ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ, ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΨΥΧΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΟΥ
ΠΑΙΔΙΟΥ

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Για να μπορέσουν να εφαρμοσθούν οι κανόνες και οι πρακτικές της πειθαρχίας είναι απαραίτητο να ικανοποιούνται οι δύο βασικές ψυχικές ανάγκες του παιδιού δηλαδή το να αισθάνονται οτι τα αγαπούν και το να αισθάνονται ικανά (να κάνουν πράγματα, να ανταποκριθούν σε καταστάσεις). Για να καλυφθεί η πρώτη ανάγκη, το παιδί θα πρέπει να ζει με τους γονείς μιά σταθερή σχέση όπου ξέρει οτι αντιμετωπίζεται με θετικό μάτι και όπου ο γονιός προσπαθεί καθημερινά να “μάθει” το παιδί. Ο γονιός “μαθαίνει” το παιδί του παρατηρώντας συνεχώς τις δραστηριότητές του και τις συναισθηματικές του αντιδράσεις, μιλώντας του και ακούγοντάς το. Το σημαντικότερο από όλα είναι η διαμόρφωση μίας σχέσης όπου το παιδί θέλει ο γονιός να είναι ικανοποιημένος από τη συμπεριφορά του. Είναι εντυπωσιακό το πόσο εύκολα τα περισσότερα παιδιά μπορεί να εγκαταλείψουν κάποιες διεκδικήσεις μόνο και μόνο για να γευθούν την ικανοποίηση να δουν τον πατέρα ή τη μητέρα να δείχνουν ευτυχισμένοι με την παρουσία τους.

Β. ΠΩΣ ΘΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΝΑ ΑΙΣΘΑΝΘΕΙ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΜΑΣ
I. Αφιερώστε του την προσοχή σας

Αφιερώνοντας την προσοχή σας δείχνετε στο παιδί από τις πρώτες κιόλας μέρες της ζωής του το πόσο σημαντικό είναι αυτό για σας. Για να τραβήξουν την προσοχή των γονιών τα παιδιά μπορεί να χρησιμοποιήσουν αρνητική συμπεριφορά. Αν ο γονιός περιμένει κάθε φορά να αντιδράσει όταν εμφανισθεί αυτή η αρνητική συμπεριφορά, το παιδί μαθαίνει να χρησιμοποιεί όλο και πιο αρνητικές συμπεριφορές για να τραβήξει την προσοχή. Είναι προτιμότερο να δώσουμε άμεσα προσοχή στο παιδί. Ειδικά για τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας οτι αναζητούν την προσοχή μας κάθε λίγα λεπτά. Όταν συμβεί αυτό, θα πρέπει να απαντήσουμε με ένα βλέμμα προς το παιδί, ίσως ένα σύντομο άγγιγμα και ένα μικρό σχόλιο σχετικά με αυτό που κάνει το παιδί τη συγκεκριμένη στιγμή. Ένας άλλος τρόπος να αφιερώσουμε προσοχή στο παιδί είναι μέσω του ειδικού χρόνου (special time). Για το παιδί, ο χρόνος που ο γονιός “ξοδεύει” αποκλειστικά μαζί του (δηλαδή χωρίς τα άλλα μέλη της οικογένειας) είναι είναι μία τρανή απόδειξη αγάπης προς την πλευρά του, ιδίως όταν ο γονιός δεν προσπαθεί κατά τη διάρκεια αυτού του χρόνου να κατευθύνει την κοινή δραστηριότητα ή να κρίνει τη συμπεριφορά και τις πράξεις του παιδιού.
Ο τρόπος ο οποίος θα πρέπει να προσφέρεται στο παιδί ο “ειδικός χρόνος” είναι ο εξής:
  • θα πρέπει να προσφέρεται ανεξαιρέτως κάθε μέρα ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά (καλή ή κακή) του παιδιού. Δεν πρέπει να αποφύγουμε να αφιερώσουμε αυτόν το χρόνο στο παιδί με την υπόσχεση οτι τη επόμενη μέρα θα του αφιερώσουμε διπλάσιο χρόνο.
  • να χαρακτηρίζεται από το γονιό ως “ειδικός χρόνος” (ή με όποιο άλλο τρόπο αυτός θέλει) έτσι ώστε το παιδί να καταλάβει οτι του προσφέρθηκε.
  • να είναι περιορισμένης και σύντομης σχετικά διάρκειας, 10-15 λεπτά. Μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα μπορεί να κάνουν το γονιό ή/και το παιδί να βαρεθούν, ή το γονιό να αποφύγει να τον προσφέρει στο παιδί λόγω κούρασης ή έλλειψης χρόνου.
