Οι κάτοχοι αυτού του περίβλεπτου τίτλου παγκοσμίως είναι λιγότεροι ακόμη και από τους ανθρώπους που έχουν ταξιδέψει στο Διάστημα. Είναι τόσο λίγοι, που αν τους συγκέντρωνες από κάθε γωνιά του πλανήτη, θα χωρούσαν όλοι μαζί σε ένα αμφιθέατρο μεσαίου μεγέθους. Σε αυτό το αμφιθέατρο όμως, θα «έμπαινε» μαζί τους και ό,τι πιο γοητευτικό, βαθύ και εξωτικό σχετίζεται με το κρασί παγκοσμίως.

Γιατί είναι βαθείς γνώστες όλων των «μυστικών» που μεταμορφώνουν σε μαγεία το προϊόν της τέχνης της οινοποίησης -και όχι μόνο. Τρόπον τινά, παρακολουθούν την πορεία του κρασιού από τη στιγμή που ένα καινούργιο αμπέλι θα απλώσει για πρώτη φορά τις ρίζες του στο χώμα της Μεσογείου, της Χιλής ή της Καλιφόρνιας, μέχρι την ώρα που δύο μεταφορείς θα ξεφορτώσουν με μεγάλη προσοχή τις λαμπερές φιάλες ενός μεγάλου οίνου στην κάβα του πιο δημοφιλούς εστιατορίου της Νέας Υόρκης ή του Χονγκ Κονγκ κι ένας κορυφαίος sommelier θα προτείνει ετικέτες σε υποψιασμένους οινόφιλους.

Ο λόγος για τους μόλις 380 Μasters of Wine (MW) από 28 χώρες ανά τον κόσμο, κατόχους του πιο σημαντικού τίτλου παγκοσμίως στον χώρο του κρασιού, ο οποίος σίγουρα δεν αποκτιέται εύκολα, αφού απαιτεί πολύ χρόνο, σκληρή δουλειά και αρκετό χρήμα: μόνο ένας στους 30 ανθρώπους που καταθέτουν αίτηση για τον τίτλο του MW τελικά τον αποκτά. Ο θεσμός γεννήθηκε το 1953, όταν η «Vintners Company», με έδρα το Λονδίνο, διοργάνωσε για πρώτη φορά εξετάσεις για να μετρήσει την επαγγελματική επάρκεια 21 απασχολούμενων στον χώρο της εμπορίας κρασιού. Μόνο έξι από τους 21 κρίθηκαν τελικά επαρκείς για να λέγονται «Masters of Wine» και δύο χρόνια αργότερα, το 1955, αυτοί οι έξι ίδρυσαν το Ινστιτούτο των Masters of Wine.

Ανάμεσα στους 380 ΜW μόνο δύο είναι Έλληνες, αριθμός που αναμένεται πάντως να τριπλασιαστεί στα επόμενα χρόνια, προς όφελος και του γοήτρου του ελληνικού κρασιού, καθώς άλλοι δύο συμπατριώτες μας είναι υποψήφιοι για τον τίτλο και ισάριθμοι αναμένεται να καταθέσουν αίτηση το φετινό καλοκαίρι. Με την ευκαιρία του 18ου διεθνούς διαγωνισμού οίνου και του 4ου διεθνούς διαγωνισμού αποσταγμάτων Θεσσαλονίκης, που διοργάνωσε προ ολίγων ημερών η Ένωση Οινοπαραγωγών του Αμπελώνα Βορείου Ελλάδος («Οίνοι Βορείου Ελλάδος»), το ΑΠΕ-ΜΠΕ συνάντησε τον Κωνσταντίνο Λαζαράκη, έναν από τους δύο Έλληνες Masters of Wine -και τον πρώτο Έλληνα που κατέκτησε αυτόν τον τίτλο. Το 2012 ο Κωνσταντίνος Λαζαράκης βραβεύτηκε με τον τίτλο του «Επίτιμου Weinakademiker» από την Αυστριακή Ακαδημία Οίνου για τη συμβολή του στον τομέα της οινικής εκπαίδευσης, ων μόλις ο 13ος άνθρωπος που τιμήθηκε με αυτόν.

