Ο Τζον Κόρκοραν μεγάλωσε στο Νέο Μεξικό των ΗΠΑ στις δεκαετίες των 1940 και 50. Με άλλα πέντε αδέλφια στην οικογένεια, τελείωσε το λύκειο, πήγε πανεπιστήμιο και έγινε δάσκαλος στην δεκαετία του ’60. Μια δουλειά που τον απασχόλησε για 17 χρόνια. Όμως, όπως εξηγεί παρακάτω  στη δημοσιογράφο του BBC Sarah McDermott , έκρυβε ένα παράξενο μυστικό.

Το Vaterlo 2013 σας παρουσιάζει ένα μέρος της συνέντευξης του Κόρκοραν που μας αποδεικνύει άλλη μία φορά ότι ακόμα και αν η εκπαιδευτική διαδικασία νοσεί,και αν το σχολείο μπορεί να παραμένει ‘’βαρετό’’, δε χάνεται κανείς όταν έχει θέληση για μάθηση.

Απολαύστε τον Κόρκοραν:

«Όταν ήμουν μικρός, οι γονείς μου έλεγαν πως ήμουν νικητής. Και για τα έξι πρώτα χρόνια της ζωής μου πίστευα αυτό που μου έλεγαν. Είχα αργήσει να μιλήσω, αλλά ξεκίνησα το σχολείο με την ελπίδα να μάθω να διαβάζω όπως τα αδέλφια μου, και τα πρώτα χρόνια κύλησαν εύκολα. Δεν υπήρχαν πολλές απαιτήσεις από εμάς. Καθόμασταν στη σειρά, στοιχισμένοι, καθόμασταν, δε μιλούσαμε, πηγαίναμε στην τουαλέτα την ώρα που έπρεπε.

Ξαφνικά όμως στην δευτέρα δημοτικού έπρεπε να μάθουμε να διαβάζουμε. Για μένα αυτό ήταν σαν να ανοίγω Κινέζικη εφημερίδα και να την κοιτώ. Δεν καταλάβαινα τι λέγανε εκείνες οι γραμμές. Σαν παιδί στα έξι μου, στα εφτά μου, στα οχτώ μου, δεν ήξερα πως να πω πως έχω πρόβλημα.

Θυμάμαι τις νύχτες προσευχόμουν: «Σε παρακαλώ Κύριε, κάνε με να μάθω να διαβάζω αύριο», έλεγα. Κάποιες φορές άνοιγα το φως έπαιρνα ένα βιβλίο, και το κοιτούσα με την ελπίδα να δω αν έγινε κάποιο θαύμα. Μάταια όμως.

Στο σχολείο κατέληξα να είμαι στη σειρά με τους χαζούς. Μαζί με άλλα παιδιά που δυσκολευόντουσαν να διαβάζουν. Δεν ξέρω πως έφτασα εκεί, δεν ήξερα πως να φύγω από εκεί, και δεν ήξερα τι ερώτηση να κάνω για να μάθω πως να φύγω από εκεί.  Δεν το λέγανε έτσι βέβαια οι δάσκαλοι. Δεν υπήρχε κάτι κακό σε αυτό. Όμως εμείς οι μαθητές το αποκαλούσαμε «η σειρά με τους χαζούς». Όταν βρίσκεσαι εκεί, αρχίζεις να σκέφτεσαι πως μάλλον είσαι χαζός.

Στις συναντήσεις με τους γονείς, οι δάσκαλοι λέγανε στους γονείς μου πως είμαι έξυπνο παιδί θα τα πιάσει όλα. Και μετά πήγα στην Τρίτη τάξη. Στην Τετάρτη, στην Πέμπτη…

Αλλά δεν καταλάβαινα και δεν έπιανα τίποτα.

Όταν έφτασα στην Πέμπτη τάξη παράτησα το διάβασμα. Ντυνόμουν κάθε μέρα, πήγαινα στο σχολείο και ένιωθα πως πήγαινα στον πόλεμο. Μισούσα την τάξη. Ήταν ένα εχθρικό περιβάλλον και εγώ έπρεπε να επιζήσω εκεί μέσα. Μετά άρχισα να περνώ τη μέρα μου στο γραφείο του διευθυντή. Ήμουν αντιδραστικός, μάλωνα, ήμουν ένας κλόουν, αναστάτωνα τους άλλους, αποβλήθηκα. Δεν ήταν όμως αυτή η συμπεριφορά μου, ούτε αυτό που θα θελα να είμαι. Είχα επιθυμία να πετύχω, να γίνω καλός μαθητής αλλά δεν μπορούσα. Μετά απλά κουράστηκα να ντροπιάζω τους άλλους και εμένα.  Αν συμπεριφέρεσαι στο γυμνάσιο ευπρεπώς θα καταφέρεις να βρεις  τον δρόμο σου. Έτσι θα έκανα οτιδήποτε, και αυτό αποφάσισα να κάνω στο γυμνάσιο.