  • ο γονιός αποφασίζει πότε θα δοθεί αυτός ο χρόνος.
  • Δε χρειάζεται να είναι την ίδια ώρα κάθε μέρα.
  • να αφήσουμε στο παιδί να αποφασίσει (έως κάποιο λογικό όριο) ποιά θα είναι η δραστηριότητα.
  • Ο γονιός θα πρέπει με κάθε τρόπο να αποφύγει να επιβάλλει τον έλεγχο της δραστηριότητας
  • Ο ειδικός χρόνος δεν είναι κατάλληλος για εκπαίδευση ή διόρθωση συμπεριφορών.
  • Προτιμήστε μία ενεργή δραστηριότητα και όχι μία παθητική (πχ να δείτε μαζί τηλεόραση)
  • Το διάστημα να είναι αποκλειστικά αφιερωμένο στο παιδί χωρίς διακοπές από τηλέφωνα, αδέλφια ή άλλα μέλη της οικογένειας.
II. Μην είστε υπερβολικά αυστηροί.
Μικροτσακωμοί με τα αδέλφια, χαζολόγημα κατά τη διάρκεια των γευμάτων και άλλες μικροσκανταλιές, καλό είναι να αγνοούνται γιατί διαφορετικά μπορεί να χρησιμοποιηθούν για να τραβήξουν την προσοχή. Με αυτόν τον τρόπο επίσης τα παιδιά δε θα αισθανθούν οτι τα κριτικάρουμε ασταμάτητα.
Σε περίπτωση τσακωμού μεταξύ αδελφών το σωστότερο είναι να απαντήσουμε προοδευτικά
δηλαδή:

1) αγνοώντας τα,
2) επεμβαίνοντας απλά περιγράφοντας την κατάσταση που παρατηρούμε και εκφράζοντας την πεποίθηση οτι μόνα τους θα βρούν τη λύση στη διένεξη,
3) επεμβαίνοντας, περιγράφοντας την κατάσταση και χωρίζοντας τα παιδιά ή αφαιρώντας τους το αντικείμενο της διένεξης (πχ ηλεκτρονικό παιχνίδι),

4) επεμβαίνωντας, ακούγοντας τις απόψεις κάθε παιδιού και επιβάλλοντας στη συνέχεια τη σχετική τιμωρία στο καθένα.
III. Κάντε το παιδί να αισθανθεί οτι το βλέπετε πάντα με θετικό βλέμμα.
Ο τρόπος με τον οποίο οι ενήλικες μιλούν στο παιδί είναι ιδιαίτερο σημαντικός στην προσπάθεια να αισθανθεί το παιδί την αγάπη τους. Υπάρχουν ορισμένες αρχές για τον τρόπο επικοινωνίας με το παιδί έτσι ώστε αυτό να νοιώθει οτι το βλέπουμε πάντα με θετικό βλέμμα. Χαρακτηρίστε τη συμπεριφορά, όχι το παιδί. Είναι πολύ σημαντικό να αποφεύγουμε να χαρακτηρίζουμε απευθείας το παιδί (θετικά ή αρνητικά). Δεν υπάρχουν “κακά” παιδιά, παρά μόνο “κακές” συμπεριφορές. Όταν μεταφέρετε στο παιδί την άποψη σας για κάποια συμπεριφορά του προσπαθήστε να ξεκινήστε την πρότασή σας με το “εγώ” ή το “εμένα” και όχι με αφορισμούς, πχ η σωστή αντίδραση σε ένα παιδί που φωνάζει χωρίς λόγο είναι να πούμε “(εμένα) δε μου αρέσει που φωνάζεις, πονάνε τα αυτιά μου” και όχι να πούμε “σταμάτα, είσαι φωνακλάς”.
Ο απευθείας χαρακτηρισμός ενός παιδιού ώς “χαζός”, “ηλίθιος” ή “κακός”, είναι προσβλητικός και αρνητικός για το ηθικό του, ενώ το παιδί μπορεί να το εκλάβει ώς μια μόνιμη κατάσταση που δεν έχει περιθώρια αλλαγής ή βελτίωσης. Ακόμα όμως και οι θετικοί χαρακτηρισμοί δε θα πρέπει να χρησιμοποιούνται χωρίς μέτρο. Όταν λέμε συνέχεια σε ένα παιδί το πόσο καλό είναι, ακόμα και το ίδιο γνωρίζει οτι αυτό δεν είναι πάντα πραγματικό και το γεγονός αυτό βάζει τους γονείς υπό αμφισβήτηση. Κάτι τέτοιο μπορεί μάλιστα να οδηγήσει σε μια προσπάθεια να αποδείξουν οτι ο γονιός κάνει λάθος δείχνοντας την άσχημη πλευρά τους ή ακόμα σε μια προσπάθεια να “τεστάρουν¨αν οι γονείς τους τούς αποδέχονται ακόμα και αν είναι “κακοί¨.