Κατά τον κ. Λαζαράκη, που πριν τον κερδίσει το κρασί είχε αρχίσει να σπουδάζει μηχανολόγος μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, βγάζοντας ταυτόχρονα το «χαρτζιλίκι» του από μαθήματα κιθάρας σε παιδιά, οι Masters of Wine χαρακτηρίζονται ως οι «μασόνοι του κρασιού», γιατί για να κατακτήσεις αυτόν τον τίτλο δεν περνάς απλώς από εξετάσεις, αλλά υπογράφεις κώδικα τιμής!

Ακολουθεί η συνέντευξη που έδωσε ο Κωνσταντίνος Λαζαράκης στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και την Αλεξάνδρα Γούτα.

Τι δουλειά κάνει ο Master of Wine;

O θεσμός του Master of Wine (MW) «στήνει» ανθρώπους με μεγάλο βάθος και εύρος γνώσης. Το να είσαι Master of Wine (MW) δεν σημαίνει ότι κάνεις μια συγκεκριμένη δουλειά. Δεν σημαίνει ότι γίνεσαι οινολόγος ή σομελιέ ή έμπορος κρασιού, αλλά ότι έχεις πάρα πολύ καλή κατανόηση των θεμάτων που σχετίζονται με το κρασί σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, από την αμπελουργία και τις καλλιεργητικές μεθόδους μέχρι την οινοποίηση, και από τη γευσιγνωσία μέχρι τα θέματα της οινοχοΐας, της διασφάλισης ποιότητας, του μάρκετινγκ, της επιχειρηματικότητας, ακόμη και της δοκιμιογραφίας. Πρέπει να είσαι ικανός να γράψεις εξαιρετικά δοκίμια. Τον τίτλο δίνει το Ινστιτούτο των Μaster of Wines, με έδρα το Λονδίνο, που από την ίδρυσή του, το 1955, έχει ως αποστολή να καλλιεργεί τη συνεργασία μεταξύ των μελών της παγκόσμιας οινικής κοινότητας και να προάγει τη μάθηση κυρίως μέσα από τα προγράμματα σπουδών του εκπαιδευτικού οργανισμού Wine & Spirits Educational Trust (WSET).

“Αν στην περιοχή του Μπορντό ζητήσετε κρασί από τη Βουργουνδία, θα σας κοιτάξουν με σηκωμένο φρύδι”

Θα περίμενε κάποιος ότι ένας τέτοιος θεσμός θα ήταν πιθανότερο να ξεκινήσει από τη Γαλλία που έχει τόσο μεγάλη παράδοση στην παραγωγή κρασιού και όχι από τη Βρετανία…

Αν πάτε στη Γαλλία, στην περιοχή του Μπορντό, και ζητήσετε κρασί από τη Βουργουνδία, θα σας κοιτάξουν με σηκωμένο φρύδι. Το μαγικό πράγμα με τη βρετανική νοοτροπία είναι πως, ίσως λόγω του ότι υπήρξε κορυφαία αυτοκρατορία στην ιστορία, αποδέχεται τα πάντα και τους πάντες, όλα είναι μέσα. Επίσης, το Λονδίνο ήταν ιστορικά ένα από τα πιο ισχυρά κέντρα εμπορίας κρασιού του κόσμου, οπότε ήταν λογικό το Ινστιτούτο να ξεκινήσει από εκεί και να ανθίσει εκεί. Υπάρχουν και σήμερα στην Αγγλία και το Λονδίνο εξειδικευμένα καταστήματα, υπάρχουν οινοχόοι, που πραγματικά δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν σε άλλο μέρος του κόσμου. Δεύτερη από αυτή την άποψη ίσως έρχεται η Νέα Υόρκη και τρίτο το Χονγκ Κονγκ.

