Τα παιδιά που περνάνε περισσότερο χρόνο σε μη δομημένες δραστηριότητες- όπως π.χ παίζοντας έξω από το σπίτι, διαβάζοντας βιβλία, πηγαίνοντας περιπάτους- είναι πιο ικανά να θέσουν τους προσωπικούς τους στόχους και να αναλάβουν δράση προκειμένου να επιτύχουν αυτούς τους στόχους χωρίς ώθηση από του γονείς τους, σύμφωνα με μια νέα έρευνα του Πανεπιστημίου του Μπόλντερ στο Κολοράντο.

Η έρευνα η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό , ανακάλυψε επίσης ότι τα παιδιά που συμμετέχουν σε πιο δομημένες και οργανωμένες δραστηριότητες – όπως μαθήματα ποδοσφαίρου, πιάνου και διάβασμα για το σχολείο- επέδειξαν πιο φτωχή αυτορυθμιζόμενη εκτελεστική λειτουργικότητα η οποία αποτελεί ένα μέτρο της ικανότητας να θέσει κανείς στόχους και να τους επιτύχει ανεξάρτητα, χωρίς βοήθεια ή ενίσχυση.

«Η εκτελεστική λειτουργικότητα είναι εξαιρετικά σημαντική για τα παιδιά» είπε η Καθηγήτρια του πανεπιστημίου Boulder Colorado στους τομείς της ψυχολογίας και νευροεπιστήμης και βασική συγγραφέας της έρευνας Yuko Munakata. «Τα βοηθάει με κάθε πιθανό τρόπο κατά τη διάρκεια της καθημερινότητάς τους, από το να αλλάζουν δραστηριότητες με ευκολία χωρίς να κολλάνε σε μία δραστηριότητα και μόνο μέχρι να ελέγχουν τον εαυτό τους προκειμένου να μη φωνάζουν όταν είναι θυμωμένα και μέχρι να μπορούν να αναβάλλουν την ικανοποίηση. Η εκτελεστική λειτουργικότητα κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, επίσης, μπορεί να αποτελέσει δείκτη πρόβλεψης σημαντικών ζητημάτων, π.χ των ακαδημαϊκών επιδόσεων, της υγείας, της ευημερίας και της εγκληματικότητας για χρόνια ή και δεκαετίες αργότερα.»

Η έρευνα είναι μια από τις πρώτες που προσπαθούν να καταπιαστούν επιστημονικά με το πώς μια αύξηση των οργανωμένων δραστηριοτήτων μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο που αναπτύσσεται ο παιδικός εγκέφαλος.

Η Munakata είπε ότι μια διαμάχη για τη φιλοσοφία της γονεϊκότητας —με πολύ αυστηρούς γονείς από τη μία και αρκετά πιο ελαστικούς από την άλλη- έχει κάνει αισθητή την παρουσία της στα διάφορα μέσα και στα blogs γονεϊκότητας τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, υπάρχουν λίγα επιστημονικά στοιχεία που να υποστηρίζουν τους ισχυρισμούς της μίας ή της άλλης πλευράς.

Η Jane Barker, διδακτορική φοιτήτρια στο CU-Boulder, συνεργάτιδα της Munakata και βασική συγγραφέας της έρευνας είπε «Αυτές είναι κοινωνικά σημαντικές ερωτήσεις οι οποίες προκύπτουν συχνά σε κοινωνικούς σχολιασμούς και ανεπίσημες συζητήσεις ανάμεσα σε γονείς. Συνεπώς, είναι αναγκαίο να κατευθύνουμε την έρευνά μας σε αυτήν την περιοχή ακόμα και αν τα ερωτήματα είναι μπερδεμένα και δύσκολο να διερευνηθούν.»

Για την έρευνα, οι γονείς 70 παιδιών 6 ετών κατέγραψαν τις καθημερινές δραστηριότητες των παιδιών τους για μια εβδομάδα. Οι επιστήμονες μετά κατηγοριοποίησαν αυτές τις δραστηριότητες ως δομημένες ή λιγότερο δομημένες, βασιζόμενες/οι σε υπάρχουσες ταξινομήσεις χρήσης του χρόνου που έχουν χρησιμοποιηθεί ήδη στην επιστημονική κοινότητα από οικονομολόγους.