Δώστε συγκεκριμένη και όχι αφηρημένη αναφορά. Τα παιδιά και πιο συγκεκριμένα αυτά της προσχολικής ηλικίας έχουν ανάγκη να δέχονται αναφορά για τις πράξεις τους πολύ συχνά, ακόμα και κάθε 5 λεπτά. Δώστε απλές και συγκεκριμένες αναφορές για τις πράξεις τους. Θυμηθείτε οτι καλό είναι οι προτάσεις να ξεκινούν με το “εγώ” ή το “εμένα”. Για παράδειγμα “Μου αρέσει αυτό το μαζεμένο δωμάτιο. Βλέπω οτι μάζεψες όλα τα παιχνίδια και τα βιβλία σου”. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγονται οι αφορισμοί και οι γενικεύσεις του τύπου “δε μαζεύεις ποτέ τα παιχνίδια σου όταν στο ζητάω”. Αν του πούμε οτι ποτέ δε μαζεύει δεν έχει τίποτε άλλο να κάνει παρά να επιβεβαιώσει αυτήν την εντύπωση συνεχίζοντας ποτέ να μη μαζεύει. Με το να είμαστε συγκεκριμένοι στις αναφορές μας αποφεύγουμε επίσης τις συγκρίσεις με άλλα παιδιά ή με τον ευατό του (του παιδιού) σε άλλες χρονικές στιγμές. Δε θα πρέπει να περιμένουμε πάντα από το παιδί να μαζεύει το δωμάτιό του. Με το να του πούμε οτι σήμερα δεν έκανε τίποτα ενώ άλλες μέρες το μάζεψε κανονικά μπορεί να το κάνουμε να πιστέψει οτι δεν προσπαθεί αρκετά. Κάτι τέτοιο ρίχνει το ηθικό και μπορεί να λειτουργήσει ώς αρνητικό κίνητρο.
IV. Προσοχή στο συναισθηματικό τόνο της ομιλίας μας.
Ο συναισθηματικός τόνος της ομιλίας του γονιού θα πρέπει να είναι συμβατός με το περιεχόμενο του μηνύματός που θέλει να μεταφέρει στο παιδί. Στην αντίθετη περίπτωση μπορεί να του επιφέρει σύγχυση αντί να του μεταφέρει το ουσιαστικό νόημα. Αν πχ ένα παιδί χτυπήσει με δύναμη την αδελφή του στο κεφάλι με ένα σφυρί και ο γονιός αντιδράσει μαλθακά λέγοντάς του “Σε παρακαλώ Ανδρέα, να είσαι τρυφερός με τη Μαρία” ο Ανδρέας δε θα καταλάβει το πόσο επικίνδυνο είναι αυτό που μόλις έκανε και γι’αυτό το λόγο μπορεί να το ξανακάνει. Από την άλλη πλευρά επίσης, αν ο γονιός δείξει περισσότερο ενθουσιασμένος με μια καλή συμπεριφορά από οτι πραγματικά θα έπρεπε, κινδυνεύει να μη γίνει πιστευτός από το παιδί.
Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας δεν έχουν συχνά τη δυνατότητα επιλογής στη σειρά και το χρόνο των δραστηριοτήτων τους κατά τη διάρκεια της ημέρας αφού θα πρέπει να ακολουθούν τους γονείς τους. Ως δείγμα σεβασμού απέναντι στην προσωπικότητά τους (και ας είναι μικροί) είναι σωστό να τους δίνεται μια προειδοποίηση πριν την αλλαγή κάποιας δραστηριότητάς τους. Ο γονιός θα πρέπει να παρατηρήσει σε πιο στάδιο βρίσκεται κάποια δραστηριότητα του παιδιού, να περιμένει μια μικρή παύση αυτής της δραστηριότητας (πχ παιχνίδι) και τότε να εξηγήσει στο παιδί τι και πότε θα συμβεί στη συνέχεια. Με αυτόν τον τρόπο οι μεταβάσεις θα γίνονται με πιο ήπιο τρόπο, χωρίς να περιμένουμε να εξαφανίσουμε πάντως τις αντιδράσεις από τη μεριά του παιδιού.
