Νέα στοιχεία για το πώς ο κακής ποιότητας ύπνος σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης νόσου Αλτσχάιμερ δημοσιεύουν στο επιστημονικό έντυπο Brain ερευνητές από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Ουάσινγκτον στο Σεντ Λούις.

Ο Δρ Ντέιβιντ Χολτζμαν και οι συνεργάτες του παρατήρησαν ότι μόλις μια νύχτα διαταραγμένου ύπνου συντελεί σε αύξηση του β-αμυλοειδούς, ενώ μια εβδομάδα διαταραγμένου ύπνου συντελεί σε αύξηση της Ταυ. Και οι δύο πρωτεΐνες σχετίζονται άμεσα με τη νόσο Αλτσχάιμερ.

Για παράδειγμα, τα άτομα με άπνοια ύπνου εκδηλώνουν ήπια εξασθένηση της σκέψης και της μνήμης, κατά μέσο όρο 10 χρόνια νωρίτερα από άτομα χωρίς την εν λόγω διαταραχή ύπνου. Η ήπια γνωστική εξασθένηση μπορεί να είναι πρώιμη ένδειξη νόσου Αλτσχάιμερ.

Στο πλαίσιο της έρευνας, οι επιστήμονες ζήτησαν από 17 υγιείς εθελοντές, 35-65 ετών, χωρίς γνωστά προβλήματα ύπνου ή πνευματική φθορά, να φορέσουν μετρητές δραστηριότητας για δύο εβδομάδες πριν περάσουν μια νύχτα σε εργαστήριο ύπνου. Οι μετρητές κατέγραφαν την ποιότητα του ύπνου.

Οι μισοί συμμετέχοντες, με τυχαία επιλογή, υπέστησαν διακοπή του ύπνου τους για ένα βράδυ. Έναν μήνα αργότερα, το δεύτερο μισό της ομάδας υπέστη διακοπή του ύπνου κατά τη διάρκεια της νύχτας. Την ημέρα μετά από κάθε βραδιά διαταραγμένου ύπνου, οι εθελοντές υπεβλήθησαν σε μέτρηση των πρωτεϊνών β-αμυλοειδούς και Ταυ.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν 10% αύξηση στα επίπεδα του β-αμυλοειδούς μετά από κάθε νύχτα κακού ύπνου. Αλλά δεν αυξανόταν η Ταυ μετά από μια κακή νύχτα. Όμως, όσοι κοιμόντουσαν άσχημα επί μια εβδομάδα τελικά είχαν και αυτοί αύξηση στα επίπεδα της Ταυ.

«Αποδείξαμε ότι ο κακός ύπνος σχετίζεται με υψηλότερα επίπεδα δύο πρωτεϊνών που συνδέονται άμεσα με τη νόσο Αλτσχάιμερ. Πιστεύουμε, λοιπόν, ότι ίσως η χρόνια διαταραχή του ύπνου κατά τη μέση ηλικία μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο εκδήλωσης νόσου Αλτσχάιμερ μετέπειτα», εξηγεί ο Δρ Χολτζμαν, καθηγητής και επικεφαλής του Τμήματος Νευρολογίας στο αμερικανικό πανεπιστήμιο.

Η Δρ Γιο-Ελ Τζου, επίκουρη καθηγήτρια Νευρολογίας στο Πανεπιστήμιο Ουάσινγκτον του Σεντ Λούις, και μια εκ των συγγραφέων της μελέτης, συμπληρώνει πως «δεν μας εκπλήσσει το γεγονός ότι τα επίπεδα της πρωτεΐνης Ταυ δεν αυξάνονταν μετά από μια νύχτα κακού ύπνου, εν αντιθέσει με το β-αμυλοειδές το οποίο φυσιολογικά αλλάζει γρηγορότερα από την πρωτεΐνη Ταυ».

Και η ερευνήτρια διερωτάται αν όλα αυτά τελικά σημαίνουν ότι ένας κακός ύπνος συντελεί στην εκδήλωση της νόσου Αλτσχάιμερ.

«Πιθανόν όχι. Β-αμυλοειδές και Ταυ επιστρέφουν σε φυσιολογικά επίπεδα αμέσως μετά από νύχτα καλού ύπνου. Όμως, δεν ισχύει το ίδιο για άτομα με χρόνια προβλήματα ύπνου. Αυτοί έχουν χρονίως υψηλά επίπεδα του β-αμυλοειδούς και ζωικές μελέτες έχουν δείξει ότι αυτό συντελεί σε αυξημένο κίνδυνο δημιουργίας πλακών β-αμυλοειδούς και τελικά νόσου Αλτσχάιμερ», απαντά.