Ο διάλογος όπως και η συνάντηση των ανθρώπων για την «ονομάτιση» του κόσμου, είναι μια θεμελιακή προϋπόθεση για την πραγματική ανθρώπισή τους.


Π. Φρέιρε, Η αγωγή του καταπιεζόμενου

Ίσως να είναι και η πιο ιερή μορφή διαλόγου αλλά και η πιο αυθεντική επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων. Ίσως φαινομενικά να υπάρχει μεγάλη ανισότητα μεταξύ των δύο πλευρών αυτού του διαλόγου, αλλά είναι τέτοιο το περιεχόμενό του και το όλο σκηνικό του που όχι απλά και μόνο αίρουν τη φαινομενική ανισομέρεια, αλλά έτι περαιτέρω ουσιαστικοποιούν τα μέγιστα την όλη τελετουργία της συντελούμενης πράξης.

 

Γιατί και οι δύο πλευρές, και παιδαγωγούμενος, έχουν εξ ορισμού κατανοήσει το βαρύ φορτίο της συνάντησης και της όλης διαλεκτικής σχέσης τους.
Η ως έναν βαθμό αβεβαιότητα της παιδαγωγικής πράξης μετασχηματίζεται και καθίσταται προνομιακή δυναμική του παιδαγωγικού διαλόγου, για να υπεισέλθει ο προσωπικός χαρακτήρας και για να εκφραστεί αυθεντικά η ακεραιότητα κάθε μιας πράξης ξεχωριστά. Πολύ ορθά, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η παιδαγωγική στο συνολικό της σχήμα έχει μεν επιστημονική θεώρηση αλλά σε κάθε περίπτωση χαρακτηρίζεται και ως μια μορφή τέχνης, ως έκφραση δημιουργίας που θα διατηρεί ταυτόχρονα τη βεβαιότητα των επιστημονικών πορισμάτων αλλά και θα μορφοποιεί την ελαστικότητα κάθε ιδιαίτερης συνάντησης.

 

«Η Παιδαγωγική πράξη αποτελεί τέχνη, όχι νοούμενη ως στοχασμός του ωραίου, αλλά ως εμπειρία απελευθέρωσης των παιδαγωγούμενων. Ο Πινέδα, είτε με την ιδιότητα του παιδαγωγού γονιμοποιημένη με την ιδιότητα του καλλιτέχνη, είτε αναστοχαζόμενος ο ίδιος ως προϊόν ενός εκπαιδευτικού συστήματος φυλακή (ο καλλιτέχνης δάσκαλος υπό την έννοια των Freire– Ishor), μπορεί να συνομιλεί με τον εκπαιδευτικό κόσμο για την παιδαγωγική και την εκπαίδευση μέσα από το ιδιότυπο τρίπτυχο γνώσης- ευαισθησίας- εμπειρίας».
Και ο δυναμισμός του παιδαγωγικού διαλόγου είναι ακριβώς σε ό,τι διαμείβεται μεταξύ εκπαιδευτικού και εκπαιδευόμενου. Ποια είναι τα στοιχεία αυτού του διαλόγου; Υπάρχουν κατ’ αρχήν τα συστατικά / θεσμικά σημεία του. Η παιδαγωγική σχέση είναι διαμεσολαβημένη από τους σκοπούς της εκπαίδευσης και από τα αντικειμενικά σημεία (αναλυτικά προγράμματα, σχολικά βιβλία, παιδαγωγικές μέθοδοι κλπ) που έχει συστήσει η πολιτεία. Έχει κατ’ αρχήν ένα συγκεκριμένο τυπικό λειτουργικό και διέπεται από τους κανόνες που κουβαλάει η αγωγή μέσω των αιώνων.