V. Πείτε του ευχαριστώ
Αναγνωρίζοντας τη συνεισφορά του παιδιού μας, του υπενθυμίζουμε το πόσο σημαντικό είναι αυτό (το παιδί) για μας. Είναι ένας πολύ απλός αλλά ιδιαίτερα ισχυρός τρόπος να το κάνουμε να αισθανθεί την αγάπη και την αναγνώρισή μας, ιδίως όταν αφορά μικρές καθημερινές πράξεις τις οποίες πολλές φορές θεωρούμε ως δεδομένες. Μαθαίνει επίσης στο παιδί τη θετική επίδραση που μπορούν να έχουν οι πράξεις του στο γύρω κόσμο. Ένας χρήσιμος τρόπος να πείτε ευχαριστώ είναι: Σε ευχαριστώ για … (την πράξη που μόλις έκανε), με κάνει να αισθάνομαι … (πως αισθάνεσθε), πχ “σε ευχαριστώ που με βοήθησες να ταίσω το σκύλο, με κάνει να αισθάνομαι οτι θέλεις να φανείς χρήσιμος”.
VI. Απολογίες
Με το να απολογηθούμε στο παιδί μας για κάποια πράξη μας του δείχνουμε οτι τα αισθήματα του μετρούν για μας. Του διδάσκει την ταπεινότητα και το οτι δεν πρέπει να είμαστε ισχυρογνώμονες και εγωιστές αλλά μπορούμε να αλλάξουμε άποψη και στάση. Επίσης τους δίνει τη δυνατότητα να συγχωρήσουν κάποιον (στη συγκεκριμένη περίπτωση το γονιό) για τις πράξεις τους. Ο γονιός μπορεί να ζητήσει συγνώμη για κάτι που έγινε πριν από αρκετό καιρό έτσι όταν η συναισθηματική φόρτιση θα έχει καταλαγιάσει. Αυτό δείχνει επίσης στο παιδί οτι είναι κάτι που ο γονιός δεν έχει ξεχάσει αλλά έχει από καιρό στο μυαλό του. Πρέπει να επισημανθεί πάντως οτι είναι λάθος να ζητήσουμε συγνώμη στο παιδί ακριβώς αμέσως μετά κάποια τιμωρία που του επιβάλλαμε γιατί αυτό φανερώνει αδυναμία και οτι η τιμωρία επιβλήθηκε υπό την επίρρεια θυμού.
Γ. ΠΩΣ ΘΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΝΑ ΑΙΣΘΑΝΘΕΙ IKANΟ
Για να αισθανθεί το παιδί ικανό να ανταποκριθεί στις καθημερινές καταστάσεις, θα πρέπει πρώτα να έχει μάθει ποιοί είναι οι κανόνες, πως λειτουργούν τα πράγματα και να έχει τη δυνατότητα να εξασκηθεί στις πραγματικές συνθήκες της καθημερινής ζωής. Το σύστημα πειθαρχίας στο οποίο θα συμπεριληφθεί θα πρέπει να εκτείνεται σε μεγάλο χρονικό διάστημα και να είναι αρκετά ευέλικτο έτσι ώστε το παιδί να μπορεί να προσαρμοσθεί ανάλογα πάντα με τις εξελικτικές ανάγκες και δυνατότητές του. Οι βασικές μέθοδοι ενός τέτοιου συστήματος είναι οι ρουτίνες, η ύπαρξη μοντέλων προς μίμηση, οι προοδευτικές προσδοκίες, η δυνατότητα επιλογής, η ανάληψη διαφορετικών ρόλων, οι ανταμοιβές και οι συνέπειες. Ορισμένα από τα θέματα αυτά έχουν καλυφθεί παραπάνω στο κείμενο.
I. Ρουτίνες
Οι ρουτίνες αφορούν καθημερινές δραστηριότητες όπως τα γεύματα και ο ύπνος. Δημιουργούν ένα αίσθημα ασφάλειας στο παιδί και είναι ιδιαίτερα χρήσιμες σε παιδιά δύσκολο ταμπεραμέντο.
