Η αυξημένη LDL-C είναι μία διαταραχή της χοληστερόλης ή/και των λιπιδίων στο αίμα και είναι αναγνωρισμένη ως σημαντικός παράγοντας κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο.

Στις ΗΠΑ ζουν σχεδόν 11 εκατομμύρια άτομα με αθηροσκληρωτική καρδιαγγειακή νόσο και/ή FH, τα οποία έχουν μη ρυθμιζόμενα επίπεδα LDL-C που υπερβαίνουν τα 70 mg/dL, παρά τη θεραπεία με στατίνες ή άλλες θεραπείες μείωσης της χοληστερόλης.

Περισσότερο από το 60% των ασθενών υψηλού κινδύνου στην Ευρώπη αδυνατεί ακόμη να μειώσει επαρκώς τα επίπεδα της LDL-C με στατίνες ή άλλους εγκεκριμένους αντιλιπιδαιμικούς παράγοντες. Μεταξύ των ασθενών πολύ υψηλού κινδύνου, το ποσοστό αυτό υπερβαίνει το 80%. Υπολογίζεται ότι στις περισσότερες χώρες διαγιγνώσκεται λιγότερο από το 1% των πασχόντων από οικογενή υπερχοληστερολαιμία (ετερόζυγο και ομόζυγο).

«Οι αναλύσεις συνεχίζουν να διαμορφώνουν τα κλινικά στοιχεία για το evolocumab και βοηθούν να κατανοήσουμε περαιτέρω την ικανότητά του να ωφελεί τους ασθενείς» δήλωσε ο Sean E. Harper, MD, εκτελεστικός αντιπρόεδρος του τμήματος έρευνας και ανάπτυξης της Amgen. «Τα δεδομένα που παρουσιάστηκαν στο ESC παρέχουν περαιτέρω γνώσεις για τον αντίκτυπο του evolocumab σε πολλαπλούς πληθυσμούς ασθενών, που διατρέχουν υψηλότερο καρδιαγγειακό κίνδυνο και χρήζουν πρόσθετων θεραπευτικών επιλογών».

Ερευνητές που εξέτασαν την «αποτελεσματικότητα του evolocumab σε ασθενείς που ανήκουν σε όλες τις υποομάδες καρδιαγγειακού κινδύνου κατά ESC/EAS» ταξινόμησαν συνολικά 2.532 ασθενείς από τρεις Φάσης 3 μελέτες διαρκείας 12 εβδομάδων, βάσει των τεσσάρων κριτηρίων κινδύνου (πολύ υψηλός, υψηλός, μέτριος και χαμηλός) της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Καρδιολογίας και της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης.

Η ανάλυση έδειξε ότι η αγωγή με 140 mg evolocumab ανά δύο εβδομάδες ή 420 mg ανά μήνα μείωσε σταθερά, σε όλες τις ομάδες κινδύνου, τα εναρκτήρια επίπεδα της LDL-C και άλλων λιπιδίων, έως τον μέσο όρο των 10 και 12 εβδομάδων, σε σύγκριση με εθελοντές που λάμβαναν εικονικό φάρμακο ή εζετιμίμπη (ezetimibe).

Σε μία άλλη παρουσίαση, οι ερευνητές, που εξέτασαν την «μακροπρόθεσμη ασφάλεια, ανεκτικότητα και αποτελεσματικότητα του evolocumab σε ασθενείς με ετερόζυγο οικογενή υπερχοληστερολαιμία» διαπίστωσαν ότι η αγωγή επί 48 εβδομάδες με evolocumab οδήγησε σε αξιοσημείωτες μειώσεις διαρκείας των επιπέδων της LDL-C σε αυτούς τους ασθενείς.

«Αυτά τα μακροπρόθεσμα δεδομένα έρχονται να προστεθούν στο αυξανόμενο σύνολο των επιστημονικών στοιχείων που υποστηρίζουν την ικανότητα του evolocumab να μειώνει ουσιαστικά τα επίπεδα της LDL χοληστερόλης στους ασθενείς με οικογενή υπερχοληστερολαιμία» δήλωσε ο G. Kees Hovingh, MD, Ph.D., από το τμήμα αγγειακής ιατρικής του Ακαδημαϊκού Ιατρικού Κέντρου στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας».

Η οικογενής υπερχοληστερολαιμία είναι μία κληρονομική πάθηση, που οδηγεί σε εκ γενετής υψηλά επίπεδα LDL χοληστερόλης, τα οποία μπορεί να οδηγήσουν σε αυξημένο κίνδυνο πρόωρης καρδιαγγειακής νόσου τους ασθενείς.