Από τον Ι.Κ.Γιαννούδη*

Σκηνή 1η: μια μαμά και ένα παιδάκι, έξω από ένα φωτογραφείο. Μόλις έχουν παραλάβει ένα φάκελο με τυπωμένες φωτογραφίες. Το παιδάκι θέλει με ενθουσιασμό να τις δει! Η μαμά όμως, που φανερά βιάζεται, τους τις παίρνει από το χέρι βίαια, πετάει και ένα «δεν είναι ώρα τώρα για αυτό» και προχωράει μπροστά. Το παιδί ακολουθεί, κλαίγοντας δυνατά…
Σκηνή 2η: ένας μπαμπάς με τον γιο του ψωνίζουν στο super market. Το παιδί, ηλικίας 5-6 ετών, θέλει να σπρώχνει το καρότσι. Μοιραία, κάθε λίγο και λιγάκι το ρίχνει επάνω στα ράφια ή σε άλλα καρότσια. Κάποια στιγμή ο μπαμπάς, πολύ εκνευρισμένος, σηκώνει το παιδί στον αέρα και το βάζει, παρά τη θέληση του, μέσα στο καρότσι, μιλώντας του έντονα. Τα ψώνια συνεχίζονται με τον μπαμπά να σπρώχνει πλέον το καρότσι και το παιδί να κλαίει με αναφιλητά…
Σκηνή 3η: Μια οικογένεια φορτώνει το αυτοκίνητο για να πάει διακοπές. Ένα μικρό κοριτσάκι επιμένει να κουβαλήσει μια μεγάλη, βαριά χάρτινη σακούλα. Λίγο πριν φτάσει στο αυτοκίνητο η σακούλα πέφτει και τα πράγματα σκορπίζονται. Η μαμά εμφανίζεται φωνάζοντας, παραμερίζει το παιδί και αρχίζει νευρικά να μαζεύει τα πεσμένα πράγματα. Το κοριτσάκι δίπλα κλαίει, με λυγμούς….
Και στις τρείς ιστορίες υπάρχει κάτι κοινό: η θέληση των παιδιών να συμμετάσχουν ενεργά στην πραγματική ζωή και η δυσκολία των γονέων να το αποδεχθούν. Γιατί;
Αν μπορούσαμε να ρωτήσουμε τους πιο πάνω γονείς «γιατί θυμώσατε με το παιδί σας;», φαντάζομαι ότι θα παίρναμε απαντήσεις του τύπου: «βιάζομαι, δεν έχω χρόνο για χαζομάρες» ή «έχουμε τόσα πράγματα να κάνουμε και αυτός/αυτή θέλει να παίξει».
Και που είναι το κακό αγαπητοί γονείς, σε αυτό; ποιος σας είπε ότι για τα παιδιά υπάρχει κάτι σοβαρότερο από το παιχνίδι;
Πλέον, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το παιχνίδι είναι ο σημαντικότερος τρόπος με τον οποίο τα παιδιά ανακαλύπτουν τον κόσμο, δυναμώνουν, γεμίζουν αυτοπεποίθηση και εν τέλει εξελίσσονται σε δυνατές και αυτόνομες προσωπικότητες. Αυτό έχει αποδειχθεί με χίλιους τρόπους επιστημονικά, τόσο βιολογικά όσο και ψυχολογικά.
Αυτό όμως που δεν γίνεται εύκολα αποδεκτό στην πράξη, είναι το δικαίωμα των παιδιών να παίζουν ελεύθερα δίχως εμείς, ως ενήλικες, να παρεμβαίνουμε. Ρωτήστε τον περίγυρο σας (και γιατί όχι τον ίδιο σας τον εαυτό): επιτρέπετε πραγματικά στο παιδί σας να παίζει όπως αυτό θέλει, κάθε στιγμή; Ή προσπαθείτε να ελέγξετε στο μέγιστο βαθμό τον χώρο, τον τρόπο και τον διαθέσιμο χρόνο αυτού του παιχνιδιού;
Η απάντηση πιθανότατα θα είναι «ναι μεν, αλλά». Δηλαδή, φυσικά επιτρέπω στο παιδί μου να παίζει ελεύθερα – αρκεί να υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες ασφάλειας, να υπάρχει χρονική διαθεσιμότητα, κλπ κλπ.
Λοιπόν αγαπητοί ενήλικες, όλα αυτά είναι φτηνές δικαιολογίες που εφευρίσκουμε για να μην χάσουμε το έλεγχο επάνω στα παιδιά μας. Διότι, οι φόβοι και οι εμμονές με τις οποίες μας έχουν διαποτίσει, μας κάνουν να πιστεύουμε ότι μόνο εμείς ξέρουμε ποιο είναι το σωστό για τα παιδιά μας και εμείς πρέπει να τους το διασφαλίσουμε.
