Γράφει ο Δημήτρης Κ. Τυραϊδής*

Ήταν στο μέσον της δεκαετίας του 1950, τότε που ο ήλιος της ελευθερίας άπλωνε τις θερμές ακτίνες του πάνω από τη χώρα μας, διαλύοντας σιγά – σιγά τους καπνούς από τα αποκαΐδια που άφησαν φεύγοντας οι βάρβαροι κατακτητές, οι Γερμανοί, αλλά και τους καπνούς από τα αποκαΐδια και τις φωτιές του εμφύλιου σπαραγμού. Τότε που οι κάτοικοι των χωριών και των πόλεων προσπαθούσαν να βρουν και πάλι το κουράγιο τους αρχίζοντας από την αρχή να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για μια καλύτερη γιομάτη όνειρα ζωή.

Τότε, κάπου σ’ ένα απομακρυσμένο χωριό, ορεινό, στην καρδιά της ιδιαίτερής μου πατρίδας γράφτηκε η μικρή κι απίστευτη ιστορία ενός μικρού αγοριού και συγκεκριμένα ένας διάλογος μεταξύ του μικρού αγοριού και της μητέρας του που τυπώθηκε με ανεξίτηλα γράμματα στα φύλλα της καρδιάς του και που δεν έσβησε ποτέ. Όταν ξυπόλητος ο ήρωας της σημερινής μας ιστορίας, πήγε για πρώτη φορά στο σχολείο χαρούμενος όπως ήταν τις πρώτες μέρες και γιομάτος ζωή, η σκληρή πραγματικότητα και ο διάλογος όπως προαναφέρω με την μητέρα του κάποια μέρα, έκανε το μικρό παιδί μελαγχολικό, αδιάφορο και παράξενο. Με δυο λόγια έπαψε να κάνει όνειρα όπως έκανε πρώτα κι όπως έκαναν τα άλλα παιδιά της ηλικίας του. Στις ερωτήσεις των συμμαθητών του και του δασκάλου του, τι ήθελε να γίνει όταν πια θα μεγάλωνε, μετά το διάλογο με την μητέρα του, απέφευγε ν’ απαντήσει. Έφευγε δε με σκυμμένο το κεφάλι ενώ πολλές φορές τα δάκρυα από τα μάτια του έτρεχαν σαν βροχή, μουσκεύοντας το χώμα ασταμάτητα για πολύ ώρα. Το παράξενο ήταν ότι ενώ ήταν πολύ καλός μαθητής και αποστήθιζε με ευκολία ότι έλεγε ο δάσκαλος από την παράδοση, όταν του έλεγε ο δάσκαλος του να πει μάθημα εκείνος δεν ανταποκρινότανε όπως έκανε στην αρχή. Τ’ αποτελέσματα δε της όλης του συμπεριφοράς πολλές φορές ήταν πολύ επώδυνα, πότε έτρωγε ξύλο με το χάρακα από το δάσκαλό του και πότε το έβαζε τιμωρία λες και αποζητούσε μόνος του την όποια τιμωρία του.

 

Με αυτή την παράξενη συμπεριφορά πέρασε τις πρώτες τάξεις στο σχολείο, την πρώτη, τη δευτέρα και την τρίτη.

 

Τώρα στις αρχές της τετάρτης τάξης, αν θυμάμαι καλά, όταν ο δάσκαλος έλεγε στους μαθητές του να γράψουν έκθεση δίνοντάς τους διάφορα θέματα π.χ. ήρθε η άνοιξη κ.α.π. θέματα, ο μικρός μαθητής πάντα αποσπούσε τον θαυμασμό και του δασκάλου του και των συμμαθητών του. Ήταν τόσο πολύ καλός στην ανάπτυξη του θέματος που πολλές φορές ο δάσκαλός του απορούσε τόσο πολύ, που έλεγε ότι δεν ήταν δικά του αυτά που έγραφε αλλά από κάπου τα είχε αντιγράψει.

