Πολλές πτυχές της ανθρώπινης ιστορίας καλύπτονται από το σκοτεινό πέπλο της παραπλάνησης και της εξαπάτησης, καθώς ο δόλος και η επιδίωξη του εύκολου πλουτισμού περισσεύουν συνήθως στην ανθρώπινη επικράτεια.

Και βέβαια την ώρα που οι περισσότεροι απατεώνες εκμεταλλεύονται την ευπιστία και την αθωότητα των συμπολιτών τους, υπάρχουν και ελάχιστοι που είναι πραγματικοί καλλιτέχνες της μηχανορραφίας, καθώς η επιδεξιότητά τους στην απάτη και την πλαστογράφηση λογίζεται σωστή τέχνη.

Κι εδώ μπαίνει ακριβώς ο Βίκτορ Λούστιγκ, ένας γεννημένος τυχοδιώκτης που εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τις ικανότητές του στην εξαπάτηση για να βγάλει λεφτά και να αποκτήσει κύρος και εξουσία.

Όλα ξεκίνησαν το 1925, όταν διάβασε στην εφημερίδα τις δυσκολίες του γαλλικού κράτους στη συντήρηση του Πύργου του Άιφελ. Η είδηση σηματοδότησε στο απατεωνίστικο μυαλό του μια πρώτης τάξεως ευκαιρία απάτης που δεν έπρεπε να πάει χαμένη, κι έτσι παρουσιάστηκε ως κυβερνητικό στέλεχος στους εμπόρους παλιοσίδερων του Παρισιού εξασφαλίζοντας χρυσή συμφωνία για την αποκλειστική πώληση του σιδερένιου πύργου!

Ντροπιασμένος ο μεγαλέμπορος, δεν δημοσιοποίησε την απάτη κι έτσι σύντομα ο «κόμης» Λούστιγκ θέλησε να επαναλάβει τον άθλο του, να πουλήσει για δεύτερη φορά δηλαδή τον Πύργο του Άιφελ! Τώρα όμως κίνησε υποψίες, γι’ αυτό και κατέφυγε στην Αμερική, όπου και θα έγραφε τις πιο χρυσές σελίδες στην ιστορία της λαμογιάς. Θύμα του υπήρξε ακόμα και ο «νονός» της Μαφίας, Αλ Καπόνε.

Λίγοι απατεώνες θα μπορούσαν να κοκορεύονται για τις απάτες τους με τον αυθάδη τρόπο που το έκανε διαχρονικά ο τσέχος καλλιτέχνης του τυχοδιωκτισμού…

Πρώτα χρόνια

Ο «κόμης» Βίκτορ Λούστιγκ γεννιέται στις 4 Ιανουαρίου 1890 στη Βοημία της σημερινής Τσεχίας (τότε Αυστροουγγαρίας). Το πραγματικό του όνομα ήταν Ρόμπερτ Μίλερ και ήταν ένα από τα πολλά παιδιά μιας μεσοαστικής οικογένειας: ο πατέρας του ήταν δήμαρχος μιας κωμόπολης και ζούσε καλά την οικογένειά του. Ο νεαρός Ρόμπερτ ήταν ένα πανέξυπνο παιδί, με έφεση στις ξένες γλώσσες αλλά και τα προβλήματα.

Σύντομα συνειδητοποίησε ότι ήταν γεννημένος για μεγάλα πράγματα, όταν και αποφάσισε να μετακομίσει στα δυτικά. Κι έτσι στα 19 του θα τον ξαναβρούμε ως κόμη της Αυστροουγγαρίας, Βίκτορ Λούστιγκ, να σπουδάζει σε πανεπιστήμιο του Παρισιού, αν και ήταν σαφές ότι όρεξη για γράμματα δεν είχε. Τώρα περνούσε την ώρα του τζογάροντας, παίζοντας πόκερ και βάζοντας στοιχήματα στο μπιλιάρδο, αν και δεν θα έμενε σε αυτά…

Πρώτες απατεωνιές
Αφού απέκτησε μια ουλή στη δεξιά πλευρά του προσώπου του από ζηλιάρη εραστή, που θεώρησε πως ο Λούστιγκ γλυκοκοίταζε την αρραβωνιαστικιά του, ήταν έτοιμος να βάλει πλώρη για μεγάλα πράγματα. Πανέξυπνος καθώς ήταν, ευγενικός και με μεγάλη έφεση στις γλώσσες (μιλούσε τσεχικά, γερμανικά, αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά), άρχισε να κάνει μικροαπάτες στις τέσσερις γωνιές της Ευρώπης. Ο εύκολος πλουτισμός τον γλύκανε και σύντομα θα παρατούσε τη σχολή αλλά και την παλιά του ζωή για να επικεντρωθεί στην πιο πετυχημένη του εξαπάτηση ως κόμης Λούστιγκ.

