μικρός με κοιτά και χαμογελά. Μετά τα υπόλοιπα παιδιά. Ξέρουν πως όταν θυμώνω, δεν κρατιέμαι για πολύ σοβαρή. Χαμογελώ κι εγώ, «πάμε να τραγουδήσουμε;», «ναιαιαι!», φωνάζουν τα μικρά και τραγουδάμε το τελευταίο τραγούδι. Τραγουδάει κι ο μικρός κι αυτήν την φορά τραγουδώ κι εγώ στ’ αλήθεια. Δεν βαριέσαι. Εδώ ήρθαμε να περάσουμε καλά, δική μας είναι η γιορτή, ας πούμε κι ένα τραγούδι παραπάνω.

   Κατερίνα Πουρίδου