Του Βασίλη Παναγιωτίδη

Τα παιδικά του μάτια έβλεπαν τους γονείς του να τον πουλούν σε τσιγγάνους Ρομά έναντι ενός καλού αντιτίμου…
Βίωσε μόλις στο ξεκίνημα της ζωής του το πιο σκληρό πρόσωπό της. Όταν τα άλλα συνομήλικα παιδιά έπαιζαν και διασκέδαζαν, όπως επιβάλλει αυτή η ηλικία, ο Τόνι Σούλης βρέθηκε, χωρίς τη θέλησή του, στα φανάρια να ζητιανεύει για τους σύγχρονους δουλεμπόρους και όταν δεν είχε τα ανάλογα αποτελέσματα, έπεφτε συχνά θύμα βίαιων συμπεριφορών.

Ο φόβος και η απαξίωση ήταν τα μοναδικά συναίσθημα που μπορούσε να νοιώσει. Άγριο ξύλο, αγοροπωλησία από τους ίδιους του τους γονείς, αλλά και συλλήψεις και απελάσεις από την αστυνομία, ήταν μερικά από τα βιώματα ενός μικρού αγοριού που διένυε μόλις την πρώτη δεκαετία της ζωής του.
Σήμερα ο 21χρονος πλέον Τόνι έχει ξεφύγει από όλα αυτά, έχει κάνει τη δική του οικογένεια και προσπαθεί να της προσφέρει όλα αυτά που δεν μπόρεσε να ζήσει ο ίδιος. Παράλληλα όμως δεν ξεχνάει και τα παιδικά του όνειρα που είχε κρυμμένα βαθιά μέσα στην ψυχή του. Το τραγούδι και η υποκριτική ήταν και παραμένουν οι μεγάλες του αγάπες (όπως βέβαια τονίζει ο ίδιος στο Thousandnews.gr μετά από την γυναίκα του και το νεογέννητο παιδάκι τους).

Με τον κολλητό του φίλο έχουν δημιουργήσει ένα συγκρότημα με την ονομασία «Ορφανές ψυχές» και, όπως μας αναφέρει ο ίδιος, «είναι καιρός να το κυνηγήσουμε επαγγελματικά».
Ο νεαρός Τόνι δεν έμεινε μόνο εκεί, όσον αφορά τον καλλιτεχνικό κομμάτι, καθώς είχε και ένα μικρό ρόλο στην ταινία “Προστασία” σε σκηνοθεσία του Χρήστου Νικολέρη, με πρωταγωνιστή τον Μιχάλη Ιατρόπουλο.

Πώς ξεκίνησε η περιπέτεια της ζωής σου;
Μέναμε με την οικογένειά μου στην Αλβανία, σε μια παράγκα πάνω στο βουνό. Ήμουν πολύ μικρός όταν ήρθαν κάποιοι τσιγγάνοι στο σπίτι μας και πρότειναν στους γονείς μου να με δώσουν σ´ αυτούς. Ήθελαν να με βγάλουν στα φανάρια να ζητιανεύω και να κερδίζω χρήματα που θα μοιράζονταν αυτοί με την οικογένεια μου. Θυμάμαι πολύ καλά τη στιγμή που έδιναν χρήματα στη μητέρα μου για να με πάρουν. Έτσι και έγινε. Για μια εβδομάδα ταξίδευα με αυτούς μέσα από τα βουνά της Αλβανίας και κάποια στιγμή φτάσαμε στην Αθήνα. Μπήκαμε σε ένα σπίτι με άλλα 8 άτομα και την επόμενη μέρα βγήκα στα φανάρια για δουλειά. Μου είχαν πει ότι θα ήμουν καλά στην Ελλάδα, αλλά όταν έφτασα είδα μια άλλη εικόνα.

Πώς ήταν η ζωή σου με αυτούς τους ανθρώπους που σε έφεραν στην Ελλάδα;

Η ζωή μου ήταν πολύ δύσκολη. Όταν δεν κατάφερνα να φέρω αρκετά χρήματα από τα φανάρια, μου έδιναν πολύ ξύλο. Ήμουν με άλλα επτά παιδιά που έκαναν όλα την ίδια δουλειά. Ήταν δύσκολα. Όταν ήμουν μικρός στην Αλβανία δεν περνούσα καλά, αλλά στην Αθήνα ήταν ακόμη χειρότερα. Με χτυπούσαν σε καθημερινή βάση. Με χτυπούσαν, αν δεν έφερνα πολλά χρήματα στο σπίτι. Αν δεν έφερνα καθόλου χρήματα, χτυπούσαν ακόμη περισσότερο. Με όλη τη δύναμή τους. Με μπουνιές και κλωτσιές. Αισθανόμουν πολύ άσχημα, ήθελα να ξεφύγω και να πάω στους γονείς μου.