Ο μικρός μαθητής βέβαια δεν έλεγε απολύτως τίποτα, γιατί γνώριζε πως ότι κι αν έλεγε δεν θα τον πίστευαν. Έτσι άφηνε το δάσκαλο του να πιστεύει ότι πράγματι είχε αντιγράψει το όποιο θέμα της εκθέσεως. Έτσι πέρασε και την τετάρτη τάξη με βαθμό στο ενδεικτικό σχεδόν πέντε. Στις αρχές της έκτης δημοτικού, ο πρώτος δάσκαλος πήρε μετάθεση και στη θέση του ήρθε κάποιος άλλος. Δεν άργησε όμως να διαπιστώσει ότι ο εν λόγω μαθητής του ήταν διαφορετικό παιδί. Δεν είπε τίποτα όμως και εφάρμοσε ένα σχέδιο σαν πείραμα να διαπιστώσει τι ήταν εκείνο που βασάνιζε το μικρό μαθητή, εκτός από το να ρωτήσει τους γονιούς του παιδιού, το παρακολουθούσε ο ίδιος. Κατέγραφε τις όποιες πράξεις του, όμως το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο.

Δεν μπορούσε να βρει τι ήταν εκείνο που ενώ ήταν καλός μαθητής έδειχνε το αντίθετο. Οι γονείς του παιδιού το έβλεπαν το παιδί ενώ ήταν πανέξυπνο, προσποιούταν ακριβώς το αντίθετο. Όταν πήγαιναν εκδρομή έξω στους αγρούς ενώ τ’ άλλα παιδιά έπαιζαν διάφορα παιχνίδια όπως το κρυφτό, το κυνηγητό κ.α.π. εκείνος πήγαινε, εύρισκε κάποια μυρμηγκοφωλιά και κοιτούσε πως συμπεριφερόταν τα μυρμήγκια ή πως οι μέλισσες και τα διάφορα έντομα πετούσαν από λουλούδι σε λουλούδι. Με δυο λόγια η συμπεριφορά του δεν έμοιαζε με την συμπεριφορά των άλλων παιδιών. Τέλος ο δάσκαλος εφόσον δεν μπορούσε να δώσει κάποια εξήγηση στην όλη του συμπεριφορά, έπαψε ν’ ασχολείται με τον μικρό. Άλλωστε δεν πείραζε και κανέναν. Κακό δεν είχε κάνει σε κανένα παιδί, κι εφόσον δεν εύρισκε κάτι το κακό ο δάσκαλος σταμάτησε πια να τον παρακολουθεί. Μια μέρα, ο δάσκαλος είπε στα παιδιά της έκτης τάξης που σ’ αυτήν ήταν και ο παράξενος μαθητής, ο ήρωας της σημερινής μας ιστορίας να γράψουν έκθεση με θέμα «τι σκέφτομαι να γίνω». Όταν όμως πήρε το τετράδιο της εκθέσεως του μαθητή είδε ότι ήταν τελείως λευκή η σελίδα. Είχε γραμμένο το θέμα πάνω στην αρχή, αλλά τίποτα άλλο γραμμένο. Ευνόητο ήταν ο δάσκαλος περισσότερο περίεργος παρά εκνευρισμένος στο διάλειμμα κάλεσε τον μαθητή και τον ρώτησε γιατί το έκανε αυτό ενώ ήξερε ότι ήταν πάρα πολύ καλός στις εκθέσεις. Και τότε έγινε το παρακάτω απίστευτο σκηνικό. Ο μαθητής κοίταξε το δάσκαλο στα μάτια και του είπε ξερά κοφτά: «Δεν έχω το δικαίωμα να κάνω όνειρα κύριε», κι αμέσως δάκρυσε και δεν είπε τίποτα άλλο. Ο δάσκαλος βέβαια προσπάθησε να μάθει τη σημαίνουν αυτά τα λόγια αλλά παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που κατέβαλε δεν πήρε καμία απολύτως απάντηση. Τέλος, όταν τελείωσε και κείνη η σχολική χρονιά, ο μεν δάσκαλος έφυγε με πολλά ερωτηματικά όσον αφορούσε το μικρό μαθητή ο δε μαθητής δεν συνέχισε τις σπουδές του, δηλαδή δεν πήγε στο γυμνάσιο, όχι γιατί δεν το ήθελε αλλά γιατί δεν του το επέτρεψαν οι γονείς του.