Τώρα ήταν θαμώνας των υπερωκεανίων της γραμμής Παρίσι-Νέα Υόρκη, εκεί που σύχναζε δηλαδή η πλουτοκρατία της εποχής. Ο κόμης ξάφριζε τους κροίσους στα χαρτιά και τους «άρμεγε» όπως μπορούσε, καθώς όλοι ήθελαν να συγχρωτίζονται στο κατάστρωμα με τον ευγενικό αριστοκράτη Λούστιγκ.

Οι κρουαζιέρες αποδείχτηκαν για τον Βίκτορ ιδιαιτέρως επικερδείς, καθώς πέρα από την ευκαιριακή εξαπάτηση των επιχειρηματιών στο πόκερ, έκανε και καλές γνωριμίες. Αν και δεν ήταν μόνο αυτό. Ευπαρουσίαστος και καλοσυνάτος, ο Λούστιγκ έπιανε κουβεντούλα με επιτυχημένους εμπόρους και σύντομα έστρεφε την κουβέντα εκεί που ήθελε: στην πηγή του αυστριακού του πλούτου, την οποία μοιραζόταν κάποια στιγμή και εντελώς απρόθυμα μάλιστα με τους συνδαιτυμόνες του: ο κόμης χρησιμοποιούσε μια «μηχανή χρημάτων» για τα μικροέξοδά του, την οποία συμπτωματικά είχε μαζί του και δεχόταν κάποια στιγμή να επιδείξει στους εύπιστους επιχειρηματίες.

Το ξύλινο κουτί τύπωνε λέει 100δόλαρα στη στιγμή, μέσω του κρυφού εκτυπωτικού μηχανισμού του, και οι παρουσιάσεις πήγαιναν έκτακτα, μιας και ο κόμης τη γέμιζε με πραγματικά χαρτονομίσματα. Η «χημική επεξεργασία» απέδιδε τελικά ολότελα αυθεντικά χαρτονομίσματα και οι νέοι φίλοι του ήθελαν φυσικά τη «μηχανή χρημάτων» για πάρτη τους.

Και πάλι απρόθυμα, ο κόμης την έβγαζε τότε σε πλειστηριασμό και οι μέρες του ταξιδιού περνούσαν με τους επιχειρηματίες να πλειοδοτούν ώστε να την αποκτήσουν! Η «μηχανή» του έπιανε συνήθως γύρω στα 10.000 δολάρια σε κάθε ταξίδι και αποδείχτηκε φυσικά χρυσωρυχείο!

Το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου έβαλε ωστόσο απρόοπτο τέλος στις κερδοφόρες κρουαζιέρες, κι έτσι αποφάσισε να μετακομίσει στις ΗΠΑ κατά την εποχή της Ποτοαπαγόρευσης, καθώς εκεί μυρίστηκε πρόσφορο έδαφος για εξαπάτηση. Μέχρι το 1922, ήταν ήδη καθιερωμένος στον υπόκοσμο της Αμερικής, καθώς κάτω από το ψευδώνυμο «Ρόμπερτ Ντιβάλ» εξαπατούσε αμερικανικές τράπεζες με ευρωπαϊκές ομολογίες. Σε παραπλήσια κτηματομεσιτική απάτη στο Μισούρι αποκαλύφθηκε όμως και συνελήφθη λίγο αργότερα στο Κάνσας Σίτι, αν και κατάφερε να εξαπατήσει ακόμα και τη δικαιοσύνη και τη γλίτωσε φτηνά…

Η πώληση του Πύργου του Άιφελ… δύο φορές

Τον Μάιο του 1925, ο Λούστιγκ επέστρεφε στο Παρίσι για άλλη μια απάτη, όταν και διάβασε στην εφημερίδα τις δυσκολίες της γαλλικής κυβέρνησης στη συντήρηση του Πύργου του Άιφελ: με τη Γαλλία σμπαραλιασμένη οικονομικά από τον Μεγάλο Πόλεμο, ο μεταλλικός Πύργος που είχε στηθεί από τον Γκιστάβ Άιφελ στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού το 1889 αποδεικνυόταν δυσβάστακτος.

Όλοι ήξεραν εξάλλου ότι ο Πύργος του Άιφελ ήταν να γκρεμιστεί μετά την παρισινή έκθεση και η κυβέρνηση σκεφτόταν τώρα να τον μεταφέρει αλλού, αν και κονδύλια δεν επαρκούσαν για τίποτα, αφήνοντας το στολίδι του Παρισιού σε κακή κατάσταση. Στις φημολογίες αυτές είδε ο Λούστιγκ τη νέα ευκαιρία για εξαπάτηση! Με πλαστογραφημένα έγγραφα που τον εμφάνιζαν υψηλόβαθμο αξιωματούχο του κρατικού μηχανισμού, έστειλε επιστολή στις έξι μεγαλύτερες εταιρίες επεξεργασίας μετάλλου της χώρας και έκλεισε τελικά ραντεβού με τους ιδιοκτήτες τους σε πολυτελές ξενοδοχείο της Πόλης του Φωτός.