Πώς κατάφερες να ξεφύγεις;

Με βρήκε κάποιος εισαγγελέας στα φανάρια και με πήγε σε ίδρυμα, στην παιδόπολη “Αγία Βαρβάρα”. Στην ηλικία των 6 ετών. Εγώ φοβήθηκα και το έσκασα. Πήδηξα μια καγκελόπορτα και γύρισα σ´ αυτούς που έμενα. Δεν είχα άλλη διέξοδο. Γύρισα στο σπίτι και με χτύπησαν άσχημα, γιατί είχα χαθεί τόσες μέρες. Και γύρισα στα φανάρια. Εκείνη την ημέρα που επέστρεψα δεν είχα καταφέρει να βγάλω καθόλου χρήματα. Όταν γύρισα και είδαν ότι δεν έφερα λεφτά, ήθελαν να με τιμωρήσουν. Γέμισαν έναν κουβά με πολύ ζεστό νερό και έβαλαν το κεφάλι μου μέσα, μέχρι που σπαρταρούσα. Όταν μου έβγαλαν το κεφάλι από τον κουβά μου έδωσαν και μια σφαλιάρα και με έστειλαν πίσω στα φανάρια. Γύρισα σπίτι όταν βράδιασε και κατάφερα να βγάλω λίγα χρήματα. Η αστυνομία με έπιασε άλλες δυο-τρεις φορές. Μάλιστα κάποιες φορές με έστειλαν πίσω στην Αλβανία και εκεί οι πραγματικοί γονείς μου με ξαναπούλησαν σε τσιγγάνους και επέστρεψα πάλι στην Ελλάδα. Εγώ ήθελα να γυρίζω πάντα στους γονείς μου στην Αλβανία. Όχι γιατί τους αγαπούσα αλλά γιατί ένιωθα ότι εκεί ήταν βάση μου. Γύρισα στην Ελλάδα, στα φανάρια. Με έπιασε πάλι η αστυνομία και με έστειλε πάλι στην “Αγία Βαρβάρα”. Αποφάσισα να μην το σκάσω αυτή τη φορά. Μετά πήγα σε ίδρυμα στον Βόλο και στην συνέχεια στο Παπάφειο στην Θεσσαλονίκη. Ήταν δύσκολα χρόνια. Οι σχέσεις μεταξύ των παιδιών δεν ήταν πολύ εύκολες. Πολλές φορές παίζαμε και ξύλο μεταξύ μας.

Είχες όνειρα ως παιδάκι;

Ήθελα πάντα να γίνω διάσημος, να γίνω ηθοποιός, τραγουδιστής. Στην ηλικία των 12 ετών κατάφερα να το πραγματοποιήσω κατά κάποιον τρόπο, αφού κατάφερα να έχω έναν μικρό ρόλο στην ταινία “Προστασία” σε σκηνοθεσία του Χρήστου Νικολέρη, με πρωταγωνιστή τον Μιχάλη Ιατρόπουλο. Ήθελαν ένα παιδάκι και είχαν έρθει για casting στο ίδρυμα. Ήμουν ο τελευταίος που είδε ο σκηνοθέτης. Και με διάλεξε. Χάρηκα πολύ. Ήταν μια πολύ ωραία εμπειρία. Και τα υπόλοιπα παιδιά του ιδρύματος χάρηκαν με την επιτυχία μου. Μέσα στο ίδρυμα με έναν φίλο μου δημιουργήσαμε και ένα μουσικό συγκρότημα, τις “Ορφανές Ψυχές”. Το όνομα του συγκροτήματος έχει σημασία για εμάς, γιατί μπορεί να έχουμε γονείς που ζούνε, αλλά εμείς μεγαλώσαμε σε ορφανοτροφείο με πολλές δυσκολίες. Το ξεκινήσαμε για πλάκα αλλά θέλουμε να ασχοληθούμε σοβαρά, γιατί η μουσική μας εκφράζει και μας δίνει δύναμη. Η μουσική με ηρεμεί και με κάνει να βγάζω τα απωθημένα μου. Η μουσική μας συνδυάζει τη χιπ χοπ με ποπ αλλά και λαϊκά ακούσματα.