 

Στοχεύει σε απόλυτα προσδιορισμένους μαθησιακούς κάθε φορά στόχους. Χαρακτηρίζεται (ή οφείλει να χαρακτηρίζεται) από τον αλληλοσεβασμό μεταξύ των δύο πλευρών, από τη μεταξύ τους ισοτιμία και από τη βαθιά αγάπη. «Η εκπαίδευση είναι μια πράξη αγάπης, επομένως μια πράξη θάρρους. Δεν πρέπει να φοβάται την αντιπαράθεση, την ανάλυση της πραγματικότητας, τη δημιουργική συζήτηση, αν δε θέλει να καταλήξει σε παρωδία» (Freire).

Εδώ βασιλεύει η απόλυτη ειλικρίνεια, γιατί μόνο έτσι μπορεί να αναζητηθεί η αλήθεια και να ασκηθεί η αγωγή των νέων.
Το σχολείο είναι ζωντανό εργαστήριο προαγωγής των ανθρωπιστικών αξιών. Είναι ένα σχεδίασμα ζωής, που συνδιαμορφώνεται μέσα στη σχολική αίθουσα. Εδώ έγκειται η μεγάλη πρόκληση του εκπαιδευτικού, να αναπτύξει το διάλογο ως τη βασιλική οδό προς την χειραφέτηση του εκπαιδευόμενου, γιατί «η αρωγή που παρέχεται από το δάσκαλο στην εξάσκηση της ευφυΐας του μαθητή είναι μια αρωγή προς την ελευθερία κι όχι ένας περιορισμός της» (Ντιούι).
Παράλληλα ενυπάρχουν τα μη τυπικά, τα έχοντα άρωμα διαπροσωπικό στοιχεία του διαλόγου. Εδώ είναι η τέχνη – με τη μορφή που προαναφέρθηκε –, που έχει την πρώτο λόγο. Εδώ είναι οι προσωπικότητες στο σύνολό τους, που θα τεχνοτροπήσουν πάνω στον καμβά της πραγματικότητας αλλά και στο φαντασιακό σύμπαν των φιλοδοξιών και των ονείρων των εκπαιδευομένων. Και το όλο σκηνικό θα δημιουργηθεί από το διάλογο – με την ευρεία έννοια του όρου – μεταξύ των υποκειμένων της παιδαγωγικής πράξης. «Η αγωγή αρχίζει με την άρση της αντίφασης δασκάλου-μαθητή, με τη συμφιλίωση των δύο πόλων της αντίφασης, έτσι που και οι δυο να είναι ταυτόχρονα και δάσκαλοι και μαθητές… Με το διάλογο, ο δάσκαλος-των-μαθητών και οι μαθητές-του-δάσκαλου, παύουν να υπάρχουν και αναδύεται μια νέα σχέση: του δασκάλου-μαθητή με τους μαθητές-δασκάλους» (Φρέιρε).
Ο παιδαγωγικός διάλογος εξυψώνει την πνευματικότητα εκπαιδευόμενων και εκπαιδευτικών. Αποκαλύπτει την αρετή των ανθρώπων, γιατί μόνο έτσι μπορεί να ευδοκιμήσει σε κλίμα ισοτιμίας και μετριοπάθειας, σωφροσύνης και ορθολογισμού. Καλλιεργεί και προάγει τον συναισθηματικό κόσμο τους φέρνοντας στην πρώτη γραμμή της ματιάς – που ρίχνουμε στον κόσμο και στον εαυτό μας – την αγάπη. Και απ’ εδώ εκπηγάζει η απόλυτη ομορφιά αυτού του διαλόγου. Ο μεγάλος στοχαστής και παιδαγωγός Π. Φρέιρε δίνει εύστοχα την ουσία του θέματός μας. «Όταν δεν αγαπώ τον κόσμο- όταν δεν αγαπώ τη ζωή- όταν δεν αγαπώ τους ανθρώπους, δεν μπορώ να ανοίξω διάλογο. Από την άλλη μεριά ο διάλογος είναι ανύπαρκτος χωρίς ταπεινοφροσύνη».