Του Νίκου Τσούλια

Η εποχή στην οποία αναφερόμαστε είναι εποχή φτώχειας και  μάλλον τύποις κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, είναι εποχή κομματικού κράτους και ιδεολογικού ελέγχου των πολιτών, με κάποια μικρή διακοπή – αφορά τη δεκαετία του 1960 – και είναι μια περίοδος αρκετά δύσκολη για τη χώρα μας. Παρ’ όλα αυτά στην ίδια περίοδο έχουμε μια πολιτισμική και κοινωνική αναγέννηση, η οποία οδηγεί τη χώρα μας σε μια προοπτική προόδου.

Η εκπαίδευση αυτή την περίοδο ήταν υποταγμένη στην πολιτική σκοπιμότητα των δεξιών κυβερνήσεων και πλήρως χειραγωγημένη από τη συντηρητική ιδεολογία που σα μοναδικό σκοπό είχε την αναπαραγωγή της άρχουσας τάξης και των κυβερνητικών σχημάτων. Η επιβολή της δικτατορίας οδηγεί τη χώρα στο σκοτάδι. Η Ελλάδα χάνει την ιστορική ευκαιρία να βαδίσει στο δικό της αυτόνομο δρόμο της προόδου.

Η εκπαίδευση ήταν μηχανισμός ελέγχου των πολιτών, ένας μηχανισμός δημιουργίας χειραγωγημένων πολιτών. Το μεγάλο παιδαγωγικό (και επί της ουσίας αντιπαιδαγωγικό) πρόταγμα – ως στοιχείο πολιτικής και ιδεολογικής επιβολής – ήταν το «Πατρίς – Οικογένεια – Θρησκεία» με τρόπο σχεδόν εκβιαστικό, πειθαναγκαστικό και πλήρως αντι-εκπαιδευτικό. Όλα τα Αναγνωστικά βιβλία, που εισάγουν τα παιδιά στον κόσμο και τους προσφέρουν τις πρώτες και συνάμα ισχυρές παραστάσεις, διατρέχονται απ’ αυτό το ασφυκτικό πνεύμα. Υπάρχει και ένα ομόρροπης συντηρητικής πολιτικο-ιδεολογικής επιλογής πρόβλημα, η γλωσσική διαμάχη ή, πιο ορθά, η επιβολή της καθαρεύουσας ως επίσημης γλώσσας από την κυρίαρχη τάξη, πρόβλημα που καθηλώνει την πνευματικότητα του λαού και στομώνει την ευρύτερη μόρφωση των νέων. Η προγονοπληξία καλείται να επικαλύψει την ωμότητα του γλωσσικού διχασμού. Η Ελλάδα χάνει έδαφος στην πολιτισμική της ωρίμανση σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Ο δάσκαλος σ’ αυτή την περίοδο είναι εμβληματική μορφή. Συμβολίζει σε όλη την ελληνική επικράτεια την προσπάθεια της ελληνικής κοινωνίας για μόρφωση και εκπαίδευση σ’ όλα τα παιδιά, έστω και αν η προσπάθεια αυτή δεν περιλαμβάνει και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η οποία παραμένει επιλεκτική και δύσκολα προσεγγίσιμη από τη μεγάλη πλειοψηφία των μαθητών / μαθητριών. Ο δάσκαλος είναι σύμβολο της προόδου και της κοινωνικής εξέλιξης.

Ο δάσκαλος – έστω και σε πιο οικεία στα παιδιά μορφή – μαζί με τον παπά και τον χωροφύλακα αποτελούν τα επαγγέλματα – βασικούς θεσμούς αυτής της περιόδου. Κυριαρχεί πλήρως το αντιπαιδαγωγικό κλίμα και υπό το βάρος (και κυρίως με το πρόσχημα) της αμορφωσιάς των ελληνικών οικογενειών, ο δάσκαλος καλείται όχι απλά και μόνο να διδάξει ή να μεταβιβάσει γνώσεις αλλά και να καθορίσει τις στάσεις και τις συμπεριφορές των παιδιών με τρόπο αυταρχικό από το ζήτημα της καθαριότητας, του εκκλησιασμού και του κατηχητικού σχολείου μέχρι το ντύσιμό τους και το κούρεμά τους. «Το είπε ο δάσκαλος», ήταν η χαρακτηριστική (και τελική σε μια διαμάχη) φράση που σήμαινε εγκυρότητα και υπακοή στο όποιο περιεχόμενό της. Και για να κατανοηθεί ακόμα καλύτερα η εικόνα του δάσκαλου εκείνων των καιρών, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι καλός δάσκαλος σήμαινε εκτός των άλλων μάλλον αυστηρός δάσκαλος…

