Οι τρεις συμβουλές (Ιρλανδικό παραμύθι)
paramuthoi
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε έναν άγονο και φτωχό τόπο ένα αντρόγυνο. Ο άντρας, που τον έλεγαν Γιάννη, ήταν εργάτης γης, αλλά στα μέρη του δεν έβρισκε δουλειά και αποφάσισε να φύγει και να αναζητήσει αλλού την τύχη του. Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε και κατά το βραδάκι έφτασε σ’ ένα πλούσιο σπίτι. Χωρίς να διστάσει χτύπησε την πόρτα και ρώτησε αν ήθελαν κανέναν εργάτη. Και ήταν τυχερός, γιατί ο αφέντης του σπιτιού τον πήρε αμέσως στη δούλεψή του.
Πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος και ο αφέντης τον φώναξε κοντά του.
«Δούλεψες καλά και άξια, Γιάννη, να ο μισθός σου, όμως, αν μου τον δώσεις πίσω, εγώ θα σου προσφέρω για αντάλλαγμα μια καλή συμβουλή».
Ο Γιάννης σκέφτηκε λιγάκι και απάντησε:
«Χρειάζομαι τα χρήματα, αλλά η συμβουλή σου μπορεί να είναι πιο χρήσιμη. Την ακούω».
«Ποτέ να μην αφήνεις έναν παλιό γνώριμο δρόμο για χάρη ενός καινούριου».
Πέρασε ένας ακόμη χρόνος, κι όταν ήρθε η ώρα να πληρωθεί ο Γιάννης, ο αφέντης του αντί για χρήματα του έδωσε μία ακόμα συμβουλή.
«Κρατήσου μακριά από τους καυχησιάρηδες».
Τα ίδια έγιναν και τον επόμενο χρόνο. Η συμβουλή, αυτή τη φορά, ήταν:
«Να είσαι τίμιος ό,τι και να συμβεί».
Ο Γιάννης αγαπούσε πολύ τον αφέντη του, αλλά είχε νοσταλγήσει το σπίτι του και τη γυναίκα του.
«Καλέ μου αφέντη, μαζί σου έμαθα πολλά και δούλεψα καλά. Τώρα όμως πρέπει να γυρίσω στους δικούς μου».
Κι έτσι, ήρθε η ώρα του αποχαιρετισμού… Το επόμενο πρωί, ο αφέντης ξεπροβόδισε τον Γιάννη και τον φίλεψε ένα μεγάλο καρβέλι ψωμί.
«Πάρε αυτό το καρβέλι, και κόψ’ το την ώρα της πιο μεγάλης σου χαράς, όχι νωρίτερα».
Ξεκίνησε λοιπόν ο Γιάννης και στον δρόμο συνάντησε τρεις εμπόρους από το χωριό του.
«Καλώς σε βρήκαμε, για πού το ‘βαλες;»
«Γυρνάω στο χωριό, στη γυναίκα μου», απάντησε ο Γιάννης.

«Ελα τότε μαζί μας», του πρότειναν οι έμποροι και ο Γιάννης δέχτηκε με χαρά.

Περπάτησαν ώρα πολλή, ώσπου έφτασαν σ’ ένα σταυροδρόμι.

«Πάμε από τον καινούριο δρόμο, είναι πιο σύντομος και πιο καλός».
Όμως, ο Γιάννης θυμήθηκε τη συμβουλή του αφέντη του κι έμεινε στον παλιό. Κι έκανε πολύ σωστά, γιατί, πριν καλά καλά ξεμακρύνει από τους συμπατριώτες του, άκουσε τις φωνές τους:
«Κλέφτες! Κλέφτες!»
Ληστές τούς είχαν στήσει καρτέρι πίσω από τα δέντρα.
«Κλέφτες! Κλέφτες», φώναξε και ο Γιάννης τρομαγμένος. Τότε οι ληστές φοβήθηκαν με τη σειρά τους και το ‘βαλαν στα πόδια. Μερικές ώρες αργότερα, ο Γιάννης ξανασυναντήθηκε με τους εμπόρους στο γειτονικό χωριό.
«Σου χρωστάμε τη ζωή μας, έλα να μείνουμε στο ίδιο πανδοχείο και να σου κάνουμε το τραπέζι».

