Του Νίκου Τσούλια

Η βαθιά ριζωμένη στις άπειρες πτυχές του εαυτού μας παιδικότητα ραγίζει κατά περιόδους, για παράδειγμα στις μεγάλες γιορτές, το συμπαγές εποικοδόμημα της μονότονης και «ορθολογικής» καθημερινότητας, μάς κάνει πιο οικείους, πιο ανθρώπινους. Μέσα σ’ ένα τέτοιο «ζεστό κλίμα» κάπου ξεπροβάλλει, έστω και ευκαιριακά, η εικόνα του βιβλίου είτε με τη μορφή κάποιου κλασικού ή παραδοσιακού δώρου είτε με τη μορφή του συγκυριακού διαβάσματος. Ωστόσο, η σχέση μας με το βιβλίο – σχέση που απεικονίζει ουσιαστικές πολιτιστικές αντιλήψεις μας – είναι λειψή και αποσπασματική.

Η κοινή διαπιστωτική εικόνα της «απονομιμοποίησης» του σχολικού περιεχομένου με την παιδαγωγική του αξία, της κρίσης του βιβλίου και της κυκλοφοριακής αφαίμαξης των εφημερίδων έχουν ένα κοινό τόπο: την αμφισβήτηση και την περιθωριοποίηση του διαβάσματος. Οι αναλυτές αυτού του φαινομένου ρίχνουν το βάρος της προσέγγισής τους κυρίως στην ταχεία ανάδειξη του διαδικτύου και των ποικίλων τεχνολογικών ευρημάτων. Ισχυρίζονται, με άμεσο ή έμμεση τρόπο, ότι οι νέες πηγές γνώσης είναι πιο γοητευτικές, πιο ψυχαγωγικές και κυρίως πιο αποτελεσματικές. Επιπρόσθετα, απαιτούν λιγότερο κόπο και ενέργεια, ενώ ταυτόχρονα δείχνουν μεγαλύτερη συμβατότητα με τις γοργές εξελίξεις των σημερινών και αυριανών εποχών.

Ωστόσο, γίνεται μια υπερεκτίμηση της δυναμικής και της ισχύος της γνώσης της τηλεοπτικής και εικονικής πραγματικότητας. Απλώς, οι εν λόγω τεχνολογικές πηγές «εκπέμπουν» αυτό που ανταποκρίνεται στην ιδεολογία της εποχής μας, την ιδιώτευση και τον ατομικισμό. Εκπέμπουν άφθονη πληροφόρηση, εν πολλοίς άχρηστη, για σημαντικά και ασήμαντα γεγονότα με έναν τρόπο που ο δέκτης δέχεται τη σημειολογία των συμβαινόντων αμέσως και αυθεντικά και αισθάνεται ότι είναι κοινωνός της τρέχουσας ιστορικότητας. Έτσι ο μοναχικός τηλεθεατής δεν επιζητεί κανέναν ρόλο υποκειμένου για τον εαυτό του, αφού «συμμετέχει» σε τόσα πολλά πράγματα. Άλλωστε και να ενεργεί με την κοινωνική του θέση σ’ ένα συγκεκριμένο πεδίο δράσης, ποιο είναι το ενδιαφέρον της δράσης του σε τόσα γεγονότα που συμβαίνουν ανά απειροελάχιστη χρονική στιγμή;

Υπάρχει ένα πολιτισμικό κενό όσον αφορά την αξία και τη δυναμική της μόρφωσης και της γνώσης, το οποίο φροντίζει να το γεμίσει με τον καλύτερο τρόπο η τηλεόραση, παραβιάζοντας κυριολεκτικά «ανοιχτές πόρτες». Η κινητήρια δύναμη για το βιβλίο και τη μάθηση ήταν το δόγμα «να αποκτήσουμε δύναμη με τη γνώση και να ισχυροποιήσουμε τη θέση μας στον κόσμο της οικονομίας». Σε σπάνιες περιπτώσεις η ανάγνωση αποκτά κάποια αυταξία, ενώ η γενική αντίληψη τη θεωρεί ως μια παθητική διαδικασία, που κατά κανόνα υποτάσσεται σε εξωγενείς και αλλότριους ως προς τον εαυτό μας συντελεστές.