II. Μοντέλα προς μίμηση
Οι γονείς οφείλουν να είναι παράδειγμα προς μίμηση για τα παιδιά τους. Τα μοντέλα αφορούν όχι μόνο τους “καλούς τρόπους”, αλλά και τον τρόπο έκφρασης των συναισθημάτων, τον τρόπο αντιμετώπισης διενέξεων και δύσκολων καταστάσεων, τη συνεργασία κλπ. Τα παιδιά αντιγράφουν με απίστευτη λεπτομέρεια τις συμπεριφορές των γονιών τους. “Οι πράξεις μιλούν πιο δυνατά και από τις λέξεις” και αυτό θα πρέπει να το λάβουμε στα σοβαρά. Οι νέοι γονείς αισθάνονται άσχημα καμιά φορά ανακαλύπτοντας το πόσες συνήθειες χρειάζεται να αλλάξουν έτσι ώστε να γίνουν σωστά μοντέλα μίμησης για τα παιδιά τους.
III. Οδηγίες χρήσης
Για να μάθει το παιδί το ποιοί είναι οι κανόνες και το πώς γίνονται τα πράγματα, χρειάζονται οδηγίες. Οι οδηγίες θα πρέπει να δίνονται με απλό και κατανοητό τρόπο με τη μορφή διαδοχικών βημάτων. Θα πρέπει να σέβονται την ανάγκη του παιδιού για ανεξαρτησία και να προσφέρουν τον απαραίτητη υπομονή και χρόνο για εξάσκηση. Οι σωστές οδηγίες στερούνται κριτικής (θετικής ή αρνητικής). Είναι πχ λάθος να πούμε “αν είχες ντυθεί γρηγορότερα δε θα χρειαζόταν να τρέχεις τώρα”. Ξεκάθαρες οδηγίες σημαίνει ποιός θέλει τι, και πότε αυτό να γίνει, για παράδειγμα “Δήμητρα θέλω (=ποιός) να μαζέψεις τα παιχνίδια σου (=τι) πριν το μεσημεριανό (=πότε).
IV. Προοδευτικές προσδοκίες
Όταν το παιδί ολοκληρώσει με μερική ή πλήρη επιτυχία αυτό που του ζητήθηκε, θέλει να ξαναπροσπαθήσει άμεσα ή να περάσει σε ένα υψηλότερο επίπεδο. Αν κάτι τέτοιο δεν του επιτραπεί μπορεί να πιστέψει ότι δεν είναι ικανό να έχει υψηλότερη απόδοση πχ όταν ο γονιός δεν επιτρέπει σε ένα 5χρόνο που ετοιμάζεται το πρωί για να πάει στο σταθμό τίποτε περισσότερο από το να χτενιστεί μόνος του. Στην παραπάνω περίπτωση το παιδί δεν προσπαθεί να κάνει κάτι περισσότερο ενώ ο γονιός δεν του εξηγεί. Από την άλλη μεριά και οι υπερβολικές προσδοκίες από την πλευρά των γονιών μπορεί να επιφέρουν αρνητικά αποτελέσματα ιδίως όταν οι προσδοκίες αυτές οδηγούν σε επαναλαμβανόμενες αποτυχίες από τη μέρια του παιδιού.
V. Επιλογές
Η δυνατότητα της επιλογής οδηγεί στην απόκτηση της ικανότητας λήψης αποφάσεων. Επίσης σέβεται το παιδί ως ξεχωριστή προσωπικότητα και την ανάγκη του για αυτονομία. Οι επιλογές θα πρέπει να είναι ανάλογες του επιπέδου ωριμότητας του κάθε παιδιού. Τα παιδιά 1-2 ετών μπορούν να επιλέξουν τι φαί θα φάνε ή με ποιό παιχνίδι θα παίξουν. Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας μπορούν να επιλέξουν τη σειρά των δραστηριοτήτων που θα ακολουθήσουν ή ποιο πρόγραμμα θα δουν στην τηλεόραση. Οι γονείς πρέπει να δίνουν τη δυνατότητα επιλογής όταν υπάρχει ο κατάλληλος χρόνος ή οι κατάλληλες επιλογές (όλες οι επιλογές θα πρέπει να είναι αποδεκτές για το γονιό). Το παιδί αποδέχεται πιο εύκολα τιςοδηγίες όταν παρουσιάζονται μέσα από πολλαπλές επιλογές.
VI. Αλλαγές ρόλων μέσα στο κοινωνικό σύνολο.
Τα παιδιά αναπτύσουν μεγαλύτερη κατανόηση των προβλημάτων άλλων προσώπων όταν τους δίνεται η δυνατότητα να “παίξουν¨ διαφορετικούς ρόλους μέσα στο κοινωνικό σύνολο που ζουν (σπίτι, σχολείο). Όταν για παράδειγμα τους ζητηθεί να διορθώσουν ένα παιχνίδι που χάλασαν, μαθαίνουν τη σημασία και τη βαρύτητα των πράξεών τους.

ΠΗΓΗ :