Η διαμόρφωση των μαθητοκεντρικών ψυχολογικών αρχών από την Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία το 1992 (αναθεώρηση το 1997), «χάραξε» τις κατευθυντήριες γραμμές προσέγγισης της μάθησης, βάσει των οποίων ο μαθητής πρέπει, με την καθοδήγηση του εκπαιδευτικού και, καταρχήν, ομαδοσυνεργατικά, να παράγει νοητικά τη γνώση και όχι απλώς να δέχεται έναν «καταιγισμό» πληροφοριών, τις οποίες, μάλιστα, δεν μπορεί να επεξεργαστεί και να μεταφέρει σε άλλα γνωστικά περιβάλλοντα.


Το υπόβαθρο των αρχών της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρείας έχει τις «ρίζες» του στις θεωρίες των Piaget και Vygotsky, οι οποίοι, και πρώτοι αυτοί, τόνισαν με έμφαση την κοινωνική φύση της μάθησης, ανατρέποντας παλαιότερες προσεγγίσεις της Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας περί του παιδιού ως tabula rasa, που στερείται βασικών δυνατοτήτων νοητικής ανάπτυξης (Συμπεριφοριστική σχολή παιδαγωγικής σκέψης και πράξης).
Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, της μετεξέλιξης της Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας κυριάρχησε η νοοκατασκευαστική θεώρηση της μάθησης, η οποία εμβαθύνει στους τρόπους με τους οποίους οι εκπαιδευτικοί μπορούν να διαμορφώσουν μαθησιακά περιβάλλοντα διαβαθμισμένης προσέγγισης της γνώσης. Έτσι, οι μαθητές, προκειμένου να εμπεδώσουν σύνθετες πληροφορίες, πρέπει, αρχικά, να τις ανακαλύψουν και, στη συνέχεια, να τις προσαρμόσουν στα ήδη αναλυόμενα γνωστικά αντικείμενα ή, λειτουργώντας αφαιρετικά, να τις μεταφέρουν σε νέα πλαίσια αναφοράς. Οι νοοκατασκευαστικές θεωρίες μάθησης, πρακτικά, μπορούν να πάρουν τις εξής διδακτικές μορφές:
Α) Επεξεργασία από πάνω προς τα κάτω: Στη συγκεκριμένη διδακτική προσέγγιση, οι μαθητές αντιμετωπίζουν εξαρχής σύνθετα θέματα – προβλήματα και, με την επίβλεψη του εκπαιδευτικού, οδηγούνται στο να ανακαλύψουν ή να συμπεράνουν τις απαιτούμενες δεξιότητες. Ο εκπαιδευτικός, για παράδειγμα, παροτρύνει τους μαθητές του να γράψουν ένα εξειδικευμένο κείμενο (π.χ. επιστολή) και, στη συνέχεια, παρέχοντας την κατάλληλη ανατροφοδότηση, τους βοηθά ν’ αποκτήσουν τις αναγκαίες ικανότητες γραφής αυτού του σύνθετου κειμένου.
Β) Ομαδοσυνεργατική μάθηση: Δίνεται έμφαση στην κοινωνική φύση της μάθησης, με τον έναν μαθητή να διατυπώνει τις σκέψεις του και να δίνει το έναυσμα στον επόμενο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, και με την καθοδήγηση του εκπαιδευτικού, προβάλλονται μοντέλα κατάλληλων τρόπων σκέψης και πράξης.
Γ) Ανακαλυπτική μάθηση: «Διδάσκουμε το γνωστικό αντικείμενο, όχι για να παράγουμε μικρές ζωντανές βιβλιοθήκες πάνω σ’ αυτό το αντικείμενο, αλλά για να κάνουμε τους μαθητές να σκεφτούν οι ίδιοι, να πραγματευτούν τα ζητήματα όπως κάνει ένας ιστορικός, να μετάσχουν στη διαδικασία κατάκτησης της γνώσης. Η γνώση είναι διαδικασία, όχι προϊόν» (Bruner, 1966, σ. 72). Πλεονεκτήματα: κινητοποιείται η αυτενέργεια των μαθητών, η κριτική τους σκέψη και η αντιμετώπιση προβλημάτων, μέσω της ανευρετικής διαδικασίας.
Δ. Αυτορρυθμιζόμενη μάθηση: Οι μαθητές γνωρίζουν τις δυνατότητές τους, πώς να τις χρησιμοποιούν, πότε να διαβάζουν εντατικά και πότε να χαλαρώνουν. Δίνουν έμφαση στην ουσιαστική μάθηση και στην ανάπτυξη στρατηγικών για να την προσεγγίσουν (μεταγνώση / μεταγνωστική ικανότητα / μεταγνωστικές δεξιότητες).
Ε. Φθίνουσα υποστήριξη της μάθησης (σκαλωσιά / scaffolding): Συνιστά μια γνωστική διαδικασία, που, τελικά, οδηγεί στην ανεξαρτησία της μάθησης. Σ’ αυτήν τη μορφή υποβοηθούμενης μάθησης (Vygotsky, 1978), ο εκπαιδευτικός, σταδιακά και ελεγχόμενα, μειώνει την ένταση της παρεχόμενης βοήθειας προς τους μαθητές του, ώστε, κάποια στιγμή, να μπορούν να λειτουργήσουν αυτόνομα και υπεύθυνα.
Χρυσουδάκης Γιώργος  Φιλόλογος –  Ακαδημαϊκός Υπεύθυνος Ν. Γλώσσας στον Εκπαιδευτικό Όμιλο «Πουκαμισάς»
Διευθυντής Σπουδών στη Μονάδα: «Πουκαμισάς» Αγίου Δημητρίου.