Κατά πόσο η τηλεόραση κάνει καλό ή κακό στην ανάπτυξη των βρεφών έχει προκαλέσει τον διχασμό των επιστημόνων και των γονέων. Μελέτη που έγινε στις ΗΠΑ δείχνει ότι δεν προκαλεί τίποτα απ’ τα δύο.
Ερευνητές από το Νοσοκομείο Παίδων της Βοστόνης με επικεφαλής τη Δρα Μαρί Σμιντ και σε συνεργασία με ειδικούς της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ και του Προγράμματος Φροντίδας Υγείας του Χάρβαρντ έθεσαν υπό ιατρική παρακολούθηση 872 παιδιά και διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχε συσχετισμός μεταξύ της ποσότητας του χρόνου που τα παιδιά έβλεπαν τηλεόραση πριν την ηλικία των δύο ετών και της ανάπτυξής τους σε ηλικία τριών ετών.

Κατά μέσο όρο, τα παιδιά έβλεπαν την ημέρα σχεδόν δύο ώρες τηλεόραση σε ηλικία έξι μηνών και 1,4 ώρες καθημερινά όταν ήταν 2 ετών.

Δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το 68% των παιδιών κάτω των δύο ετών βλέπουν τηλεόραση ή έχουν επαφή με ηλεκτρονικό υπολογιστή σε μια τυπική μέρα. Η Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής συστήνει τα παιδιά κάτω των δύο ετών να μη βλέπουν καθόλου τηλεόραση ή να μην έρχονται σε επαφή με άλλες οθόνες, ενώ μερικοί ειδικοί πιστεύουν ότι τα προγράμματα που προβάλλονται μπορεί να είναι επιμορφωτικά.

Στην παρούσα μελέτη, τα παιδιά που ζούσαν σε σπίτια με χαμηλό οικονομικό εισόδημα ή που οι μητέρες τους είχαν χαμηλότερη μόρφωση ήταν πιθανότερο να βλέπουν πολλή τηλεόραση. Επίσης πολλή τηλεόραση έβλεπαν τα παιδιά που δεν ανήκαν στη λευκή φυλή.

Όσα έβλεπαν τηλεόραση πολλές ώρες ως βρέφη είχαν λιγότερο καλές επιδόσεις σε ηλικία τριών ετών, αλλά η επίδραση εξαφανιζόταν ύστερα από συνυπολογισμό της μητρικής μόρφωσης, του λεξιλογίου, το οικογενειακού εισοδήματος και άλλων κοινωνικοοικονομικών χαρακτηριστικών.

Εν αντιθέσει με τις γονικές αντιλήψεις ότι η τηλεόραση είναι ωφέλιμη για τον παιδικό αναπτυσσόμενο εγκέφαλο, δεν εντοπίστηκαν στοιχεία γνωστικού οφέλους από την παρακολούθηση τηλεόρασης κατά τη διάρκεια των 12 πρώτων ετών της ζωής του ατόμου.

Τα ευρήματα έρχονται σε συμφωνία με αυτά άλλων ερευνών που είχαν δείξει ότι η τηλεόραση δεν έχει επίπτωση στις ακαδημαϊκές επιδόσεις των μεγαλύτερων παιδιών και εφήβων, όταν λαμβάνονται υπόψη οι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες.

Ωστόσο, άλλη έρευνα που αναφέρεται από τους ειδικούς έδειξε ότι η τηλεθέαση σε ηλικία τριών ετών συσχετίζεται με μικρότερη λεκτική ικανότητα σε ηλικία έξι ετών. Και επισημαίνουν ότι η καθοριστική αυτή επίδραση ενδεχομένως να μην καταστεί εμφανής μέχρι το παιδί να συμπληρώσει το τρίτο έτος και να χρειαστεί μεγαλύτερη λεκτική ευχέρεια. Ή μπορεί η τηλεόραση να κάνει περισσότερο κακό μεταξύ δύο και τριών ετών.

Σε κάθε περίπτωση, η τηλεόραση πρέπει να είναι υπό τον αυστηρό έλεγχο των γονέων, καθώς τα παιδιά που παρακολουθούν πολλές ώρες τηλεόραση κινδυνεύουν να εξελιχθούν σε παχύσαρκα, να εκδηλώσουν προβλήματα προσοχής και να μην κοιμούνται επαρκώς.