Γύρω στα 1250, ολόκληρη σχεδόν η Ευρώπη δοκίμασε τη φοβερότερη αναβροχιά. Η γη ξεράθηκε, τα σπαρτά κάηκαν και οι φτωχοί κόντευαν να πεθάνουν από την πείνα.

Ύστερα έπεσαν και οι αρρώστιες –πανούκλα και τύφος προπαντός- που ξεκλήρισαν ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Αυτό ήταν ένα από τα μεγάλα «θανατικά» που αναφέρουν τόσο συχνά οι παλιοί χρονικογράφοι στα γραπτά τους.

Την εποχή εκείνη οι μύλοι, που άλεθαν το στάρι γύριζαν με τροχούς και πέτρες. Αλλά όπως είχαν ξεραθεί τα ποτάμια, οι τροχοί έμεναν σε αδράνεια.

Παρ’ όλα αυτά οι άρχοντες τα βόλευαν μια χαρά, επειδή οι αποθήκες τους ήταν γεμάτες τρόφιμα και οι τεράστιες στέρνες των πύργων τους είχαν ακόμη νερό.

Έτσι, χωρίς να λογαριάζουν τους άλλους ανθρώπους που λιμοκτονούσαν, το έριχναν σε ολονύχτια γλέντια, αδιαφορώντας για τα αδειανά στομάχια των γειτόνων τους.

Όταν, λοιπόν, οι φτωχοί άκουγαν τους άρχοντες να διασκεδάζουν. Έλεγαν μοιρολατρικά μεταξύ τους: «Θα γυρίσει και για μας ο τροχός». Δηλαδή, θα βρέξει και θα ξανακινηθούν οι μυλόπετρες, που θα αλέσουν στάρι, για να χορτάσουν και οι φτωχοί.