«Αυτές ήταν οι καλύτερες και οι πιο αυστηρές ταξινομήσεις που μπορέσαμε να βρούμε» είπε η Barker. «Δεν αποδίδουν πλήρως τον βαθμό οργάνωσης της κάθε δραστηριότητας αλλά ήταν το καλύτερο σημείο εκκίνησης καθώς θέλανε να συνδέσουμε αυτήν την έρευνα με προηγούμενες εργασίες.»

Σε αυτό το σύστημα ταξινόμησης οι οργανωμένες δραστηριότητες περιλαμβάνουν εργασίες σπιτιού, μαθήματα σωματικής άσκησης, μαθήματα γενικά και θρησκευτικές δραστηριότητες. Οι λιγότερο οργανωμένες δραστηριότητες περιλαμβάνουν ελεύθερο παιχνίδι μεμονωμένα ή με άλλα παιδιά, κοινωνικές εξόδους, περιήγηση σε αξιοθέατα, διάβασμα και χρόνο που αφιερώνεται στα διάφορα μέσα. Οι δραστηριότητες που δεν μέτρησαν για καμία κατηγορία είναι ο ύπνος, το φαγητό, το σχολείο και οι μετακινήσεις.

Τα παιδιά αξιολογήθηκαν επίσης στην εκτελεστική λειτουργικότητα μέσω ενός κοινά χρησιμοποιημένου τεστ λεκτικής δεξιότητας.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι όσο περισσότερο χρόνο αφιέρωναν τα παιδιά σε λιγότερο οργανωμένες δραστηριότητες τόσο καλύτερη ήταν η εκτελεστική λειτουργικότητα. Το αντίθετο συνέβαινε με τις πιο οργανωμένες δραστηριότητες.

Εξαιτίας του γεγονότος ότι κάποιες κατηγορίες μπορεί να μην αντανακλούν τον πραγματικό βαθμό οργάνωσης μιας δραστηριότητας, οι ερευνήτριες και οι ερευνητές έκαναν κάποιους επιπλέον υπολογισμούς αφού αφαίρεσαν τις κατηγορίες που ήταν αμφισβητήσιμες. Σε κάθε περίπτωση τα αποτελέσματα ήταν και πάλι τα ίδια.

«Η έρευνα δεν είναι τέλεια αλλά είναι ένα πρώτο βήμα» είπε η Munakata. «Τα αποτελέσματά μας είναι ενδεικτικά και ενδιαφέροντα. Τώρα θα δούμε αν θα διατηρηθούν αν συνεχίσουμε με περισσότερες πληροφορίες.»

Οι ερευνήτριες και οι ερευνητές δίνουν έμφαση στο γεγονός ότι τα αποτελέσματά τους δείχνουν μια σύνδεση μεταξύ της χρήσης του χρόνου και της εκτελεστικής λειτουργικότητας, αλλά, δεν αποδεικνύουν ότι η αλλαγή στην εκτελεστική λειτουργικότητα προκλήθηκε από το ποσό του οργανωμένου ή μη οργανωμένου χρόνου. Η ομάδα ήδη σκέφτεται να διενεργήσει μια μακροχρόνια έρευνα η οποία θα παρακολουθούσε τους συμμετέχοντες στο πέρασμα του χρόνου προκειμένου να απαντήσουν στο ερώτημα της αιτίας.

Οι υπόλοιποι συγγραφείς της έρευνας είναι οι : Andrei Semenov, Laura Michaelson Lindsay Provan, από το CU-Boulder και η Hannah Snyder, από το Πανεπιστήμιο του Denver. Η έρευνα χρηματοδοτήθηκε από το Εθνικό Ινστιτούτο Παιδικής Υγείας και Ανθρώπινης Ανάπτυξης.

colorado.edu