Ο ζάπλουτος είναι αρχαιοελληνική λέξη και σημαίνει «πάρα πολύ πλούσιος, βαθύπλουτος», από το μόριο ζα (= πολύ) και πλούτος. Ο αποκλίνων τύπος προέρχεται από σύγχυση με το πάμπλουτος = παν + πλούτος.