Σήμερα πως είναι η ζωή σου;

Σήμερα είμαι 21 έτους. Αν και μικρός έχω καταφέρει να παντρευτώ και να αποκτήσω τον γιό μου που σήμερα είναι 5 μηνών. Αισθάνομαι πάρα πολύ όμορφα, είμαι πολύ χαρούμενος και θέλω να προσφέρω πολλά στο παιδί μου. Θέλω πάνω από όλα να του προσφέρω αγάπη, κάτι που εμείς δεν είχαμε πάρει ποτέ. Και η γυναίκα μου είχε περάσει δύσκολες οικογενειακές καταστάσεις και θέλω ο Θεός να μας έχει πάντα καλά και να σκεφτόμαστε θετικά και να προσφέρουμε στον μικρό πάρα πολύ αγάπη. Αυτό το παιδί είναι τα πάντα για μένα. Δεν μπορώ να το εκφράσω. Τα λόγια είναι πολύ λίγα για να εκφράσω την αγάπη μου για αυτό το παιδί.

Πώς γνωριστήκατε με τη σύζυγο σου;

Γνωριζόμαστε από 12 ετών. Την γνώρισα μέσα από εκδηλώσεις του ιδρύματος. Πριν από δύο χρόνια ξανασυναντηθήκαμε, ερωτευτήκαμε και παντρευτήκαμε.

Τι αίσθηση σου έχει αφήσει όλη αυτή η περιπέτεια της ζωής σου;

Πιστεύω ότι μέσα από τις δυσκολίες έγινα πιο δυναμικός άνθρωπος.

Με τους βιολογικούς γονείς σου έχεις επικοινωνία σήμερα;

Όταν ενηλικιώθηκα και έφυγα από το ίδρυμα, άρχισα να επικοινωνώ τηλεφωνικά μαζί τους. Στην αρχή μου μιλούσαν πολύ γλυκά, μου έλεγαν πόσο με αγαπάνε και ότι τους έλειψα. Σκέφτηκα ότι μπορεί να μετάνιωσαν για όσα έκαναν και να έχουν αλλάξει. Ήθελα να τους δώσω μια δεύτερη ευκαιρία. Δυστυχώς λίγο καιρό μετά μου ζήτησαν να τους στείλω χρήματα, γιατί παντρευόταν ο αδελφός μου. Εκεί στενοχωρήθηκα. Κατάλαβα ότι δεν άλλαξε τίποτα και τους ενδιέφεραν μόνο τα λεφτά. Τους είπα ότι δεν θέλω να έχω ξανά καμιά επαφή μαζί τους και δεν ξαναμιλήσαμε. Δεν έχω δει ποτέ τα αδέλφια μου, εκτός από έναν. Δεν ξέρω καν πόσα ακριβώς αδέλφια έχω. Έχω χάσει τον αριθμό.

Πώς αισθάνεσαι όταν βλέπεις σήμερα παιδιά των φαναριών στον δρόμο;

Στενοχωριέμαι. Σκέφτομαι τις δύσκολες στιγμές του κάθε παιδιού. Σκέφτομαι ότι το χτυπάνε στο σπίτι και ότι κάποιος περιμένει να βγάλει λεφτά από αυτό το παιδί. Θέλω να περάσω και ένα μήνυμα πάνω σ´ αυτό. Κανένας από εμάς που θέλουμε να βοηθήσουμε αυτά τα παιδάκια, δεν μπορεί να τα βοηθήσει δίνοντάς τους χρήματα. Αν δίνουμε χρήματα βοηθάμε αυτό το σύστημα να υπάρχει και να διογκώνεται. Είναι σαν να συντηρούμε εμείς το εμπόριο των φαναριών. Όσο δίνουμε χρήματα, τόσο πολλαπλασιάζεται ο αριθμός των παιδιών που δουλεύουν στα φανάρια. Καλύτερα να τους δώσουμε φαγητό ή να καλέσουμε τις αρχές. Είναι το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε.

Πώς βλέπεις τη ζωή από εδώ και πέρα;

Θέλω να πραγματοποιηθούν τα όνειρά μου. Βλέπω τη ζωή πολύ διαφορετικά. Θέλω να βρω μια σταθερή δουλειά για να ζούμε καλά με τη γυναίκα μου και το παιδί. Τώρα έχω μια εποχιακή καλοκαιρινή δουλειά, αλλά από Σεπτέμβριο θα είμαι άνεργος και είναι κάτι που με αγχώνει πολύ. Δεν θέλω να λείψει τίποτα στο παιδί μου. Θέλω να το παλέψω πάρα πολύ. Ταυτόχρονα θέλω να συνεχίσω την ενασχόληση με τη μουσική μου. Θέλω να το τελειοποιήσω και να το κάνω όσο πιο επαγγελματικά γίνεται.