Εδώ έχει γίνει και η αλλοίωση της θέσης του αναγνώστη. Ο αναγνώστης δεν είναι απλώς ένα «αντικείμενο», που συσσωρεύει ξένα ερεθίσματα. Ο W. Booth θεωρεί ότι «ο αναγνώστης κάνει τη μισή δουλειά», αφού ένα βιβλίο είναι ο τόπος δημιουργικής συνεύρεσης του αναγνώστη με το συγγραφέα και ίσως και με τους άλλους αναγνώστες. Αυτή η συνεύρεση μάλιστα δεν έχει μόνο κάποια καθολικά χαρακτηριστικά, αλλά εδράζεται κυρίως σε μια προσωπική ειδική σχέση με τον συγγραφέα και με τον ίδιο το Λόγο, τη γλώσσα μας. Πρόκειται ουσιαστικά για τη σχέση ανάγνωσης και ασυνειδήτου. Την προσεγγίζει με ιδιαίτερα γοητευτικό ύφος ο N. Holland: «Η ψυχαναλυτική θεωρία της λογοτεχνίας στηρίζει την άποψη ότι ο συγγραφέας εκφράζει και μεταμφιέζει παιδικές φαντασιώσεις. Ο αναγνώστης επεξεργάζεται ασυνείδητα το φαντασιακό μέρος του λογοτεχνικού έργου μέσω των δικών του εκδοχών αυτών των φαντασιώσεων. Και είναι ο χειρισμός αυτών των φαντασιώσεων, του αναγνώστη και του έργου, που οδηγεί στη μερική τους δικαίωση και προσφέρει τη λογοτεχνική τέρψη». Μπορούμε μάλιστα να ισχυριστούμε ότι όσο περισσότερο χαρακτηρίζεται ένα έργο από στοχαστικότητα, ερευνητικότητα και ποιητικότητα, τόσο αναδεικνύει την πολυαναγνωσιμότητα και εμβαθύνει τις σχέσεις συγγραφέα και αναγνώστη, κάθε αναγνώστη.

Το παιχνίδι με τις λέξεις, τις φράσεις, τις έννοιες, τις σκέψεις, τις αναζητήσεις, τα ερωτήματα, που τόσο απλόχερα δίνεται μέσα από το βιβλίο, είναι η καλύτερη κατάδυση στο εσωτερικό του εαυτού μας. Είναι ένα πεδίο στο οποίο νιώθουμε την ύπαρξή μας να δονεί τον εξωτερικό κόσμο. Είναι η περιδιάβαση στα άπειρα νοήματα, που δημιουργεί και κουβαλάει ο κόσμος μας, ο άνθρωπος. Είναι η ουσιαστική εμψύχωση της συνείδησής μας στον αγώνα απελευθέρωσής της από τα μικρά και ασήμαντα, από την τύρβη και την ισοπέδωση της καθημερινότητας. Είναι ένας προνομιακός τόπος της ανθρώπινης επικοινωνίας απαλλαγμένης από τη χειραγώγηση των υλικών αντικειμένων, που καταδυναστεύουν τη ζωή μας. Είναι τρόπος ύπαρξης.

Είναι μάλλον κοινή πεποίθηση ότι η στρεβλή σχέση ανθρώπου και ανάγνωσης αρχίζει από την παιδική ηλικία. Το παιδί καταγράφει στην πολιτισμική του μήτρα την παρουσία του βιβλίου ως κάποιου περιθωριακού στοιχείου. Η οικογενειακή εστία δύσκολα γνωρίζει τη θαλπωρή του. Το σχολείο συνδέεται με το βιβλίο με έναν ιδιότυπο ψυχαναγκασμό. Η αποστήθιση, ως κύρια λειτουργία της μαθησιακής αγωγής, τραυματίζει τη φιλικότητα του παιδιού προς το βιβλίο και ρίχνει σπέρματα αρνητικής στάσης προς αυτό στη διαμορφούμενη στάση του πολίτη. Όσα δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια δημιουργούν μια κινητικότητα οργανωμένης μελέτης (δημιουργία βιβλιοθήκης, εκθέσεις βιβλίων, συζητήσεις με συγγραφείς κλπ) προσφέρουν σημαντικά στην ανάπτυξη μιας ελεύθερης και δημιουργικής σχέσης του παιδιού με το βιβλίο.

