Οργίαζε η παιδική φαντασία. Έβαζε μέσα στα βιβλία ό,τι περιέγραφαν. «Μα που χωράνε τόσοι άνθρωποι, πλοία, ποτάμια, λαοί και πολιτείες;». «Υπάρχουν παράλληλα σύμπαντα και δεν μπορούμε να τα δούμε», θα του εξηγήσει πολλά χρόνια αργότερα ένας φυσικός. Αλλά η παιδική απορία θα μείνει ανέπαφη, γεμάτη ερωτηματικά. Αυτός εκεί στην απορία.

Του Νίκου Τσούλια

Και όταν μεγάλωσε, εξακολουθούσε να έχει τα ίδια ερωτήματα «ακόμα και αν είναι έτσι, φαίνεται ότι δε θέλω να συμφωνήσω με τις επιστημονικές εξηγήσεις», σκέφτηκε, «άλλωστε ποιος πιστεύει σε τέτοιες μεταφυσικές φιλολογίες; ή μήπως άραγε είμαι βαρεμένος από το πολύ διάβασμα, αλλά πώς να το καταλάβεις αυτό; κανένας δεν μου έχει κάνει κάποιον υπαινιγμό».
Αλλά και το βιβλίο που κρατούσε στα χέρια του είχε και αυτό τις δικές του απορίες. «Μα τι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Νομίζουν ότι μόνο αυτοί υπάρχουν; Μόνο αυτοί δημιουργούν τους δικούς τους κόσμους; Δεν καταλαβαίνουν πως, όταν γεννηθεί ένα δημιούργημα είτε από τον Θεό είτε από τον άνθρωπο αυτό αποκτά ένα δικό του σύμπαν; Δεν το βλέπουν στα παιδιά τους; Απορούν και θαυμάζουν που μεγαλώνουν και ξαναρχίζουν το παιχνίδι της ζωής; Όχι. Γιατί δεν αντιλαμβάνονται ότι το ίδιο συμβαίνει και με το άλλο δημιούργημά τους, τα βιβλία;».
«Μήπως δεν είναι όλα αληθινά όσα γράφουν τα βιβλία; Και ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι αυτό είναι πραγματικό και το άλλο ανύπαρκτο; Αυτά που δημιουργεί η φαντασία δεν είναι αληθινά; Αν δεν είναι έτσι, πώς η φαντασία προχωρά την τέχνη και την επιστήμη; Με τα ψέματα; Κάτι δεν πάει καλά».
Το κακό είναι ότι τα έλεγε φωναχτά. «Και άλλοι κάνουν παράλογες σκέψεις», του είπε ο στενός φίλος του, που δεν ήταν των γραμμάτων και των τεχνών, «αλλά δεν λέμε όλα όσα σκεφτόμαστε». «Και με θεωρούν τρελό, δηλαδή, οι άλλοι;». «Όχι, φίλε μου, μην ανησυχείς, απλώς όλοι εδώ πιστεύουν ότι τα πολλά γράμματα βαράνε λίγο το μυαλό, αλλά όχι είσαι φυσιολογικός».
«Ξέρεις, όμως, μερικές φορές νομίζω ότι μου μιλάνε τα βιβλία ή εγώ τα λέω και νομίζω ότι τα ακούω από τα βιβλία; αν έχει ήρωες – στα μυθιστορήματα και στα διηγήματα, τότε βγαίνουν αυτοί από τις σελίδες και θέλουν κουβέντα μαζί μου, αν δεν υπάρχουν ήρωες εμφανίζεται ο συγγραφέας, μερικές φορές γράφω το τι μου λένε στις άκρες της σελίδας και το ξαναδιαβάζω μετά».
«Αυτοί μιλάνε για εμάς, ο ένας κάτι φαίνεται να καταλαβαίνει, κάτι αντιλαμβάνεται ότι συμβαίνει αλλά δεν μπορεί να το εξηγήσει, ο άλλος ζει στον κόσμο του, νομίζει ότι ο κόσμος φτιάχτηκε μόνο για τον άνθρωπο, πού να νιώσει το πνεύμα των βιβλίων…».
