Μια από τις μεγάλες προκλήσεις της Διδασκαλίας – που τίθεται κάθε φορά στον εκπαιδευτικό – είναι το πώς θα μετασχηματίσει το ευρύ πεδίο των αβεβαιοτήτων της σε γόνιμο έδαφος έρευνας και δημιουργικότητας, πρωτοβουλιών και καινοτομιών.

ΤουΝίκου Τσούλια

Η διδασκαλία έχει «αριχιμήδεια σημεία» αλλά και πολλές μεταβλητές, που καλούν τον εκπαιδευτικό να αυτοσχεδιάζει και να βρίσκει πάντα νέους δρόμους έκφρασης. Και είναι αυτό το πεδίο της πρόκλησης μια από τις πηγές της ομορφιάς της και της μοναδικής γοητείας της…
Ο εκπαιδευτικός σε κάθε ώρα διδασκαλίας πρέπει να είναι εφευρετικός, να μην είναι «δεδομένος» στην όποια προσμονή των μαθητών γεμάτος με στερεότυπα και πάγιες τεχνικές, να επινοεί καινούργια ευρήματα πλάι στα παλιά, να είναι εν μέρει απρόβλεπτος, να ξαφνιάζει τους μαθητές του και να ανατρέπει την όποια εικόνα αναμονής έχουν ήδη αυτοί δημιουργήσει. Να ανοίγει νέους δρόμους στην «εισαγωγή» του μαθήματός του παίρνοντας αφετηριακά σημεία είτε από τον κόσμο των παιδιών είτε από την ανήσυχη επικαιρότητα, να έχει κάνει την αίθουσα διδασκαλίας ζωντανό πεδίο συνδεδεμένο με τη ζωή και την πραγματικότητα και να αναθεωρεί την κρατούσα εικόνα του σχολείου ως περίκλειστου και απομονωμένου ως προς την κοινωνία χώρου.
Ο τρόπος διδασκαλίας αντανακλά σε κάθε περίπτωση τηναίσθηση ζωήςπου έχει ο εκπαιδευτικός και μορφοποιεί συστατικά στοιχεία της προσωπικότητάς του και του χαρακτήρα του! Κάθε μαθητής που βρίσκεται «απέναντί του», τον διερευνά από τον τρόπο που συμπεριφέρεται μέχρι και την εμφάνισή του, κάνει υποθέσεις ακόμα και για τις πιο απίθανες πτυχές της ζωής του και της κοσμοθεωρίας του. Ο μαθητής γνωρίζει ή διαισθάνεται πολλά περισσότερα πράγματα από ό,τι νομίζει ο εκπαιδευτικός˙ όπως ισχύει φυσικά και το αντίστροφο. Η καθημερινή επαφή και η ίδια η πολύπτυχη λειτουργία της αίθουσας αποκαλύπτουν πολλές φαινομενικά αθέατες όψεις εκπαιδευτικού και μαθητών στην «άλλη πλευρά».
Η γλώσσα της διδασκαλίας δεν μπορεί να είναιεπίπεδη. Τα σχήματά της – «γλώσσες φωτιάς» – παίζουν διαρκώς με τις αναζητήσεις του λόγου του εκπαιδευτικού αλλά και με τη γλωσσική κινητικότητα των μαθητών. Άλλοτε είναι αυστηρή και απόλυτη ιδιαίτερα στην επιστημονική της ορολογία, άλλοτε λογοτεχνική και γλαφυρή με άπειρες αποχρώσεις εικόνων και παραστάσεων, άλλοτε με βαθύ στοχασμό και διεισδυτική θεώρηση κινούμενη στις ακρώρειές της, άλλοτε με κορυφώσεις και εντάσεις, με σκιρτήματα και εμπνεύσεις ή με νηνεμίες και γαληνέματα, με ερωτήματα και σιωπές. Στο ούτως ή άλλως και με θεατρικά στοιχεία καμωμένο σκηνικό της σχολικής αίθουσας, η γλώσσα με τις πολλαπλές νοηματικές και φωνητικές αποχρώσεις της και την άπειρη εκφραστική της δεινότητα καλείται να κερδίσει την ψυχή των μαθητών συναντώντας πάντα τα δικά τους γλωσσικά σχήματα και νοήματα.
