Ο χρόνος στην πρώτη μου παρουσία σε τάξη (με την ιδιότητα του καθηγητή) είχε βαλθεί να με εξοντώσει. Οι δείκτες του ρολογιού έμοιαζαν καρφωμένοι στο ίδιο σημείο αρνούμενοι πεισματικά να διακόψουν την ακινησία τους. Που και που βέβαια, αποφάσιζαν ότι έστω και με νωχελικές κινήσεις θα έπρεπε να εκτελέσουν την αποστολή τους, δηλαδή να προχωρήσουν λίγο παρακάτω..και το έκαναν, αλλά αργά, εκνευριστικά αργά!

Από την άλλη πλευρά, οι μαθητές «απαιτούσαν» από τους εαυτούς τους – μέσα σε μια ώρα, να εξερευνήσουν τον καπνό που φουμάρει ο νέος καθηγητής τους! Και οι δύο πλευρές (εκείνη την πρώτη μέρα) είχαμε – αν και διαφορετικούς λόγους η κάθε μια,  ένα κοινό στόχο: να τελειώσει η ώρα όσο γίνεται πιο γρήγορα.

Μετά από μέρες – στην πραγματικότητα 4 μόλις ώρες μετά, γύρισα σπίτι μου όπου άρχισε η συζήτηση με τον εαυτό μου. Κάτι σαν απολογισμός των πεπραγμένων.

Πως να φάνηκα στους μαθητές; Πως θα επικοινωνήσω με τόσα διαφορετικά άτομα; Με ποιους τρόπους θα κερδίσω το ενδιαφέρον τους; Καταλάβαιναν τι τους έλεγα; Και μερικές ακόμα δεκάδες  ερωτήματα – κάποια συγκεκριμένα και άλλα αόριστα,  αποτέλεσμα της περίφημης «πρώτης φοράς».

Ο χρόνος όμως, έχει την κακή συνήθεια να κολλάει μόνο στα αρχικά στάδια μιας διαδικασίας. Αργότερα, δεν ξέρω γιατί, αλλάζει τακτική και μεταμορφώνεται σε οδηγό της formula 1!

Η  αλήθεια είναι, πως όταν ο χρόνος έγινε λάτρης της ταχύτητας,  εγώ μεγάλωνα (και σαν καθηγητής) με αποτέλεσμα τα προηγούμενα ερωτήματα να μεταλλάσσονται σε άλλα, πιο σύνθετα πλέον.

Μεταφέρω γνώση; Αν ναι, τι είδους; Μήπως είναι έτοιμη τροφή; Έτοιμη γνώση ή εργαλεία σκέψης για την κατάκτησή της; Αν είναι έτσι, τι διαφορετικό τους προσφέρω από το να διαβάσουν ένα βιβλίο;

Αυτός όμως – πάντα για το χρόνο μιλάω, εξακολουθούσε να τρέχει υπερβολικά γρήγορα και δεν σταμάταγε να μου γεννάει νέα ερωτήματα.

Τελικά εγώ ποιο ρόλο έχω σε αυτό το χώρο; Του έξυπνου; Φοβάμαι τον αντίλογο; Εμπνέω; Τι θέλω να πετύχω τελικά; Να μεταφέρω αυτά που ξέρω ή ο δέκτης να μπορέσει να τα αναπτύξει παρακάτω; Τελειώνει ποτέ η γνώση;

Ωραία, και πως θα απαντήσω, είτε από εκπαιδευτικής, είτε από επικοινωνιακής προσέγκισης στο: αν τελειώνει ποτέ η γνώση;

Για να απαντήσω  στο πρώτο (εκπαιδευτική προσέγκιση) γύρισα περίπου 2.400 χρόνια πίσω! Εκεί βρήκα τη Σωκρατική (μαιευτική) μέθοδο την οποία χρησιμοποίησα αρκετές αρχές, μια και την πιστεύω. Έτσι δεν ξαναείπα στους μαθητές μου τι λέει ο νόμος της ζήτησης. Προτίμησα Μια περισσότερο πραγματικήα διδασκαλία να μου εξηγήσουν την καταναλωτική συμπεριφορά τους στην περίοδο των εκπτώσεων. Τώρα, ήταν έτοιμοι εκείνοι να μου τον πουν!

Για να απαντήσω όμως στο δεύτερο (επικοινωνιακή προσέγκιση)  εκσυγχρονίστηκα! Μου εξήγησε λοπόν ο ευατός μου ότι δεν θα του άρεσε να τον βλέπουν οι μαθητές σαν τον Κύριο καθηγητή που η εκτίμησή τους προς το άτομό του θα περιοριζόταν στην αναγκαστική χρήση του πληθυντικού αριθμού..

Αν υπήρχε εκτίμηση, θα μπορούσα να την εισπράξω μέσα από τη γενικότερη συμπεριφορά τους, από τον τρόπο που μου μίλαγαν, από τη συνειδητοποίησή τους ότι λειτουργούμε σε ένα περιβάλλον περιφραγμένο από κανόνες (άσχετα αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε με αυτούς), ακόμα και πίνοντας μαζί τους ένα καφέ, ή μέσα από το περιεχόμενο και ύφος ενός μηνύματος σε κάποιο από τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης.

Τελικά τι είναι πιο σημαντικό; Ο τύπος του χθες, ή η ουσία  του σήμερα;  Για το δικό μου τρόπο σκέψης, το δεύτερο.

Με άλλα λόγια, δεν μου αρέσει το από μακριά και αγαπημένοι. Προτιμώ το από κοντά  και ας διαφωνούμε.

Πάνε αρκετά  χρόνια που χαίρομαι να με ξεπερνούν σε πορεία ζωής και μάλιστα να έχω συμμετάσχει σε αυτό. Ναι, χαίρομαι οι παλιοί μαθητές μου να γίνονται καλύτεροι οικονομολόγοι από μένα, καλύτεροι δάσκαλοι από μένα, καλύτεροι γενικά από μένα.

Έτσι πιστεύω ότι θα προχωρήσουμε ελπίζοντας να καταλάβουν κάποιοι κάποτε την πραγματική έννοια της λέξης εξέλιξη.