Στην πραγματικότητα, συνήθως δεν έχουμε ιδέα για το τι θέλουν τα παιδιά. Δεν τα ακούμε όταν μας μιλάνε, δεν τα παρατηρούμε με προσοχή όταν παίζουν, δεν σεβόμαστε τις μικρές και μεγάλες επιθυμίες τους. Προσπαθούμε κάθε στιγμή εμείς να ορίσουμε το πλαίσιο της ζωής τους με βάση τις δικές μας ανάγκες. Και, οτιδήποτε ξεφεύγει από αυτό το πλαίσιο, θέλουμε να το περιορίσουμε ή να το αλλάξουμε.
Το αποτέλεσμα είναι να μεγαλώνουμε παιδιά που τα έχουν όλα, εκτός από το πιο σημαντικό: την δυνατότητα να αποφασίζουν τα ίδια για την ζωή τους. Παιδιά που δεν βιώνουν ποτέ τι σημαίνει πραγματική ελευθερία και ανεξαρτησία – και που φυσικά, όταν μεγαλώνουν, γίνονται εξαιρετικοί υπήκοοι. Όχι όμως ελεύθεροι πολίτες.
  • Για να μην μακρηγορούμε λοιπόν: Εάν πραγματικά μας ενδιαφέρει να αναθρέψουμε παιδιά ελεύθερα, χαρούμενα και ανεξάρτητα, πρέπει να σεβαστούμε κάποιες συνθήκες. Έστω και αν είναι με πόνο ψυχής….
  1. Τα παιδιά έχουν κάθε στιγμή το δικαίωμα να επιλέγουν με τι θέλουν να ασχοληθούν. Στο σπίτι και στο σχολείο.
  2. Εμείς, ως ενήλικες (γονείς και δάσκαλοι), έχουμε την υποχρέωση να σεβαστούμε τις επιθυμίες των παιδιών και να κάνουμε ότι μπορούμε για να διευκολύνουμε την υλοποίηση τους.
  3. Τα παιδιά μαθαίνουν μέσα από την αποτυχία και από την διαχείριση των «δύσκολων» συναισθηματικών καταστάσεων (π.χ. θυμός, απόρριψη, διεκδίκηση κλπ).
  4. Η παρέμβαση των ενηλίκων (γονέων ή δασκάλων) στις παραπάνω καταστάσεις θα πρέπει να είναι η ελάχιστη δυνατή. Τα παιδιά δεν ωφελούνται εάν τους λύσουμε το πρόβλημα. Τα παιδιά ωφελούνται όταν τους δείξουμε πόσο τα εμπιστευόμαστε και τους επιτρέψουμε να λύσουν μόνα τους το πρόβλημα τους.
  5. Tα παιδιά ανακαλύπτουν τον κόσμο μέσα από το παιχνίδι και από τις δραστηριότητες που μόνα τους επιλέγουν. Και τα παιδιά, τις περισσότερες φορές επιλέγουν παιχνίδι που συνδέεται άμεσα με καταστάσεις και με συνθήκες της πραγματικής ζωής.
Για το λόγο αυτό, μέσα σε ένα σχολείο ή μία οικογένεια, όταν πραγματικά επιτρέπεται να ανθίσει το ελεύθερο παιχνίδι, δύσκολα μπορούμε να το διαχωρίσουμε από την ζωή. Διότι, για τα παιδιά το παιχνίδι είναι η ίδια η ζωή (η περίφημη φράση του μεγάλου διανοητή ).
Εάν λοιπόν θέλουμε να μεγαλώσουμε παιδιά ελεύθερα, χαρούμενα και ανεξάρτητα, πρέπει με ενθουσιασμό να τους επιτρέπουμε να συμμετέχουν στην δική μας καθημερινότητα. Όταν ψωνίζουμε, όταν βάζουμε μπουγάδα, όταν επιδιορθώνουμε ένα παλιό έπιπλο.
Και να τους επιτρέπουμε να κάνουν λάθη, πολλά λάθη. Στην πραγματικότητα, να τα προτρέπουμε να κάνουν πολλά λάθη. Κι ας μας δημιουργούν εμάς χαζοπροβλήματα.
Μια ώρα καθυστέρηση σήμερα πριν φύγουμε για διακοπές – μια ολόκληρη όμως ζωή κερδισμένη αργότερα…