Θυμάμαι τα πρώτα μου παραμύθια. Μου άνοιγαν τα μάτια μου σε αυτά που δεν έβλεπα γύρω μου. Με ταξίδευαν σε κόσμους μακρινούς και όμορφους.

 

Σαν έμενα μόνος μου, έπλαθα τους ήρωες όπως ήθελα, τρύπωνα και εγώ μέσα στην ιστορία τους.
Τα παραμύθια μού τα διάβαζαν από τα βιβλία και πίστευα ότι τα βιβλία έχουν πολλούς κόσμους μέσα τους. Γράφουν για πρωτόγνωρα ταξίδια, για παράξενα πλάσματα, για μαγικές φιγούρες, για απλούς ανθρώπους, για πράγματα που φώλιαζαν τα όνειρά μου και φτερούγιζε η φαντασία μου.
Και έτσι αγάπησα τα βιβλία…

Σα μεγάλωσα, έμαθα ότι το χαρτί των βιβλίων γίνεται από τα δέντρα. Και παρατηρούσα τα δέντρα προσεκτικά, ιδιαίτερα αυτά που ήσαν μοναχικά. Κοιτούσα τα κλαδιά τους που λικνίζονταν στον άνεμο και τα φύλλα τους που διαρκώς μιλούσαν με τα κύματα του αέρα.
Μιλούσαν μια γλώσσα άγνωστη στους ανθρώπους, που ίσως να αναφέρεται στους αλλόκοτους κόσμους των παραμυθιών.
Σκέφθηκα ότι από τα δέντρα περνάνε μάλλον στα βιβλία αυτές οι διηγήσεις των παιδικών χρόνων.
Αλλά ό,τι μας συνδέει με την παιδική μας ματιά, δε μας κάνει πιο αθώους και πιο ευτυχισμένους;
Και έτσι αγάπησα πιο πολύ τα βιβλία…

Σα μεγάλωσα περισσότερο, έμαθα ότι τα βιβλία τα γράφουν κάποιοι σοφοί άνθρωποι.
«Ποιοι είναι οι σοφοί;», ρώτησα μια παρέα μεγάλων.
«Αυτοί που γνωρίζουν πολλά και θέλουν να τα πουν και στους άλλους», μου είπε ο ένας.
«Όχι, αυτοί που αγαπάνε τη ζωή και θέλουν να μείνουν αθάνατοι», επέμενε ο δεύτερος.
Μα ο τρίτος είχε διαφορετική γνώμη.
«Σοφοί είναι αυτοί που αγαπάνε τους άλλους ανθρώπους και γι’ αυτή την αγάπη τους γράφουν», ψιθύρισε και με κοίταζε κατάματα.
Και έτσι αγάπησα ακόμα πιο πολύ τα βιβλία…