Ποιο είναι το παράπονο που ακούγεται πιο συχνά από τους μαθητές; «Οι καθηγητές δε μας καταλαβαίνουν». Πολλοί από μας στεναχωριόμαστε ακούγοντας αυτό το παράπονο και κάνουμε μεγάλη προσπάθεια να σταθούμε δίπλα τους και να δείξουμε την τόσο απαιτητικά επιζητούμενη «κατανόηση». Γινόμαστε «φίλοι» με τα παιδιά για να μη κατηγορηθούμε ότι «μένουμε ασυγκίνητοι από τις πραγματικές ανάγκες των μαθητών μας», χωρίς όμως αποτέλεσμα εφόσον το παράπονο μένει διαρκώς ενεργό. Όσο υπάρχουν μαθητές και δάσκαλοι.

Ας αφήσουμε τους μαθητές να φωνάζουν όσο θέλουν. Είναι καλύτερα (γι αυτούς) που δεν «τους καταλαβαίνουμε». Η «έλλειψη κατανόησης» τους οδηγεί στην ωρίμανση κάτι που είναι μέσα στα καθήκοντά μας. Τους μαθαίνουμε διάκριση (των γενεών), απόσταση (από το παρελθόν) και ενισχύουμε τη ατομικότητά τους.

Δεν υπάρχει σχέση (και η σχέση μαθητή-δασκάλου είναι από τις πιο σημαντικές στην ζωή μας) που να μη συνδυάζει αποδοχή και απαρέσκεια. Η δυσαρέσκεια των μαθητών απέναντι στους καθηγητές τους είναι συστατικό στοιχείο μιας υγιούς σχέσης, κι όχι ένδειξη δυσλειτουργίας της. Είναι προσφορά στην οικοδόμηση της προσωπικότητάς τους (και στην κοινωνία) το να «μην τους καταλαβαίνουμε». Πολλές φορές είναι τα ίδια τα παιδιά που προκαλούν με την «ακραία συμπεριφορά» τους την απόσταση που τους είναι αναγκαία.

Πώς οικοδομεί ο δάσκαλος την απόσταση αυτή; Μιλώντας. Με την ομιλία παρουσιάζει τον εαυτό του και τον κόσμο στα μάτια (στην ψυχή) του μαθητή, γιατί χρησιμοποιεί κάτι που δεν του ανήκει, αλλά ανήκει σε όλους: τη γλώσσα, δηλαδή τις αξίες και τις αναφορές της κοινωνίας και άρα την ίδια την κοινωνία.

Την απόσταση αυτή τα παιδιά δεν την ανέχονται. Επινοούν χίλιους τρόπους να μας απορροφήσουν, να μας οικειοποιηθούν, να υπάρχουμε μόνο για (το καθένα από) αυτά. (Σε όσους από μας έχουν υποστεί σκηνές ζηλοτυπίας στην τάξη καταλαβαίνουν καλά τι εννοώ). Μανιάζουν απέναντί μας όταν δεν το καταφέρνουν, ή όταν τους αγνοούμε ή τους αποπαίρνουμε. Από την άλλη μεριά, άλλοι μαθητές καλύπτουν την απόσταση με την επιθυμία που γεννιέται στην ψυχή τους να γίνουν «καλοί μαθητές». Διαβάζουν όχι για να μάθουν αλλά για να εισπράξουν την επιδοκιμασία μας. Όμως με τον τρόπο αυτό, μέρα με τη μέρα, εγκαθίσταται στην ψυχή τους μια κοινωνική νόρμα και αντικαθιστούν τα δικά τους «ψυχικά αντικείμενα» (ο δάσκαλος είναι δικός μου) με τα «κοινωνικά» (είναι ο δάσκαλός μας γιατί μας μαθαίνει γράμματα).

Πολλοί από μας δεν καταλαβαίνουμε αυτή την ανάγκη των παιδιών ή την καλύπτουμε πίσω από η δική μας ανάγκη για αποδοχή και κατανόηση. Προσπαθούμε να ήμαστε αγαπητοί και δημοφιλείς. Μήπως λοιπόν δεν πρέπει να ανησυχούμε τόσο πολύ αν οι μαθητές μάς σατιρίζουν ή μας κοροϊδεύουν (πίσω από την πλάτη μας), αλλά να το αποδεχόμαστε ως συστατικό στοιχείο της σχολικής ζωής; Άλλωστε, στα γραφεία των καθηγητών ή σε ιδιωτικές συζητήσεις, πόσες φορές δεν αναφέρονται ειρωνικά σχόλια για αυτά που κάνουν, λένε ή γράφουν οι μαθητές;