Ο εκπαιδευτικός πρέπει να κερδίζει τους μαθητές, να τον αγαπήσουν ή έστω να τον συμπαθήσουν, και αυτό όχι απλά και μόνο ως προϋπόθεση της διδασκαλίας αλλά και ως ψυχική ανάγκη του ίδιου του εκπαιδευτικού. Όταν ο εκπαιδευτικός νιώθει αυτή την αγάπη, την προσλαμβάνει σα μικρό παιδί είτε γιατί είναι βασικό στοιχείο της αυτοαξιολόγησής τους είτε γιατί είναι απλά και μόνο ανθρώπινη ανάγκη – άλλωστε με αυτό τον τρόπο επιβεβαιώνεται η αξία του ίσως και ο εγωισμός του. Η διδασκαλία εμπεριέχει συναίσθημα. Και πρέπει ο διδάσκων να έχει πάντα στο νου του τη θεώρηση του Μαρσέλ του Προυστ ότι «οι πιο σημαντικές αλήθειες όσον αφορά την ανθρώπινη ψυχολογία δεν μπορούν να κοινωνούνται ή να συλλαμβάνονται με διανοητική δραστηριότητα και μόνο: τα ισχυρά συναισθήματα διαδραματίζουν έναν σημαντικό γνωστικό ρόλο που δεν ανάγεται πουθενά».
Αν ο μαθητής δεν συμπαθεί τον εκπαιδευτικό ή, ακόμα χειρότερα, τον αντιπαθεί, τότε αυτή η αντιπάθεια μεταφέρεται και στο συγκεκριμένο μάθημα της διδασκαλίας του αλλά και φράσσει ουσιαστικά την όλη τελετουργία της μάθησης, που είναι μάλλον μια υπόθεση χαμένη… Δύσκολα θα βρούμε μαθητή που να μην έχει αντιπαθήσει, δικαιολογημένα ή και αδικαιολόγητα, έναν εκπαιδευτικό και αυτό το αίσθημα του μένει ακέραιο στο παλίμψηστο της μνήμης των σχολικών χρόνων. Ακόμα πιο δύσκολα θα βρούμε μαθητή που δεν έχει λατρέψει κάποιο εκπαιδευτικό είτε γιατί τον συνεπήρε με την όλη του παιδαγωγική στάση και συμπεριφορά είτε γιατί τον επηρέασε καθοριστικά στη ζωή του. Για να κερδηθεί ο κάθε μαθητής, οφείλει ο εκπαιδευτικός να βρει ευκαιρίες μέσα από τις οποίες θα τον ενθαρρύνει και θα του τονίζει θετικές πλευρές του είτε στη μάθησή του είτε στη συνολικότερη έκφρασή του και συμμετοχή του σε μια παράλληλη – πέραν εκείνης της κύριας – λειτουργία του σχολείου στον αθλητισμό, στη μουσική, στο θέατρο κλπ. Αλλά το μεγάλο γι’ αυτόν στοίχημα είναι να κάνει τη διδασκαλία του ταυτόχρονα επιστήμη και τέχνη, για να μπορεί να συναντάει την ψυχή των μαθητών κάθε στιγμή που ο λόγος του και το βλέμμα του είναι απέναντι από αυτούς…
Υπάρχει ένα μοναδικό “χρίσμα” στη διδασκαλία. Από το πιο ταπεινό της “σκίρτημα” – την εκμάθηση του συλλαβισμού στο μικρό παιδί – μέχρι τις μεγάλες στιγμές της έμπνευσής της και της έκστασής της – την προαγωγή της αγάπης για τη ζωή και της πίστης στον άνθρωπο στους κόλπους της ανήσυχης εφηβείας – εκδιπλώνονται άπειρες πτυχώσεις της πιο ιερής λειτουργίας του πολιτισμού: του εξανθρωπισμού και της πνευματικής ελευθερίας!