Ήθελα να γίνω αθλητής, ήμουν καλός στα αθλήματα, στα μαθηματικά, μπορούσα να μετράω λεφτά και να δίνω ρέστα, ήδη πριν πάω στο σχολείο. Ήμουν κοινωνικός. Έβαζα άλλο κόσμο να κάνει τα μαθήματά τα δικά μου.  Μπορούσα να γράψω το όνομά μου, κάποιες λέξεις που θυμόμουν, όχι όμως ολόκληρες προτάσεις. Παιδί γυμνασίου, με ικανότητες διαβάσματος νηπιαγωγείου. Δεν είπα ποτέ σε κανέναν πως δεν μπορώ να διαβάζω. Στα τεστ αντέγραφα ή τα έδινα σε άλλον να τα γράψει. Όταν όμως πήγα στο κολλέγιο με μια πλήρης αθλητική υποτροφία, εκεί ήταν άλλη ιστορία.

Σκέφτηκα πως θα τα καταφέρω άραγε τώρα; 

Μπήκα σε μια αδελφότητα που είχε αντίγραφα παλιών εξετάσεων. Υπήρχαν καθηγητές που βάζανε κάθε χρόνο τα ίδια θέματα. Αυτός ήταν ένας τρόπος. Μια φορά έδωσα το γραπτό μου σε άτομο εκτός τάξης από το παράθυρο να τα γράψει για μένα. Ακόμα και κλειδαρά έφερα μια φορά να ανοίξει ένα συρτάρι κλειδωμένο που το έκλεψα με τη βοήθεια φίλων από το γραφείο ενός καθηγητή για να δω τα θέματα. Όμως μετά από αυτό το τελευταίο ξάπλωσα στο κρεβάτι και έκλαψα. Και αναρωτήθηκα γιατί το κρατούσα μυστικό τόσα χρόνια.

Οι γονείς μου έλεγαν πως τα άτομα που τελειώνουν μια σχολή βρίσκουν πιο εύκολα δουλειές και αυτό ήθελα να κάνω. Και το να είμαι καθηγητής ήταν εύκολη κρυψώνα. Ποιος θα υποψιαζόταν έναν καθηγητή που δεν ήξερε να διαβάζει;

Όταν αποφοίτησα και μπήκα στη δουλειά δεν έγραψα ποτέ τίποτα στον πίνακα. Ούτε τους έδωσα ποτέ τίποτα τυπωμένο. Δίδασκα αθλητισμό, κοινωνικές σπουδές, δακτυλογράφηση. Εγώ που έγραφα 65 λέξεις το λεπτό χωρίς να ξέρω τι γράφω. Βλέπαμε ταινίες στην τάξη, είχαμε πολλές συζητήσεις. Κατάλαβα γρήγορα ποιοι από τους μαθητές μου ήταν καλύτεροι και μπορούσαν να με βοηθήσουν. «Οι βοηθοί του δάσκαλου». Κανείς δεν  κατάλαβε ποτέ τίποτα. Στις συναντήσεις των καθηγητών που πάντα έτρεμα μην μου ζητήσουν να γράψω κάτι, σκέφτηκα πως αν μου ζητούσαν να μιλήσω θα έπεφτα κάτω και θα έκανα πως λιποθυμώ.

Κάποιες φορές νόμιζα πως ήμουν καλός στη δουλειά μου, αλλά αυτό ήταν μια λάθος εντύπωση.

Παντρεύτηκα μετά και ένα βράδυ είπα στην γυναίκα μου «Κάθυ δεν ξέρω να διαβάζω». Δεν το κατάλαβε, νόμιζε πως δεν διαβάζω πολύ. Το κατάλαβε αργότερα, όταν είδε πως διάβαζα μια ιστορία στην κόρη μας, χωρίς στην ουσία να διαβάζω αυτό που είχα μπροστά μου, αλλά λέγοντας μια ιστορία δική μου, από το μυαλό μου.

Τότε συνέβη κάτι που με βοήθησε  να απαλλαγώ από αυτό το μαρτύριο. Δίδαξα σε σχολείο από το 1961 έως το 1978. Οχτώ χρόνια αργότερα είδα στην τηλεόραση την Μπάρμπαρα Μπους να μιλάει για τον αναλφαβητισμό. Τότε πείστηκα να πάω στην τοπική βιβλιοθήκη, είδα τον διευθυντή και του είπα τι συνέβαινε. Ήταν ο δεύτερος άνθρωπος στη ζωή μου που του είπα αυτό το πράγμα.

Μου βρήκε μια εθελόντρια 65 ετών, όχι καθηγήτρια. Ήταν απλά μεγάλη η αγάπη της για το διάβασμα. Και με έβαλε να γράψω ένα ποίημα. Είχα τόσα πράγματα στο μυαλό μου και δεν ήξερα πως να τα πω. Οι ενήλικες που δεν ξέρουν να διαβάζουν είναι φυλακισμένοι στην παιδικότητά τους. Δεν έχουμε μεγαλώσει ακόμα.

Και μετά πείστηκα να πω την ιστορία μου. Αν και δεν ήθελα να την πω. Όμως με έπεισαν πως έπρεπε να το κάνω. Για να πείσω και άλλους. Που δεν ξέρουν να διαβάζουν. Αυτή λοιπόν είναι η ιστορία μου.

Photographs courtesy of John Corcoran.

, ΒΒC