Του Νίκου Τσούλια

      Το εν λόγω θέμα μας αποτελεί ένα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα της εκπαίδευσης και ο λόγος είναι ουσιώδης και απλός. Η εκπαίδευση εκ της «καταστατικής της πράξης» αποσκοπεί στη μετάδοση των γνώσεων και στη μεταβίβαση της πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά παράλληλα επιδιώκει αφενός την προαγωγή ενός ουμανιστικού αξιακού πεδίου και αφετέρου τη διαμόρφωση ολοκληρωμένης προσωπικότητας για κάθε παιδί που σημαίνει – εκτός των άλλων – και τη δυνατότητα των εκπαιδευομένων να σκέπτονται ορθολογικά.

Η ανάγκη καλλιέργειας του ορθολογισμού είναι παντού παρούσα μέσα σε μια σύγχρονη κοινωνία. Το όλο πολιτισμικό «παράδειγμα» στα κοσμικές τουλάχιστον κοινωνίες, οι κοινωνικοί θεσμοί και η καθημερινή λειτουργία μας δεν μπορούν παρά να συμβαδίζουν με την ορθολογική κουλτούρα, γιατί μόνο με αυτή διαμορφώνεται ένα δημιουργικό μέλλον και η εξέλιξη της ιστορίας βαδίζει σε δρόμους προόδου.

Δεν μπορεί λοιπόν σε καμιά περίπτωση το σχολείο να λείπει από την πρωταρχική λειτουργία της κοινωνίας. Η καλλιέργεια της λογικής ως συστατικού στοιχείου της ανθρώπινης και της κοινωνικής λειτουργίας συνδέεται άρρηκτα με τη δημιουργία μιας αγωνιστικής αντίληψης της ζωής. Στην οργανωμένη προσπάθεια που κάνει το σχολείο για να διευρύνει τη γνώση των μαθητών / μαθητριών (πρέπει να) έχει ως βασικό εργαλείο την κριτική σκέψη – που είναι το κατεξοχήν χαρακτηριστικό σημείο της λογικής – και όχι την απομνημόνευση, γιατί μόνο έτσι η μάθηση προσφύεται ισχυρά στη συνείδηση, μετασχηματίζει διαρκώς το μορφωτικό στερέωμα και προκαλεί την ακόρεστη δίψα για συνεχή μάθηση.

Βέβαια η καλλιέργεια του ορθολογισμού χρειάζεται να ξεκινά από τα πρώτα μορφωτικά βήματα των παιδιών και να ενσταλάζεται σταδιακά από την περίοδο όπου κυριαρχεί η λειτουργία των παραμυθιών και του παιχνιδιού. Το παιδί εισάγεται στη ζωή με τη διαρκή ερμηνεία των γεγονότων, με τη συστηματική πρόσβαση στην αιτιότητα των πραγμάτων. Η πανίσχυρη περιέργειά του και τα ατέλειωτα ερωτήματά του ως προς τις άπειρες πτυχές του Κόσμου συνδέ0νται με τη θέλησή του να κατανοεί την πραγματικότητα και να κατακτά τις αναβαθμίδες της ετερογνωσίας και της αυτογνωσίας. Ο ρόλος των γονέων είναι κρίσιμος και καθοριστικός για τη δημιουργία των πρώτων ερεισμάτων του ορθολογισμού. Το πεδίο της καλλιέργειας της λογικής είναι απέραντο και απαιτεί συστηματική προσπάθεια. Η ανάπτυξη της λογικής δεν έρχεται παράλληλα με τη βιολογική ανάπτυξη, αλλά εκπηγάζει από την ευρεία κοινωνική μας λειτουργία και από τη συγκροτημένη αγωνία των ανθρώπων για να βελτιώνουν διαρκώς τη ζωή τους.

Στην καλλιέργεια του ορθολογισμού υπάρχουν και μερικά «αγκάθια», τα οποία συχνά διογκώνονται για συγκεκριμένους λόγους. α) Η λογική πρέπει να υποτάσσει το συναίσθημα και την απέραντη ποικιλία των εκφράσεών του; Προφανώς η πνευματική λειτουργία του ανθρώπου είναι ενιαία˙ απλώς ο γλωσσικός μας κώδικας εισάγει τους επιμερισμούς της για να μελετηθεί καλύτερα. Σαφώς και τα συναισθήματα είναι πηγή χαράς, στοχασμού και ευτυχίας και η παρουσία τους είναι το «άλας της ζωής μας». Αλλά σε άλλες περιπτώσεις μπορούν να οδηγούν σε μαύρη απογοήτευση, σε ψυχικές νευρώσεις, σε βία, σε καταστροφή και σε δυστυχία. Η όποια εκλογίκευσή τους, ως εκ τούτου, είναι ανοιχτό ζήτημα που θα κρίνεται κατά περίπτωση, χωρίς να υπάρχει καμιά αναγκαιότητα να εξαχθεί γενικός κανόνας.

