Σε τρία από τα τέσσερα δείγματα μελιού από τις έξι ηπείρους της Γης εντοπίστηκαν νεοκοτινοειδή φυτοφάρμακα, αν και σε ποσότητες εντός των ορίων ασφαλείας για τη διατροφή των ανθρώπων.

Τα νεοκοτινοειδή εμφανίσθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και σήμερα αποτελούν το ένα τρίτο περίπου της παγκόσμιας αγοράς παρασιτοκτόνων φυτοφαρμάκων. Ονομάσθηκαν έτσι, επειδή βασίζονται στη χημική δομή της νικοτίνης, ενώ η προστατευτική δράση τους οφείλεται στο ότι επιτίθενται στο κεντρικό νευρικό σύστημα των καταστροφικών για τα φυτά εντόμων και άλλων παρασίτων, προκαλώντας τους παράλυση και θάνατο. Οι μέλισσες απορροφούν τα νεοκοτινοειδή μαζί με τη γύρη και το νέκταρ των φυτών.

Η χρόνια επίπτωση των νεοκοτινοειδών στις μέλισσες και στα άλλα έντομα που κάνουν την πολύτιμη εργασία της επικονίασης των φυτών, αποτελεί θέμα επιστημονικής έρευνας και διαμάχης εδώ και χρόνια. Ορισμένες μελέτες έχουν συσχετίσει τα εν λόγω φυτοφάρμακα με τη μείωση του πληθυσμού και την επιδείνωση της υγείας των μελισσών.

Οι υψηλότερες συγκεντρώσεις νεοκοτινοειδών βρέθηκαν στα μέλια της Βόρειας Αμερικής (στο 86% των δειγμάτων), της Ασίας (80%) και της Ευρώπης (79%), όπου τα εν λόγω φυτοφάρμακα έχουν εν μέρει απαγορευθεί από το 2013. Η μικρότερη περιεκτικότητα διαπιστώθηκε στα μέλια της Νότιας Αμερικής (57%). Βρέθηκαν ίχνη των εν λόγω χημικών ουσιών ακόμη και σε μέλια από απομακρυσμένα μέρη, όπως νησιά στη μέση του Ειρηνικού ωκεανού.

Οι επιστήμονες καθησύχασαν ότι τα ευρήματά τους δεν πρέπει να ανησυχήσουν όσους τρώνε μέλι. Σύμφωνα με τον Μίτσελ, «η μεγάλη πλειονότητα των δειγμάτων που μελετήσαμε, δεν αντιπροσωπεύει τον οποιονδήποτε κίνδυνο για τους καταναλωτές».

«Τα νεοκοτινοειδή είναι αρκετά κάτω από το όριο, συνεπώς νομίζω ότι δεν αποτελούν σημαντική πηγή ανησυχίας για τη δημόσια υγεία», δήλωσε στο BBC ο λέκτορας αγροοικολογίας Αλεξάντρ Αεμπί του ίδιου ελβετικού πανεπιστημίου.