Τέχνη και τεχνική συνδέονται στενά μεταξύ τους ή μάλλον τέμνονται χωρίς σαφή όρια, αφού άλλωστε έχουν κοινή ιστορικογενετική αφετηρία και υπηρετούν τον ίδιο σκοπό στον άνθρωπο: να του δώσουν καλύτερο περιεχόμενο στη ζωή του και ίσως και ένα μέρος στο ίδιο το νόημά της. Η εξέλιξη της τέχνης και της τεχνικής συμπλέει πλέον με τη βιολογική εξέλιξη στον πλανήτη μας και αποτελεί τον προωθημένο σύντροφό της.

Του Νίκου Τσούλια


Τέχνη και τεχνική συνδυάζονται αρμονικά στην ανάγνωση, στον πιο πνευματικό τομέα του ανθρώπου, και δημιουργούν ένα στερέωμα συναισθηματικής έκστασης και ψυχικής ευφορίας – αρκεί βέβαια να έχει κατακτηθεί από τον προσκυνητή του βιβλίου ένα επίπεδο σχετικής αγάπης και αφοσίωσης, για να μπορεί να διεισδύει μέσα στις γραμμές και να μετασχηματίζει έννοιες και νοήματα με βάση τη δική του κοσμοθεωρία διαμορφώνοντας ένα πλαίσιο δημιουργικού διαλόγου με το συγγραφέα, αλλιώς είναι ένας απλός διαβαστής, που δεν έχει βρει τα πλούσια κοιτάσματα του υπεδάφους και απλώς ξύνει την επιφάνεια των πραγμάτων.
Για να κατακτήσεις την τέχνη της ανάγνωσης απαιτείται μακρά θητεία στο πνεύμα των γραμμάτων, ισχυρή θέληση και ακόμα ισχυρότερη φαντασία. Το διάβασμα απαιτεί συναίσθημα και δημιουργεί συναίσθημα! Αν δεν νιώθεις την ομορφιά του ακόμα και πριν ανοίξεις ένα βιβλίο, δεν μπορείς να γευθείς τη χαρά της ανάγνωσης. Αυτό σημαίνει ότι έχεις έναν ισχυρό ολοφώτεινο πυρήνα μάθησης, που ζει και αναπνέει με το συνεχές διάβασμα. Δεν μπορείς να βρεις καμιά γοητεία στην ανάγνωση και δεν μπορείς να ψυχανεμιστείς στα ιερά και τα όσιά της, αν δεν διαβάζεις συνεχώς, κάθε ημέρα, κάθε ώρα, αλλά διαβάζεις μία τόσο.
Υπάρχει ένα μπέρδεμα ανάμεσα στην αιτία και στο αποτέλεσμα στο ζήτημά μας – αν και ο Μπέκετ θεωρεί ότι είναι γενικό γνώρισμα των ανθρώπων που σκέπτονται… Τι εννοώ; Για να διαβάσεις πραγματικά ένα βιβλίο απαιτείται μια βιβλιοφιλική κουλτούρα, αλλά για να την αποκτήσεις απαιτείται πολύχρονο και συστηματικό διάβασμα. Για να διαβάσεις ένα βιβλίο πρέπει να λατρεύεις γενικά την ιδέα και το αντικείμενο του βιβλίου αλλά και το συγκεκριμένο κάθε φορά βιβλίο που βρίσκεται στα χέρια σου. Αν δεν συμβαίνουν αυτά, καλύτερα είναι να ασχοληθείς με κάτι άλλο…
Υπάρχει και ειδική περίπτωση στο πεδίο της λογοτεχνίας. Ας τη δούμε όπως την προσδιορίζει η M. Nussbaum στο εκπληκτικό βιβλίο της «Έρωτος γνώση», που διαπραγματεύεται εν πολλοίς τη σχέση λογοτεχνίας και φιλοσοφίας. «Το μυθιστόρημα ως σύνολο με τους πολλούς αυτοναφορικούς στοχασμούς του, καλεί τους αναγνώστες να αναρωτηθούν και οι ίδιοι τι τους συμβαίνει καθώς διαβάζουν: να προσέξουν, για παράδειγμα, ότι ενίοτε αγαπούν υπερβολικά ορισμένους ηθικά λειψούς χαρακτήρες, ώστε δεν είναι ικανοί να κρίνουν αυστηρά˙ ότι αντιλαμβάνονται με νέα, ανόθευτη συμπάθεια την κοινωνική πραγματικότητα που τους περιβάλλει˙ εν ολίγοις ότι υιοθετούν όλο και περισσότερο, ακριβώς μέσα στο πλαίσιο της επιθυμίας και της έκπληξής τους, την άποψη ότι «η καρδιά που αγαπά είναι πιο καλή και πιο δυνατή από τη σοφία». Οι άνθρωποι ενδιαφέρονται για τα βιβλία που διαβάζουν˙ και αυτό που τους ενδιαφέρει τους αλλάζει – τόσο κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, όσο και αργότερα, με αμέτρητους άλλους τρόπους, που είναι δυσκολότερο να τους διακρίνουμε».
