Η μόρφωση είναι θεσμοθετημένη μνήμη –  Αν το ποια γνώση παράγεται και προς όφελος ποιων, είναι ένα σύνθετο πολιτισμικό, κοινωνικό και κατεξοχήν πολιτικό φαινόμενο, αφού «τα εκπαιδευτικά συστήματα στο δυτικό κόσμο έχουν ιστορικά διαμορφωθεί και εξακολουθούν να λειτουργούν, επί το πλείστον, ως εθνοκεντρικοί κοινωνικοί- πολιτισμικοί μηχανισμοί εξουσίας – γνώσης», το ίδιο ζήτημα εγείρεται και στο ερώτημα: ποια γνώση επισημοποιείται και αποκτά θεσμικό χαρακτήρα, αφού «οι γνώσεις που επιλέγονται ως έγκυρες για κάθε εκπαιδευτικό επίπεδο δεν είναι κοινωνικά ουδέτερες».

Του Νίκου Τσούλια

Εδώ οι αντιπαραθέσεις είναι πιο ορατές και η διευθέτηση αποκτά πιο νόμιμα χαρακτηριστικά, αφού το κέντρο αναφοράς είναι κάποιος θεσμός της πολιτείας, κατά κύριο λόγο, τα αντίστοιχα υπουργεία παιδείας. Βέβαια «είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε τη σχέση μεταξύ τυπικής και μη τυπικής εκπαίδευσης», γιατί είναι σχέση διαλεκτική και επηρεάζει στη συνέχεια την ίδια την παραγωγή της γνώσης, αφού τροφοδοτούν το κυρίαρχο πολιτισμικό πρότυπο.

Έτσι σήμερα στις Η.Π.Α. η μεγάλη διαμάχη περιστρέφεται γύρω από ποιο θα είναι το περιεχόμενο των σχολείων κατά κύριο λόγο (π.χ. πιέσεις για εξοβελισμό της θεωρίας της εξέλιξης από τα σχολεία και εισαγωγή της θρησκευτικής αντίληψης / δημιουργισμός) και όχι ποια ερευνητικά προγράμματα πρέπει να χρηματοδοτηθούν, αφενός μεν γιατί στο δεύτερο επίπεδο η επιχειρηματική δραστηριότητα μέσω της ισχυρής πολιτικής δύναμής της έχει μεγαλύτερα περιθώρια επιλογών και αφετέρου γιατί στα πρώτα βήματα κατανόησης του κόσμου από την παιδική σκέψη οι επιρροές είναι κεφαλαιώδους σημασίας, κάτι που είναι γνωστό από παλιά αφού «όλες εκείνες οι γνώμες και οι αντιλήψεις για τα πράγματα με τις οποίες έχουμε εξοικειωθεί από την παιδική μας ηλικία είναι τόσο βαθιά ριζωμένες, που μας είναι αδύνατο να τις ξεριζώσουμε ακόμα και εάν επιστρατεύσουμε όλες τις δυνάμεις του λόγου και όλα τα δεδομένα της εμπειρίας».

Σύμφωνα με τις θεωρίες αναπαραγωγής, η εκπαίδευση αναπαράγει και επεκτείνει την κυρίαρχη ιδεολογία και αυτό γίνεται με τις συγκεκριμένες σχολικές λειτουργίες αλλά και με αδιόρατους τρόπους μέσω του αξιακού πεδίου και των πολιτισμικών προτύπων της. Και η γνώση, σε αυτό το πλαίσιο «εφαρμόζεται στις οικονομικές και παραγωγικές διαδικασίες σαν μια μορφή ελέγχου – μέσα από αυτές επανέρχεται στο σχολείο για να καθορίσει τη μορφή της εκεί παραγωγικής διαδικασίας, και έτσι αναπαράγεται».

Παράλληλα υπάρχει και η «θεωρία της αντίστασης», η οποία ισχυρίζεται ότι η εκπαίδευση ταυτόχρονα αναπτύσσει αντιλήψεις αμφισβήτησης του κυρίαρχου πολιτιστικού παραδείγματος μέσω του περιεχομένου της αγωγής, του κρυφού σχολικού προγράμματος, της κριτικής σκέψης μέρους των εκπαιδευτικών κλπ, γι’ αυτό οι προοδευτικές απόψεις δεν οριοθετούνται απλά και μόνο στο περιεχόμενο της γνώσης ή στο πεδίο των αξιών αλλά εκτιμούν ότι «η εκπαίδευση δεν θα πρέπει να στοχεύει σε μια παθητική επίγνωση νεκρών γεγονότων, αλλά σε μία δραστηριότητα που κατευθύνεται προς τον κόσμο που προσπαθούμε να δημιουργήσουμε. Θα πρέπει να διέπεται από πνεύμα σεβασμού για κάτι ιερό, απροσδιόριστο, απεριόριστο, κάτι μοναδικό και παράξενα πολύτιμο, η αυξανόμενη αξία της ζωής, ένα ενσωματωμένο θραύσμα του σιωπηλού αγώνα του κόσμου».

Ο ρόλος του σχολείου είναι καθοριστικός γιατί «κατά τη παιδική μας ηλικία διαποτιζόμαστε από προκαταλήψεις οι οποίες επιβραδύνουν την πρόοδο των γνώσεών μας και μας οδηγούν σε σφάλματα» και ως εκ τούτου το σχολείο οφείλει να ξεριζώσει πλήθος προκαταλήψεων και δογματικών αντιλήψεων, οι οποίες χειραγωγούν την προσπάθεια ανάπτυξης της κριτικής σκέψης και κατ’ επέκταση της προαγωγής της ελευθερίας του πνεύματος.
Σε κάθε περίπτωση, δεν διδάσκουμε πια παλιές γνώσεις για να αναπαράγουμε ένα μοντέλο, όπως κάναμε παλιά, αλλά για να φτιάξουμε κάτι καινούργιο. Μόνο που η ανίχνευση του ‘καινούριου’ είναι μια αρκετά σύνθετη και δύσκολη διαδικασία και απαιτεί συνεχείς έρευνες και ανοιχτή πολιτική αντίληψη.