Χρειάζεται φυσικό ταλέντο για να κερδίσει κάποιος αυτόν τον τίτλο;

Το ταλέντο είναι κάτι που κοιμίζει πολλές φορές. Το να επαινείς έναν άνθρωπο επειδή το έχει είναι σαν να λες σε κάποιον συγχαρητήρια για το ωραίο σχήμα του λοβού του αυτιού του. Συγχαρητήρια αξίζουν όταν ιδρώνεις τη φανέλα. Σήμερα εκπροσωπώ στην Ελλάδα και την Κύπρο τη σχολή Wine & Spirit Education Trust (WSET). Έχω λοιπόν δει (στη σχολή) άτομα με ταλέντο, που ακριβώς επειδή είχαν αυξημένες δυνατότητες, δεν προσπαθούσαν να εξελίξουν τη διαδικασία επίλυσης προβλημάτων. Κι έχω δει παιδιά που δεν είχαν ταλέντο, αλλά για αυτό έμαθαν να βάζουν το κεφάλι κάτω και να το παλεύουν. Αυτοί μακροπρόθεσμα γίνονται καλύτεροι από όσους έχουν ταλέντο αλλά δεν προσπαθούν. Γενικά, αν δεν το αγαπάς, δεν έχει νόημα να το κάνεις. Ή για να το θέσω με άλλα λόγια: για να καταλάβει κάποιος αν ένα κομμάτι μουσικής που ακούει είναι Dire Straits ή Rolling Stones χρειάζεται να διαθέτει από τη φύση του εξαιρετική ακοή; Όχι! Χρειάζεται να οξύνει το κριτήριό του μαθαίνοντας, να δουλέψει, να αποκτήσει παραστάσεις. Το ίδιο ισχύει και με το κρασί.

Μόνο ένας στους 30 υποψήφιους εξασφαλίζει τον τίτλο

Υπάρχουν ελάχιστοι Masters of Wines σε όλον τον κόσμο, λίγες εκατοντάδες μόνο. Γιατί συμβαίνει αυτό;

Σε όλον τον κόσμο υπάρχουν σήμερα 380 masters of wine, εκ των οποίων μόνοι οι δύο είμαστε Έλληνες, εγώ και ο Γιάννης Καρακάσης. Το απόλυτο minimum για τις σχετικές σπουδές είναι 3,5 χρόνια και ο μέσος όρος τέσσερα-πέντε. Υπάρχουν πάρα πολλοί που ξεκινούν για να διεκδικήσουν τον τίτλο, αλλά δυστυχώς οι περισσότεροι δεν τα καταφέρνουν. Συγκεκριμένα, από τα άτομα που κάνουν αίτηση για να συμμετάσχουν (στο πρόγραμμα), τα καταφέρνει ένας στους 20 ή ένας στους 30. Για να κάνεις αίτηση για αυτόν τον τίτλο πρέπει να έχεις ολοκληρώσει κάποιες σπουδές (πχ Wine and Spirit Education Trust Diploma ή αντίστοιχο) και να δουλεύεις τουλάχιστον επί τριετία στον χώρο του κρασιού. Το πρόγραμμα δεν είναι ανοιχτό για χομπίστες.

Θα δούμε περισσότερους ‘Ελληνες Masters of Wines στο μέλλον;

Ο δεύτερος Ελληνας ΜW, o Γιάννης Καρακάσης, αποφοίτησε από τη σχολή μας. Δούλευε στο Πολεμικό Ναυτικό και απλά του άρεσε το κρασί, αλλά αποφάσισε να διεκδικήσει τον τίτλο και τον κέρδισε. Αυτή τη στιγμή άλλοι δύο Έλληνες είναι στο πρόγραμμα, έχουν γίνει δεκτοί και σπουδάζουν, ενώ άλλοι δύο αναμένεται να κάνουν αίτηση αυτό το καλοκαίρι. Αν είμαστε τυχεροί, σε επτά χρόνια από σήμερα θα έχουμε άλλους τέσσερις Έλληνες MW.

