«Έξω από τη Μονή, συναντώ μια γιαγιούλα μαυροφορεμένη, από αυτές που θά’ λεγες πως δεν υπάρχουν πια, πως χάθηκαν μαζί με μια άλλη Ελλάδα που εξαφανίστηκε. Κι όμως! Κάτω από τον ανοιξιάτικο ήλιο… Γράφει ο Δημήτρης Σωτηρόπουλος

η γριά αυτή προσπαθεί να βγάλει τα προς το ζην πουλώντας χόρτα που …. μάζεψε η ίδια, στους προσκυνητές. Πιάνω ψιλή κουβέντα μαζί της».
«Πόσο χρονών είσαι, γιαγιά;»
«Ογδόντα οχτώ γιε μου», απαντά.
«Και μαζεύεις τα χόρτα αυτά μονάχη σου; Δεν φοβάσαι; Δεν κουράζεσαι;», επιμένω αδιάκριτα.
«Πώς να ζήσω, παιδί μου, έτσι που μας έκαναν; Κάπως πρέπει να δουλέψω κι εγώ», απαντά με απόλυτη φυσικότητα. Ποιος ξέρει τι πενιχρή σύνταξη θα παίρνει.
«Εσείς οι νέοι», συνεχίζει ακάθεκτη, «να δουλέψετε κι εσείς όπως πρέπει». Αυτό μοιάζει όχι τόσο με παράκληση, όσο με προσταγή μιας μάνας που ενδιαφέρεται για τα παιδιά της.
Συνεχίζει την κουβέντα με τον πατέρα μου. Τη ρωτάω αν μπορώ να την φωτογραφήσω. Δέχεται με κάποια συστολή.

Ο φακός καταγράφει παραπάνω από χίλιες λέξεις: Ένα πρόσωπο κουρασμένο, αλλά καθαρό. Πονεμένο ίσως, μα φωτεινό. Με τις ζάρες των 88…Μαΐων, αλλά με βλέμμα μικρού παιδιού. Με όρεξη για ζωή και δημιουργία που ίσως δεν έχουμε εμείς οι νέοι.
Έχουμε αργήσει και πρέπει να φύγουμε. Η γιαγιούλα μας αποχαιρετά με χίλιες δυο ευχές. «Ο Θεός να σας ξαναφέρει εδώ πάνω», επαναλαμβάνει. Της κάνουμε μια τελευταία ερώτηση:
«Πώς θα πας στο σπίτι σου, γιαγιά; Μένεις εδώ κοντά;»
«Ναι, σ’ ‘ενα χωριό παρακάτω. Με τα πόδια θα πάω…»
Πράγματι, το χωριουδάκι ήταν 2-3 χιλιόμετρα κατηφόρα. Την ανηφόρα όμως πως την ανέβηκε;
Πώς άνθρωποι αυτής της ηλικίας παλεύουν και αγωνίζονται, έστω για τα καθημερινά τους πράγματα; Και πώς οι νεότεροι, δείχνουμε να έχουμε συμβιβαστεί με την υπάρχουσα κατάσταση και δεν σηκωνόμαστε από τις καρέκλες μας όχι…χόρτα να πάμε να μαζέψουμε, αλλά ούτε δυο βήματα να κάνουμε προς τα εμπρός;
Μ’ αυτές τις σκέψεις κατηφορίζουμε προς την Λαμία. Μέσα μου, μια πρόταση επαναλαμβάνεται μονότονα:
«Σ’ ευχαριστούμε γιαγιά, γι’ αυτό το καλό μάθημα που μας έδωσες».