Υπάρχει και άλλη βασική παράμετρος για να βρει ένας αναγνώστης τους βωμούς του διαβάσματος. Πρέπει να έχει καλό χαρακτήρα, να αγαπά τον άνθρωπο, να είναι μόνιμα ερωτευμένος, να βλέπει την ομορφιά του κόσμου σε κάθε έκφρασή του. Δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση ένας οπαδός του φασισμού και του ρατσισμού ή των προκαταλήψεων και των δογματισμών ή της μισαλλοδοξίας και των φανατισμών ούτε ένας δολοφόνος ή ένας μισάνθρωπος να βρει κανένα μονοπάτι που οδηγεί στο ιερό ξέφωτο του διαβάσματος. Υπάρχει καταστατική σύγκρουση μεταξύ του κόσμου της ανάγνωσης και οποιασδήποτε έκφρασης βαρβαρότητας!
Η τεχνική του διαβάσματος είναι έχει δύο παράλληλα πεδία, ένα του κόσμου του πνεύματος, που προϋποθέτει ισχυρή γενική παιδεία και κριτική και στοχαστική σκέψη , αλλιώς δεν μπορείς να βρεθείς σε αφετηρία για να απολαύσεις τη μοναδική ομορφιά της σχέσης με το βιβλίο, και ένα του προσωπικού σου κόσμου, που κατακτάται με τη διαρκή και συστηματική προσφυγή στο διάβασμα. Αν δεν συνυπάρχουν και αυτές οι δύο προϋποθέσεις, τότε η ανάγνωση, είναι μια μηχανική ενέργεια, που απλώς προσθέτει κάποια γνώση ή διαμορφώνει ένα πρόσκαιρο σκηνικό συναισθηματικής δημιουργίας.
Η πορεία της ανάγνωσης έχει σκαμπανεβάσματα, με ανηφοριές και κατηφοριές, με κακοτράχαλους δρόμους και στενά μονοπάτια. Έχει συγκρούσεις αλλά και συνθέσεις, διαφωνίες και συμφωνίες με το πνεύμα του συγγραφέα. Στο ξεκίνημα του διαβάσματος ενός βιβλίου χρειάζεται περισσότερη προσπάθεια, για να κατανοήσεις το πού θέλει να πάει ο συγγραφέας την όλη υπόθεση, για να γνωρίσεις τους ήρωές του – αν πρόκειται για μυθιστόρημα -, ενώ προς το τέλος τα πράγματα τρέχουν πιο γρήγορα.
Η ουσιαστική ανάγνωση βγάζει κούραση και ταυτόχρονα προσφέρει μια μοναδική απόλαυση. Δεν είναι μια ουδέτερη διαδικασία. Αν δεν σε ανταριάζει σε ιδέες και σε στοχασμούς, αν δεν σου μετασχηματίζει το συναισθηματικό σου πεδίο, αν δεν σε προκαλεί διαρκώς στα ζητήματα που θέτει και αναδεικνύει, αυτό σημαίνει ή ότι το βιβλίο δεν είναι πράγματι ένα πνευματικό δημιούργημα ή ότι δεν έχεις κατακτήσει ένα κατώφλι φιλαναγνωσίας ή ότι συμβαίνουν και τα δύο, που είναι και το πιο πιθανό, αφού η λανθασμένη επιλογή του βιβλίου αποδεικνύει τη γύμνια του αναγνώστη.