Η οικονομική κρίση έχει κάνει δυσκολότερη την καθημερινότητα των ασθενών με καρκίνο, δυσχεραίνοντας και την πρόσβασή τους στις θεραπείες τους, σύμφωνα με επιστήμονες στο Cancer Policy & Economics Conference.

Οι ειδικοί διαπίστωσαν ότι αυξήθηκε η οικονομική δυσχέρεια των ογκολογικών ασθενών διότι πολλοί από αυτούς λαμβάνουν έως και πέντε φάρμακα την ημέρα και δεν μπορούν, πλέον, να ακολουθήσουν κατά γράμμα τη θεραπεία τους. Παρήγορο είναι το γεγονός ότι πάνω από τους μισούς ασθενείς επισκέπτονται τον γιατρό τους τουλάχιστον μία φορά τον μήνα, την ώρα που οι ογκολογικές υπηρεσίες για τους ασθενείς είναι κατακερματισμένες και άνισα κατανεμημένες στους νομούς της χώρας.

Το 2020, σε διεθνές επίπεδο, ο καρκίνος θα λάβει επιδημικές διαστάσεις, όπως προβλέπουν οι επιστήμονες, καθώς τα περιστατικά θα πλησιάσουν τα 15 εκατ. Από τη άλλη πλευρά, σύμφωνα με στοιχεία της EUROPCARE, μειώνονται οι θάνατοι χάρη στις νέες θεραπείες και το έργο των γιατρών.

Όλα αυτά συμβαίνουν όταν το 50% των καρκίνων θεραπεύεται μέσω της επένδυσης σε έρευνα και ανάπτυξη σε καινοτόμες θεραπείες, επισημαίνουν οι επιστήμονες, οι οποίοι τονίζουν ότι η μείωση κατά 1% της θνησιμότητας από καρκίνο στις ΗΠΑ εξοικονομεί πάνω από 500 εκατ. δολάρια.

Οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις κάνουν λόγο για ασφυκτικά οικονομικά μέτρα, όπως η οριζόντια περικοπή τιμών, τα οποία επιβραδύνουν την καινοτομία και μειώνουν τις πηγές χρηματοδότησης για τις μελλοντικές θεραπείες.

Ο επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Υγείας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Κυριάκος Σουλιώτης, αναφέρθηκε σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε ογκολογικούς ασθενείς, η οποία έδειξε ότι αυξήθηκε η οικονομική δυσχέρειά τους.

«Πολλοί από αυτούς λαμβάνουν μέχρι και πέντε φάρμακα τη μέρα, γι’ αυτό μειώνεται η συμμόρφωσή τους στη θεραπεία, αλλά ευτυχώς πάνω από τους μισούς ασθενείς επισκέπτονται τον γιατρό τους τουλάχιστον μία φορά τον μήνα» σημείωσε.

Περίπου το 40% των ασθενών έχουν δυσκολία πρόσβασης στον γιατρό τους στο πρώτο ραντεβού, λόγω μεγάλης αναμονής στα ιατρεία των νοσοκομείων και εκεί υπάρχει κίνδυνος καθυστέρησης έναρξης της θεραπείας τους.

«Πάνω από 50% των ασθενών πάσχουν από κατάθλιψη, γι’ αυτό πρέπει να καταβάλλουμε σημαντικές προσπάθειες για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής τους» ανέφερε ο κ. Σουλιώτης. Πρέπει να επενδύσουμε στην εκπαίδευση των ασθενών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι το 27,1% των ασθενών εξακολουθούν και καπνίζουν» πρόσθεσε.

Η πρόεδρος Συλλόγου Καρκινοπαθών-Εθελοντών-Φίλων-Ιατρών «ΚΕΦΙ» Αθηνών, Ζωή Γραμματόγλου, τόνισε ότι «το κεντρικό πρόσωπο στο σύστημα υγείας πρέπει να είναι ο ασθενής. Όμως, ο ογκολογικός ασθενής δεν αντιμετωπίζεται σωστά. Λόγω του καρκίνου, πολλοί ασθενείς χάνουν τις δουλειές τους και πέφτουν σε οικονομική ανέχεια. Οι γυναίκες ασθενείς με καρκίνο του μαστού πληρώνουν, πλέον, το 60% του κόστους θεραπείας τους, όταν πριν τρία χρόνια είχαν 100% κάλυψη και δεν πλήρωναν τίποτα. Στο όνομα του περιορισμού της σπατάλης περάσαμε στην εποχή του παραμελημένου ασθενή, που κοστίζει πολλαπλάσια στο σύστημα υγείας».

Ο πρόεδρος της Ελληνικής Αντικαρκινικής Εταιρείας, Ε. Φιλόπουλος, υπογραμμίζει ότι στην Ελλάδα της κρίσης, το έργο των Ελλήνων ογκολόγων ανταγωνίζεται, παρά τις αντιξοότητες, αυτό των Ευρωπαίων συναδέλφων τους. «Όμως η διόγκωση του κράτους και η έλλειψη του πραγματικά απαραίτητου προσωπικού δυσχεραίνει την πρόσβαση των ογκολογικών ασθενών στις θεραπείες τους» εξηγεί.

Ο παθολόγος-ογκολόγος, Πάρις Κοσμίδης, επισημαίνει ότι σήμερα ο καρκίνος είναι η πρώτη αιτία θανάτου στις ΗΠΑ και η δεύτερη αιτία θανάτου στην Ευρώπη και συμπληρώνει: «Το 2020 ο καρκίνος θα φτάσει τα επίπεδα επιδημίας, πλησιάζοντας τις 15 εκατ. περιπτώσεις. Ευτυχώς, όμως, αν και αυξάνεται το κόστος, η έρευνα προοδεύει και τα νέα φάρμακα είναι πιο στοχευμένα και πιο αποτελεσματικά».

Ο πρόεδρος του ΣΦΕΕ, Πασχάλης Αποστολίδης, εκτιμά ότι «μεγαλώνουν οι ανισότητες στην πρόσβαση και η ανασφάλεια των πολιτών. Οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις επενδύουν σε προγράμματα πρώιμης πρόσβασης και σε κοινωνικά προγράμματα υπέρ των ασθενών» και υποστηρίζει ότι «τα τελευταία μέτρα του υπουργείου Υγείας υποσκάπτουν την πρόσβαση των ασθενών, γιατί στοχεύουν για άλλη μία φορά το φάρμακο, ενώ αντιπροσωπεύει στο συνολικό κόστος υγείας μόνο το 20% των συνολικών δαπανών».