Έτσι πέρασαν αρκετά χρόνια ώσπου μια μέρα δάσκαλος και μαθητής συναντήθηκαν στην πρωτεύουσα του νομού. Στη συνέχεια κάθισαν στο πρώτο καφενείο που βρήκαν μπροστά τους και είπαν πολλά. Τότε ο δάσκαλος του ζήτησε και πάλι να του πει τι σήμαιναν τα λόγια που του είχε πει, δηλαδή ότι δεν έχει το δικαίωμα να κάνει όνειρα.

Στο ερώτημα αυτό ο μαθητής δάκρυσε, κι εφόσον σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια του, του είπε σιγανά αλλά πολύ σταθερά: «δάσκαλε, ήταν μια μέρα πολύ βροχερή, εγώ πήγαινα τότε στην πρώτη δημοτικού και προσπαθούσα να γράψω κάτι που μου είχε πει να γράψω ο πρώτος μου δάσκαλος και δυσκολευόμουνα πολύ και για πολύ ώρα». Και συνέχισε: «όταν κάποια στιγμή επιτέλους τα κατάφερα χαρούμενος και γελαστός έτρεξα στη μητέρα μου κρατώντας το τετράδιο στα χέρια μου να της δείξω πόσο καλός μαθητής ήμουνα». Και αλλάζοντας χρώμα στη φωνή του συνέχισε σχεδόν μέσα από αναφιλητά να λέει: «η μάνα μου δάσκαλε, αντί να χαρεί, να με παινέσει, να μου πει ένα καλό λόγο όπως οι περισσότερες μανούλες λένε, μου είπε τα πιο κάτω λόγια που καρφώθηκαν σαν μαχαιριά στην παιδική και αθώα ψυχούλα μου ανοίγοντας την πληγή που όσο θα ζω δεν θα κλείσει ποτέ και πάντα θα αιμορραγεί. – Αί τώρα κι σύ στάματα μου είπε και συνέχισε πάρτου απόφασ’ δεν παένεις ισύ στου γυμνάσιου και μη χουλουσκάς ισύ για γράμματα. Άι τώρα. Ισύ θα μείνεις ιδώ στου χωριό -. Αυτή ήταν η αιτία, που δεν έκανα όνειρα δάσκαλε» είπε αναστενάζοντας αφήνοντας συγχρόνως λεύτερες τις βρύσες των ματιών του να τρέξουν όσα δάκρυα εκείνες ήθελαν να τρέξουν. Τέλος αγκάλιασε τον δάσκαλό του, έσκυψε του φίλησε το χέρι κι απομακρύνθηκε γρήγορα από κοντά του, κι αυτό να μην φέρει το δάσκαλό του σε δύσκολη θέση. Είδε ότι τα γέρικα και θολά πλέον μάτια του πως είχαν βουρκώσει, έτοιμα να κλάψουν κι αυτός δεν ήθελε ποτέ να δει το δάσκαλό του να κλαίει. Ήταν δε τόσο περήφανος που αν τα μάτια του δασκάλου του ήξερε ότι έκλαιγαν από συγκίνηση εκείνος θα το θεωρούσε ότι δάκρυσαν από οίκτο γι’ αυτόν, κι αυτός, ο μικρός μαθητής, δεν ήθελε και δεν ζήτησε από κανέναν να τον λυπηθεί, αγάπη ήθελε να βρει, που δυστυχώς δεν βρήκε ποτέ.

*συγγραφέας – ποιητής  Μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Λογοτεχνικής Παρέας Χανίων