Εκεί τους ενημέρωσε εντελώς εμπιστευτικά πως η κυβέρνηση είχε αποφασίσει να πουλήσει τον πύργο του Άιφελ για παλιοσίδερα και έβγαλε το έργο σε μυστικό πλειστηριασμό, καθώς ο κόσμος θα ξεσηκωνόταν λέει αν μαθεύονταν τα νέα για την κατεδάφιση του συμβόλου της πόλης.

Ο μεγαλέμπορος Αντρέ Πουασόν πλειοδότησε και πήρε τελικά το έργο των 7.000 τόνων μετάλλου, κάνοντας τον Λούστιγκ έναν ιδιαιτέρως πλούσιο άνθρωπο, αφού έβαλε στο χέρι τα 70.000 δολάρια (το 1925!) της δωροδοκίας του. Ο κόμης τσέπωσε το παραδάκι και έφυγε για την Αυστρία, περιμένοντας τα νέα για την επικήρυξή του. Μόνο που ο Πουασόν δεν τον κατήγγειλε όταν κατάλαβε την απάτη, καθώς η ντροπή του τον εμπόδισε να δημοσιοποιήσει ότι είχε μετατραπεί σε ένα από τα μεγαλύτερα οικονομικά θύματα του αιώνα!

Κι έτσι έναν μήνα αργότερα ο Λούστιγκ επέστρεψε στο Παρίσι αναζητώντας νέους αγοραστές για τα παλιοσίδερα του Άιφελ. Αυτή τη φορά βέβαια μόλις που διέφυγε τη σύλληψη, αφού οι δημοτικές αρχές ήξεραν για την κομπίνα, μιας και ο Πουασόν είχε πεταχτεί μέχρι το δημαρχείο για να συζητήσει με το συμβούλιο τις λεπτομέρειες της κατεδάφισης. Ο νέος αγοραστής μυρίστηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά στη συμφωνία, αναγκάζοντας τον κόμη να καταφύγει για άλλη μια φορά στην Αμερική…

Νέες απάτες, ο Αλ Καπόνε και η σύλληψη

Ο Λούστιγκ δεν θα κρατούσε βέβαια χαμηλό προφίλ παρά τα πάμπολλα που είχε βγάλει από την πώληση του Πύργου του Άιφελ. Κι έτσι από το 1926 επανέφερε στο προσκήνιο το παλιό του τρικ με τη «μηχανή χρήματος» που τώρα αποκαλούσε «Rumanian Box». Φιλοτεχνημένη πια σε μαραγκό της Νέας Υόρκης από μαόνι, η χειροποίητη δημιουργία προωθούνταν από τον απατεώνα ως η μόνη μηχανή παραχάραξης του κόσμου: ο Βίκτορ έβαζε μέσα ένα αυθεντικό χιλιοδόλαρο και ένα κομμάτι χαρτί και μέσω ενός περίπλοκου μηχανισμού με γρανάζια και κουμπιά, το μαγικό κουτί έβγαζε δύο χαρτονομίσματα των 1.000 δολαρίων!

Η «χημική επεξεργασία» έπαιρνε 6 ολόκληρες ώρες, το μόνο μειονέκτημα της μηχανής του όπως παραδεχόταν, και κατόπιν ο υποψήφιος αγοραστής πήγαινε με τα δυο χαρτονομίσματα στην τράπεζα για να ελέγξει την παραχάραξη. Μόνο που και τα δύο χαρτονομίσματα ήταν αυθεντικά, καθώς ο Λούστιγκ είχε εφοδιάσει τη μηχανή του με τουλάχιστον δύο αληθινά χιλιοδόλαρα. Κατενθουσιασμένοι οι πελάτες του, από ανθρώπους του υποκόσμου μέχρι και αξιοσέβαστους επιχειρηματίες, πλήρωναν πολλές δεκάδες χιλιάδες δολάρια για να την αποκτήσουν, μόνο που το Rumanian Box δεν έβγαλε ποτέ ούτε ένα χιλιοδόλαρο από το εσωτερικό του!

