Είμαι ο Στράτος, μπαμπάς του Γιάννη και του Άγγελου…

Πρίν 2 μήνες έχασα τη γυναίκα μου σε τροχαίο. Ήταν στο αυτοκίνητο με το αφεντικό της που λίγες μέρες μετά χάθηκε και αυτός.

Στα παιδιά μου δεν έχω πεί τίποτα γιατί δεν θέλω να θυμούνται άσχημα τη μητέρα τους και δεν τους αφορά.

Είχα αντιληφθεί πως κάτι συνέβαινε τον τελευταίο καιρό αλλά δεν γνώριζα τι. Την είχα ρωτήσει αν έτρεχε κάτι, αν είχε προβλήματα στη δουλειά αλλά είχε αρνηθεί. Όταν μετά από λίγο καιρό τη ξαναρώτησα ευθέως αν υπήρχε άλλος, πάλι είχε αρνηθεί. Εγώ όμως ήξερα. Πρέπει να ήταν μαζί για λίγο καιρό και δεν πρόλαβα να την πιέσω. Έφυγε…

Όσοι γνωρίζουν, νομίζουν πως χάρηκα ή πως νιώθω ότι αποδόθηκε δικαιοσύνη. Όχι δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος και ο θάνατός της δεν με δικαίωσε, δεν μου γύρισε τη προδοσία πίσω. Δεν ήθελα να πεθάνει η μητέρα των παιδιών μου, επειδή με απατούσε ούτε το τέλος της απαλύνει το πόνο μου. Βρέθηκα ξαφνικά με ένα παιδί στο Γυμνάσιο και ένα στη πρώτη δημοτικού, να πρέπει να εξηγώ τι σημαίνει θάνατος και που πήγε η μαμά. Να τα διαβάζω μόνος μου για δύο εντελώς διαφορετικές τάξεις, να τα πηγαίνω μόνος μου σε δύο εντελώς διαφορετικές δραστηριότητες και ταυτόχρονα να αντιμετωπίζω αυτό το στάβλο που λέγεται Ελληνικό δημόσιο και που δεν μπορεί 2 μήνες μετά να διαχωρίσει τον ΑΦΜ μου από της γυναίκας μου. Ακόμα δεν έχουμε ξεμπερδέψει και μάλλον δεν πρόκειται.

Τον τελευταίο καιρό δεν τα πηγαίναμε καλά, είχαμε αφοσιωθεί υπερβολικά στις δουλειές μας και δεν κάθισε κανένας μας να βρεί χρόνο για τον άλλον. Είχαμε ένα χρόνο να κάνουμε έρωτα και παραπάνω από χρόνο να βγούμε οι δυο μας. Δεν ξέρω πως βουλιάξαμε και πότε. Όταν εκείνη ξυπνούσε εγώ κοιμόμουν. Όταν εκείνη γύριζε εγώ έφευγα. Ήταν τα ωράρια μας περίεργα αλλά και στα ελάχιστα ρεπό μας, δεν μιλούσαμε και ασχολούμασταν με τα παιδιά. Ένα μήνα πρίν το τροχαίο είχαμε αρχίσει να κοιμόμαστε χώρια. Πίστευα πως ήταν μια φάση και πως θα το ξεπερνούσαμε. Πως έφταιγαν τα ωράριά μας και όταν θα καλυτέρευαν οι συνθήκες της δουλειάς μας θα τα κάναμε όλα.

Μου φαίνεται πως έτσι τη πατάνε τα περισσότερα ζευγάρια. Αφήνουν το χρόνο να περνάει νομίζοντας πως υπάρχει αρκετός χρόνος για αύριο και δεν σκέφτονται πως ο τρίτος άνθρωπος ή η ρουτίνα, μπορεί να μπεί στο γάμο τους σήμερα και το αύριο να μην υπάρξει ποτέ για εκείνους. Είμαι θυμωμένος μαζί της. Γιατί φταίξαμε αλλά όταν τη ρώτησα αν συνέβαινε κάτι, μου είπε ψέμματα. Γιατί ανακάλυψα ότι είχε δικό της ατομικό λογαριασμό 2 χρόνια τώρα και δεν ήξερα τίποτα. Γιατί ανακάλυψα πως δεν με υπολόγιζε και προσπαθώ να βρω που φταίω εγώ, που έκανα λάθος και δεν με εμπιστευόταν. Γιατί ερωτευτήκαμε, αγαπηθήκαμε, χαθήκαμε και δεν πρόλαβα να της πω, να της δείξω, πόσο ήθελα να είμαστε μαζί όπως παλιά.

Χθες στόλισα το δέντρο μας. Για τα παιδιά μας. Για να τους δείξω πως η ζωή συνεχίζεται και ότι η μαμά τους, έτσι θα ήθελε να περάσουμε τα Χριστούγεννα. Οι δικοί μου ξαφνιάστηκαν μέχρι και η μάνα μου, είπε «Καλά δεν ντρέπεσαι, ούτε δυο μήνες δεν έχεις που έθαψες τη γυναίκα σου». Γιατί να ντραπώ; Μόνο εγώ ξέρω πόσο μαύρος είμαι μέσα μου. Για την απιστία, τη κορϊδία, το τροχαίο, τα ψέμματα για όλα. Και η Μαρία αυτό πίστευε ότι το πένθος δεν το δείχνουν τα ρούχα και τα στολίδια και σίγουρα θα ήθελε, να συνεχίσουν τα παιδιά μας τη ζωή τους. Δεν το κάνω από «εκδίκηση» επειδή με απατούσε, το κάνω γιατί δεν θέλω τα αγόρια μου να στερηθούν τις στιγμές αυτές που δεν ξαναγυρίζουν. Εμείς στολίσαμε. Μέσα μου όμως ξεστόλισα…