Ο Γιάννης τους ακολούθησε πρόθυμα. Όμως την ώρα που άρχισαν να τρώνε και να πίνουν, οι έμποροι βάλθηκαν να καυχιούνται μεγαλόφωνα για τις καλές τους τις δουλειές και τα πολλά λεφτά που είχαν κερδίσει στα ταξίδια τους. Τότε, ήταν που θυμήθηκε τη δεύτερη συμβουλή του αφέντη του και σηκώθηκε από το τραπέζι.

«Φίλοι μου, ευχαριστώ, δέχτηκα το τραπέζι σας, αλλά δεν μπορώ να δεχτώ και τη φιλοξενία σας. Θα μείνω στο διπλανό το χάνι, που είναι και το πιο φτηνό».

Αυτό και έκανε… Δεν είχε όμως προλάβει να κλείσει τα μάτια του, όταν άκουσε και πάλι φωνές: «Κλέφτες! Κλέφτες!» Κοίταξε τρέμοντας απ’ το παράθυρο, και είδε τους τρεις εμπόρους να τρέχουν μες στη νύχτα και τρεις μαυροντυμένους να τους κυνηγούν. Όρμησε μες στο σκοτάδι το κατόπι τους, κάνοντας όση φασαρία μπορούσε. Κάτι στρατιώτες που αναπαύονταν στο χάνι ξύπνησαν κι αυτοί κι έτσι, όλοι μαζί, κυνήγησαν τους κακοποιούς, που χάθηκαν στο δάσος και μάλλον ακόμα τρέχουν.

«Γιάννη, μας έσωσες τη ζωή για δεύτερη φορά, μάλλον μας άκουσαν την ώρα που καυχιόμασταν και θέλησαν να μας ληστέψουν. Ζήτα μας ό,τι θέλεις και θα το ‘χεις».

«Δεν θέλω τίποτα», είπε ο Γιάννης χαμογελώντας, «μονάχα λίγο ύπνο ακόμα…» και γύρισε στο κρεβάτι του να ξεκουραστεί.

Όταν ξύπνησε το πρωί, οι έμποροι είχαν κιόλας φύγει. Πάει να βγει από την πόρτα του, και σκοντάφτει σ’ ένα πουγκί με χρυσά νομίσματα. Τρέχει να τους προλάβει, αλλά αυτοί είχαν γίνει καπνός. Τι να κάνει ο Γιάννης; Έριξε το πουγκί στο δισάκι του και πήρε τον δρόμο για το σπίτι του.
Έφτασε το απόγευμα, γεμάτος χαρά που ξανάβλεπε τη γυναίκα του. Φάγανε, τα
είπανε, αλλά ο Γιάννης δεν είχε ησυχία. Ήθελε να επιστρέψει τα χρήματα στους εμπόρους. Ρώτησε από δω, ρώτησε από κει, στο τέλος έμαθε ότι έμεναν στην κορφή του λόφου, σ’ ένα αρχοντόσπιτο που έμοιαζε με παλάτι.
Πήγε και χτύπησε την πόρτα. Του άνοιξε ο πιο μεγάλος από τους τρεις, που δεν πίστευε στα μάτια του, όταν ο Γιάννης του έδωσε το πουγκί.
«Δεν έχω δει πιο τίμιο άνθρωπο στη ζωή μου, αυτά τα χρήματα είναι δικά σου. Και από αύριο το πρωί έλα να πιάσεις δουλειά κοντά μου».
Τότε θυμήθηκε ο Γιάννης την τρίτη συμβουλή του αφέντη του και γύρισε καταχαρούμενος στο σπίτι.

«Με συμβούλεψε να είμαι τίμιος, και είχε δίκιο! Πόσο ευτυχισμένος νιώθω!»

Ήταν η πιο κατάλληλη στιγμή να κόψουν το καρβέλι του αφέντη. Αλλά, μόλις το μαχαίρι ακούμπησε το ψωμί, από μέσα κατρακύλησαν ένα σωρό χρυσά νομίσματα. Ήταν οι μισθοί των τριών χρόνων που ο Γιάννης είχε ανταλλάξει με τις τρεις πολύτιμες συμβουλές.