Είχε γυρίσει στο χωριό μετά από σχεδόν είκοσι χρόνια στην Αθήνα, ελαιοχρωματιστής αλλά το διάβασμα ήταν η ζωή του, “ένας απλός αναγνώστης είμαι”, πάντα είχε ένα βιβλίο στο χέρια, βιβλίο και κομπολόι, τοίχους δεν είχε το υπόγειο διαμέρισμά του στη Χαριλάου Τρικούπη, ήταν γεμάτο βιβλιοθήκες, συμμετείχε και σε μια θεατρική ομάδα, όχι δεν έκανε παρέα με τους αναρχικούς, τους θεωρούσε και αυτούς «ενταγμένους στο σύστημα», ήταν αναρχικός για τους αναρχικούς των Εξαρχείων, δεν του άρεσε κάποια καθορισμένη δράση «η δράση σε ομαδοποιεί και αυτό σου στερεί την απόλυτη ελευθερία», ήταν αναχωρητής από τη συνηθισμένη ζωή, δεν παντρεύτηκε, δεν νοιαζόταν για το μέλλον του, δεν έτρεχε να προλάβει το λεωφορείο και ας περίμενε μετά μισή και παραπάνω ώρα για το επόμενο, «δε θα μου καθορίζουνε τη ζωή τα λεωφορεία και τα δρομολόγιά τους», αδυναμία του το εσπρέσο στου Φλόκα στην Κοραή, πάντα με το τσιγάρο στο χέρι – αυτό τον έφαγε, καρκίνος στα πνευμόνια, αδύνατος πάντα σε όλη του τη ζωή, ξερακιανό θα τον έλεγαν οι λογοτέχνες, τα μάγουλά του βαθουλωμένα, τσίμπαγε σαν πουλί, στο πιάτο πάντα είχε υποψία φαγητού, σαν ασκητής, «άμα πεινάσω, κάτι θα βρω να φάω», δεν ανησυχούσε για ό,τι έκανε τους άλλους να τρέμουν στη ζωή τους, στο χωριό αν δεν διάβαζε, έπαιζε καμιά κολιτσίνα με τα γερόντια «αφού θα πεθάνω γρήγορα, νομίζω ότι η παρέα μου είναι οι παππούδες», του άρεσε να κερνάει, όσο είχε χρήματα στην τσέπη του έδινε την παραγγελιά αμέσως σε όποιον έμπαινε στο μαγαζί, όταν τελείωναν, δικαιολογούταν αμέσως «δεν έχω άλλα λεφτά», άμα ερχότανε πολιτικός και όλοι τρέχανε να “του φιλήσουνε το χέρι” αυτός ακούνητος, “κέρασέ τους” έλεγε πνιχτά, “αυτοί θα φέρουνε τη συμφορά στον τόπο”, ύψωνε τη φωνή του και αποχωρούσε κουνώντας το κεφάλι, τα βράδια ανέβαινε στο φτωχικό του, στο χτήμα πάνω στην πλαγιά στην «Παναγιά» – παλιό σταροχώραφο τώρα λιοστάσι – και αυτό γεμάτο βιβλία, με λάμπα πετρελαίου, η μάνα του έμενε μόνη της στο χωριό «όλη μου τη ζωή την έζησα μόνος, με τα βιβλία μου, δεν μπορώ αλλιώς…», λιγομίλητος, περισσότερο άκουγε τους άλλους που μιλούσαν, «μιλάω όταν είμαι μόνος, όταν διαβάζω, συνέχεια μιλάω, έχω την εντύπωση ότι και τα βιβλία όλο κάτι λένε, άλλες φορές το κατανοώ, άλλες όχι, θα συνεχίσουμε τις συζητήσεις και στον τάφο…», είχε ξεχωρίσει ποια βιβλία ήθελε κοντά του, τα έβαλαν με προσοχή μαζί του – “κοντά στα χέρια μου να τα πιάνω εύκολα” – σαν πέθανε στα πενήντα και κάτι, ο φίλος μου ο Πάνος, ο «Πάνος με τα βιβλία του…».