β) Ποια θα είναι η σχέση του ορθολογισμού με τη μεταφυσική; Σαφώς και εδώ δεν μπορούμε να μιλάμε για προσδιορισμένα με απόλυτο τρόπο όρια μεταξύ ορθολογισμού και μεταφυσικής, αφού ο ορθός λόγος μπορεί να επεκτείνεται σε μια βάση προβληματισμού, απορίας, ενδεχομενικότητας και ανοιχτού στοχασμού. Ο ορθολογισμός δεν ισχυρίζεται ούτε θα ισχυριστεί ποτέ ότι δίνει απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα που τίθενται στην ίδια τη σκέψη του ανθρώπου. Κάτι τέτοιο θα ήταν και …ανορθολογικό, αφού η λογική γνωρίζει ότι πάντα θα υπάρχουν ανερμήνευτα ζητήματα και ότι θα προκύπτουν στο διάβα του χρόνου όλο και περισσότερα – ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η γνώση του ανθρώπου διογκώνεται εκθετικά – και αυτό γιατί η ίδια η εξέλιξη του φαινομένου της ζωής, του Κόσμου και της φύσης αλλά και πρωτίστως και του ίδιου του ανθρώπου μετασχηματίζει το όλο σκηνικό του «είναι». Και όχι μόνο αυτό, αλλά ακόμα και αν ήταν στη δυνατότητα του ανθρώπου να επιλέξει μεταξύ της ύπαρξης ανοιχτών και ανερμήνευτων ζητημάτων και της άγνοιας ή όχι, σαφώς και η επιλογή θα ήταν στο πρώτο σκέλος της διάζευξης. Μπορεί κάποιος να αναλογιστεί οποία ερημιά θα περίμενε τον άνθρωπο αν είχε οριστικές απαντήσεις για όλα τα ζητήματα που τον αφορούν.

γ) Πώς αντιμετωπίζει ο ορθολογισμός το θέμα της υπερβατικής σκέψης, της θρησκείας και της πίστης; Και εδώ ο ορθολογισμός «απαντά» με το έργο του, με όλα τα δημιουργήματά του, με τον πολιτισμό του, με την πνευματικότητά του, με το αξιακό του πεδίο. Ο ορθολογισμός προάγει πριν απ’ όλα την ελευθερία της σκέψης, της ανοιχτής σκέψης, γιατί πηγή του και δύναμή του είναι η ίδια η ελεύθερη σκέψη. Αυτή είναι η μεγάλη κατάκτηση της ανθρώπινης φύσης. Ποτέ δεν φυλάκισε, δεν βασάνισε, δεν απαξίωσε κάποιον που δεν υιοθετούσε τα πορίσματά του˙ άλλοι βαρύνονται στην ιστορία με αποτρόπαια εγκλήματα κατά του “ανθρώπου” στο όνομα των «δογμάτων». Δεν λιθοβολεί καμιά έκφραση της σκέψης. Καλεί όλες τις εκφράσεις της νόησής μας να αντιπαρατίθενται γόνιμα και δημιουργικά στα πεδία της «ανοιχτής κοινωνίας» με κύριο σκοπό την προαγωγή του ανθρωπισμού, τη χειραφέτηση των ανθρώπων και την ίδια την ελευθερία του πνεύματος.

Αλλά αυτά δεν συνιστούν το “γενέθλιο τόπο”, την ιδέα και τη θεμελίωση της μόρφωσης και της παιδείας; Ως εκ τούτου το σχολείο οφείλει να μη “χάνεται” στα επιμέρους γνωστικά αντικείμενα, αλλά με τη διδασκαλία του και την αγωγή του να καλλιεργεί τη σκέψη του ανθρώπου, γιατί μέσα από την καλλιέργεια της σκέψης πάντα θα αναζητά το νόημα της ζωής του.