Το κόστος ενός εξωτικού τίτλου

Έχω ακούσει ότι το να γίνει κάποιος ΜW, συμπεριλαμβανομένων όλων των αναγκαίων σπουδών, ταξιδιών και διαδικασιών, στοιχίζει όσο …μισό σπίτι ή ένα αρκετά ακριβό αυτοκίνητο… Ισχύει;

Ξεκινάς από τη σχολή, όπου έχουμε τέσσερα επίπεδα σπουδών. Το κόστος των τριών πρώτων δεν είναι υψηλό, το τέταρτο στοιχίζει περί τα 7500 ευρώ. Στη συνέχεια, το κόστος αυτό καθεαυτό για να συνεχίσεις τις σπουδές σου στο πρόγραμμα MW ανέρχεται σε 6000 ευρώ ετησίως, αλλά θα πρέπει να καταβάλλεις και άλλα έξοδα. Για παράδειγμα, όταν χρειαστεί να πας μια εβδομάδα στο Μπορντό για εκπαίδευση, με το κόστος επιβαρύνεσαι εσύ. Θα έλεγα ότι ο κάθε χρόνος φοίτησης «με το κλειδί στο χέρι», δηλαδή με όλα τα έξοδα καλυμμένα, στοιχίζει 10.000-12.000 ευρώ. Το ποσό αυτό όμως δεν είναι τραγικό, αν σκεφτεί κάποιος ότι για να κάνεις ΜΒΑ στο INSEAD χρειάζονται περί τα 70.000 ευρώ ετησίως συν το κόστος διαμονής ή για να σπουδάσεις στο Χάρβαρντ, από το οποίο έχουν αποφοιτήσει μερικές χιλιάδες Έλληνες, χρειάζεται να δίνεις 40.000 ευρώ ετησίως, συν και πάλι το κόστος διαμονής. Δεν είναι λοιπόν εξωφρενικό το ποσό, αν σκεφτείς ότι όταν αποκτάς τον τίτλο του ΜW μπαίνεις σε ένα παγκόσμιο κλαμπ με περίπου 400 κορυφαία μέλη και έχεις στα χέρια σου έναν πολύ ισχυρό τίτλο. Είναι εξωτικό πράγμα να είσαι Master of Wine…

Ποια είναι η μεγαλύτερη πόρτα που ανοίγει αυτός ο τίτλος;

Από το 2004 που ξεκίνησα και μέχρι σήμερα, βρίσκω ακόμη τον εαυτό μου να απορεί και να ενθουσιάζεται από το τι κάνει αυτός ο τίτλος για εμένα. Κυκλοφορείς στον κόσμο του κρασιού κι όπου και αν βρεθείς αυτός ο τίτλος ανοίγει τις πόρτες σχεδόν αυτόματα. Ή για να είμαι απόλυτα ακριβής, σού δίνει τα κλειδιά για να ξεκλειδώσεις τις πόρτες και είναι στο χέρι σου να τις ανοίξεις. Νιώθω ότι ζω μια πολύ τυχερή ζωή. Το να γνωρίζεις ανθρώπους-μύθους στον χώρο του κρασιού και να σε αντιμετωπίζουν ως ισότιμό τους επειδή κατέχεις αυτόν τον τίτλο, είναι κάτι υπέροχο…

Οι ξένοι ΜW κατανοούν πως τα ελληνικά κρασιά βρίσκονται πλέον στα σαλόνια

Το να έχει μια χώρα «Masters of Wine» μπορεί να επιδράσει θετικά και στο γόητρο και τη φήμη των κρασιών που παράγει αυτή η χώρα;

Σαφέστατα. Χρειαζόμαστε όσο το δυνατόν περισσότερα άτομα, που να κυκλοφορούν παγκοσμίως στα σαλόνια και να τραβούν την προσοχή στα ελληνικά κρασιά με τον σωστό τρόπο. Κι ο Μaster of Wine μπορεί να το κάνει αυτό.

Τι γνώμη έχουν σήμερα για τα ελληνικά κρασιά οι ξένοι MW;

Κατανοούν πως τα ελληνικά κρασιά βρίσκονται πλέον στα σαλόνια. Κι ότι εν δυνάμει κάποια από αυτά τα κρασιά μπορεί να είναι «μεγάλα». Το πραγματικό ζήτημα είναι όμως πώς αυτή η γνώση για τα ελληνικά κρασιά θα φτάσει πιο κάτω. Πώς θα φτάσει στο επίπεδο που ο καταναλωτής σε ένα εστιατόριο στο Λονδίνο θα έχει μπροστά του μια λίστα με καλά κρασιά και θα θεωρεί ότι το ελληνικό κρασί «παίζει μπάλα». Ως προς αυτό πάμε ολοένα καλύτερα, αλλά δεν βρισκόμαστε κοντά ακόμη. Θέλει χρόνο.