Η εκπαίδευση δεν αντιμετωπίζει ούτε καν θεωρητικά τις παιδαγωγικές, γλωσσικές, ψυχολογικές, κοινωνιολογικές και αισθητικές όψεις της αναγνωστικής δραστηριότητας. Λίγοι αντιλαμβάνονται την τρομερή ισχύ της καλλιέργειας του συναισθηματικού μας κόσμου από το βιβλίο. Η μαθησιακή αγωγή, στο βαθμό που εξαρτάται από το διάβασμα, υπόκειται σε όλους τους προηγούμενους περιορισμούς και φυσικά δεν μπορεί να δώσει δυναμική ώθηση στην πνευματική καλλιέργεια και στην ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού. Τελικά, ένας πολίτης αυτής της σημειολογικής εξέλιξης του διαβάσματος θα επιζητεί το πολύ κάποια ανάλαφρα αναγνώσματα και ει δυνατόν τηλεοπτικής έμπνευσης και γραφής.

Είναι κοινή πεποίθηση των παιδαγωγών και των κοινωνιολόγων της εκπαίδευσης ότι η μορφωτική συνήθεια της ανάγνωσης αποκτιέται αδιόρατα και ανεπαίσθητα. Το μικροπεριβάλλον του νέου με όλα τα πολιτισμικά συμπαρομαρτούντα διαμορφώνει αξίες στον ισχυρό πυρήνα της συνείδησής του και προδιαγράφει εν πολλοίς τη στάση ζωής απέναντι στο βιβλίο, στη γνώση, στην αναζήτηση, στον προβληματισμό. Αν το παιδί στις προσλαμβάνουσες παραστάσεις ενσωματώνει την αισθητική του διαβάσματος ως μια γενικευμένη συμπεριφορά, αν γνωρίζει τους γονείς του ως θεράποντες του «ανοιχτού βιβλίου», αν βλέπει στο λεωφορείο, στους δημόσιους χώρους, στην «ουρά» της τράπεζας… ανθρώπους να περιδιαβαίνουν στις σελίδες της λογοτεχνίας, τότε το βιβλίο θα ριζώνει στην καρδιά και στην ψυχή του. Θα μείνει ένας φίλος, που πάντα θα υπάρχει στην τσάντα του, στα «αντικείμενα» που κουβαλάει μαζί του ως αναπόσπαστα στοιχεία της προσωπικής καθημερινής ζωής του.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στη φιλαναγνωσία. «Το βιβλίο είναι το παιδαγωγικό μέσο που επιτρέπει στους Ευρωπαίους να τοποθετηθούν μέσα σε μια πολιτιστική κοινωνία που σημαδεύεται από τη διαφορετικότητα των εθνικών και τοπικών πολιτισμών». Είναι κοινό μυστικό, άλλωστε, ότι η καλλιέργεια και η διακίνηση των ιδεών, η βαθύτερη επικοινωνία των ανθρώπων, το ατέλειωτο νήμα της έλλογης – στοχαστικής σκέψης μας με τα μικρά και τα μεγάλα ερωτήματα και τα απέραντα πεδία της γνώσης βρίσκουν το προσφορότερο έδαφος στις τυπωμένες σελίδες, που «ζητούν» σταθερά και επίμονα αναγνώστες, αναγνώστες ανήσυχους και δημιουργικούς.

Εδώ έγκειται και μια πλευρά της φοβερής ευθύνης, που δίνει δημιουργικότητα και γοητεία στο εκπαιδευτικό μας επάγγελμα. Να αναπτύξουμε την πολύπτυχη παιδαγωγική αξία του βιβλίου. Να εμπνεύσουμε τους μαθητές / τις μαθήτριές μας στην απόλαυση του διαβάσματος. Να διεισδύουν στα άπειρα νοήματα, που ξεπηδούν από τις οριζόντιες γραμμές των γραμμάτων και των λέξεων. Να νιώθουν την ομορφιά και τη χαρά της πνευματικής επικοινωνίας, της ανθρωπογνωσίας και της αυτογνωσίας.