Ο δάσκαλος βέβαια ήταν αναπαραγωγός και όχι δημιουργός του αυταρχικού και αντιεκπαιδευτικού κλίματος. Ήταν και θύτης αυτού του κλίματος ως προς τα παιδιά και θύμα του ίδιου κλίματος από τις ασφυκτικές δημοσιοϋπαλληλικές επιταγές. Η βαριά σκιά του επιθεωρητισμού και ο έλεγχος των «κοινωνικών φρονημάτων» θα γίνουν η μέγγενη που όχι μόνο θα αποτρέψουν κάθε ίχνος παιδαγωγικής ελευθερίας και αυτονομίας, αλλά και θα αποτελούν το μόνιμο φόβο ακόμα και για την ίδια την εργασία των δασκάλων.

Παρόλα αυτά, ο δάσκαλος είχε κοινωνικό κύρος γιατί ήταν η κύρια και η εν πολλοίς η μόνη πηγή γνώσης ιδιαίτερα στον κόσμο της επαρχίας και έπαιζε σημαντικό ρόλο στη μορφωτική ανέλιξη των παιδιών και στην συνακόλουθη και σχεδόν βέβαιη για εκείνη την εποχή κοινωνική κινητικότητα. Είχε δηλαδή μια μορφή καθολικής νομιμοποίησης στις συνειδήσεις των γονέων και του κοινωνικού περιβάλλοντος.

Ακόμα και η ομορφιά του διδασκαλικού επαγγέλματος, αφού δεν ασκούσε χειρωνακτική εργασία – πλην του ξυλοδαρμού βέβαια… -, στοιχείο που εμφανώς δηλωνόταν στα απαλά και χωρίς ρόζους χέρια αλλά και – γιατί όχι – το καλό καθημερινό ντύσιμο, που για τους χωρικούς το πολύ να αντιστοιχούσε στο γαμπριάτικό τους ντύσιμο που είχε μετατραπεί σε γιορτινό και κυριακάτικο, ήταν φαινοτυπικά χαρακτηριστικά της διαφαινόμενης γενικότερης κοινωνικής προόδου και ως εκ τούτου το επάγγελμα του δασκάλου ασκούσε μια ξεχωριστή γοητεία, τη γοητεία του φωτεινού μέλλοντος.

Η αγάπη των γονέων που εκδηλωνόταν τόσο γενναιόδωρα προς το πρόσωπο του δάσκαλου και της δασκάλας καταδείκνυε την αποφασιστικότητα της κοινωνίας μας να αλλάξει τη ζωή των παιδιών και των νέων. Ο σεβασμός των οικογενειών προς το επάγγελμα του δασκάλου και της δασκάλας ήταν απόρροια και της πρώτιστης ανάγκης για διαπαιδαγώγηση των μαθητών / μαθητριών. Τότε δεν κυριαρχούσε η σημερινή μονομέρεια της μεταβίβασης της γνώσης ως κύριο ή και ως μοναδικό στοιχείο του εκπαιδευτικού επαγγέλματος. Τότε η κοινωνία μας προσδιόριζε με σαφή τρόπο το τι εννοούσε με ως πρόοδο… Και ο δάσκαλος και η δασκάλα ένιωθαν το βαρύ και συνάμα όμορφο έργο τους ως μια διαρκή κοινωνική αναγνώριση.

Υ.Γ.

Θεωρώ ότι πρέπει να μελετηθεί η προσφορά και ο ρόλος του δασκάλου και της δασκάλας αυτής της τόσο κρίσιμης για τη χώρα μας εποχής. Η δική μου προσωπική αναφορά – με βασική γραμμή πλεύσης τα βιώματά μου ως μαθητή εκείνης της περιόδου – είναι ένα μικρό ερέθισμα.