Τώρα κυκλοφορούσε με πολλά ψευδώνυμα και είχε αρκετά συναπαντήματα με τον νόμο: σε περισσότερες από 40 υποθέσεις που τον έφεραν ενώπιον της δικαιοσύνης κατάφερε είτε να διαφύγει μαγικά την καταδίκη είτε να το σκάσει από τη φυλακή περιμένοντας τη δίκη του! Στις κομπίνες του περιλαμβάνονταν ακόμα και άνθρωποι του νόμου, κι έτσι πολλές φορές τη γλίτωνε για να μην αποκαλυφθούν οι συνεργοί του (όπως ένας σερίφης του Τέξας, με τον οποίο έκαναν μπόλικες κομπίνες μαζί).

Τότε, στο Σικάγο, ο διαβόητος στον υπόκοσμο κόμης πλησίασε τον αρχιγκάγκστερ Αλ Καπόνε ζητώντας του 50.000 δολάρια για να χρηματοδοτήσει μια νέα κομπίνα του που θα απέφερε πολλά στους χρηματοδότες του. Είπε στον «νονό» ότι θα διπλασίαζε τα χρήματά του μέσα σε ένα δίμηνο. Ο Καπόνε τον εμπιστεύτηκε απρόθυμα και του έδωσε το κεφάλαιο. Μόνο που ο Λούστιγκ δεν είχε τίποτα στο μυαλό του: έβαλε τα χρήματα σε μια θυρίδα, περίμενε δυο μήνες και εμφανίστηκε τότε στον μαφιόζο λέγοντάς του ότι το πλάνο του είχε πάει τραγικά κακά, ήταν παρ’ όλα αυτά σε θέση να του ξεπληρώσει το αρχικό ποσό. Ο γκάγκστερ εντυπωσιάστηκε από την ειλικρίνειά του και του έδωσε φιλοδώρημα 5.000 δολάρια για την εγκληματική ευθύτητά του! Ο Λούστιγκ ήθελε απλώς να εξασφαλίσει την εύνοια του «νονού» ώστε να την εξαργυρώσει αργότερα.

Αν και δεν θα προλάβαινε, καθώς μέχρι το 1934 ήταν πια ιδιαιτέρως γνωστός στις αμερικανικές Αρχές και η Μυστική Αστυνομία είχε συστήσει ειδική ομάδα που έψαχνε να βρει ποιος ήταν αυτός που γέμιζε τη χώρα με πλαστογραφημένα δολάρια. Κι αυτό γιατί από το 1930 ο Λούστιγκ είχε μπει με τα τσαρούχια σε μια πραγματική υπόθεση παραχάραξης με πλαστά δολάρια: με τη βοήθεια ενός χημικού από τη Νεμπράσκα, οι δυο άντρες είχαν καταφέρει να φτιάξουν ιδιαιτέρως καλοδουλεμένα πλαστά χαρτονομίσματα και πλέον έριχναν στην αγορά περισσότερα από 100.000 πλαστά δολάρια τον μήνα.

Οι αμερικανικές Αρχές αποκαλούσαν τα πλαστά «χρήμα Λούστιγκ» και τον αναζητούσαν πια λυσσαλέα, καθώς το ψεύτικο χρήμα του είχε κατακλύσει τράπεζες αλλά και ιπποδρόμους. Και ήταν ακριβώς η ερωμένη του που θα τον πρόδιδε, όταν συνειδητοποίησε ότι ο «κόμης» διατηρούσε στα κρυφά ερωτικό δεσμό με τη σύντροφο του χημικού συνεργάτη του. Στις αρχές της άνοιξης του 1935, ο Βίκτορ Λούστιγκ συνελήφθη στη Νέα Υόρκη ουρλιάζοντας πως καμιά φυλακή δεν μπορούσε να τον κρατήσει. Και πράγματι την ημέρα της δίκης του κατάφερε να το σκάσει από το κρατητήριο του Μανχάταν που τον είχαν πριν μεταφερθεί στη δικαστική αίθουσα παριστάνοντας τον καθαριστή τζαμιών!

Ο κόμης συνελήφθη τον επόμενο μήνα στο Πίτσμπουργκ και στις 5 Δεκεμβρίου 1935 καταδικάστηκε σε κάθειρξη 15 ετών. Λίγους μήνες αργότερα, όταν προσπάθησε να το σκάσει από τη φυλακή, έφαγε άλλα 5 χρόνια και μεταφέρθηκε στο Αλκατράζ. Έκτοτε τα ίχνη του αγνοούνται και για τον θάνατό του στη φυλακή συναίνεση δεν υπάρχει!

Φέρεται πάντως, σύμφωνα με τη δημοφιλέστερη εκδοχή, να πέθανε στο κελί του στις 11 Μαρτίου 1947 είτε από πνευμονία είτε από όγκο στον εγκέφαλο. Και πέθανε φυσικά ως γνήσιος απατεώνας, ξεγελώντας όλους με τα πώς και τα πότε του χαμού του, σαν να πέρασε από τη ζωή και να μην άφησε ούτε ίχνος δηλαδή…
Πηγή