“Το να μπορείς να κρατήσεις τη διάθεση να συναρπάζεσαι, είναι για μένα πολύ σημαντικό”

Στο πλαίσιο του τίτλου σας και των ταξιδιών σας ως MW έχετε δοκιμάσει υποθέτω έναν πολύ μεγάλο αριθμό κρασιών. Εξακολουθεί να μπορεί να σας αιφνιδιάσει ένα κρασί;

Βεβαίως! Το να δοκιμάζω καινούργια κρασιά είναι για μένα υπέροχο. Αν μου προσφέρουν το πιο ακριβό κρασί και ένα κρασί που δεν έχω δοκιμάσει, υπάρχει σημαντική πιθανότητα να επιλέξω το δεύτερο. Αυτή είναι η μαγεία του κρασιού. Και αν μου αρέσει θα πω «Γουάου! Πάρα πολύ ωραίο!». Συμβαίνει συχνά στην Ελλάδα οι Έλληνες που ασχολούμαστε πολύ με κάτι, να μπαίνουμε στο τριπάκι να ικανοποιούμαστε δύσκολα, πιστεύοντας ίσως ότι αυτό αποδεικνύει από άκρη σε άκρη ότι είμαστε υψηλού επιπέδου. Το να μπορείς να κρατήσεις μια διάθεση να συναρπάζεσαι, είναι για μένα πολύ σημαντικό. Κι η αντιμετώπιση αυτή έχει και μια ηθική διάσταση απέναντι στον παραγωγό αυτού του κρασιού. Ο τίτλος του ΜW έχει και μια ηθική τοποθέτηση: όσο πιο ψηλά πας, τόσο πιο πολλά μαθαίνεις. Το κρασί δεν μαθαίνεται. Πάντα θα έχει να σου μάθει κάτι καινούργιο.

Να διασώσουμε την επόμενη «Μαλαγουζιά» ή το επόμενο «Ξινόμαυρο»

Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλές ποικιλίες που έχουν παραδοθεί στη λήθη του χρόνου. ‘Εχει νόημα να επενδύσουμε για να τις «ξυπνήσουμε»; Πιστεύετε ότι μπορούν να προκύψουν «μεγάλα κρασιά» από αυτές;

Ναι. Χρειάζεται να πάμε πίσω και όχι απλά να ανακαλύψουμε αλλά και να διασώσουμε ποικιλίες, που θα μπορούσαν να εξελιχθούν στην επόμενη Μαλαγουζιά ή το επόμενο Ξινόμαυρο. Η περίπτωση της Μαλαγουζιάς, που επανήλθε στο προσκήνιο χάρη στο μεράκι του Καρρά και του Γεροβασιλείου και έκανε πολλούς παραγωγούς να σκεφτούν ότι στο αμπελάκι του παππού μπορεί να υπάρχουν διαμαντάκια, λέει πολλά. Στατιστικά μιλώντας, ανάμεσα σε όλες αυτές τις ξεχασμένες ποικιλίες, υπάρχουν σίγουρα διαμάντια. Και άλλες χώρες άλλωστε, έχουν βγάλει τους οινοποιούς τους στην τσάρκα στα παλιά αμπέλια, ώστε να σώσουν ό,τι τυχόν μπορεί να υπάρχει εκεί, πριν να καταστραφεί…

«Αχίλλειος πτέρνα» του ελληνικού κρασιού η ετικέτα

Η συσκευασία σε ένα κρασί, η φιάλη, πόσο ρόλο παίζει, πόσο σημαντική είναι για τις πωλήσεις;

Η συσκευασία παίζει ρόλο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, αλλά …αν δεν σου αρέσει το ζουμί, δεν σου αρέσει το ζουμί. Το πόσο ρόλο παίζει η φιάλη διαφέρει από αγορά σε αγορά. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, οι βαριές φιάλες (στις οποίες συνήθως εμφιαλώνονται ακριβά κρασιά) δεν αρέσουν, υπό την έννοια ότι θεωρείται ότι ένα τέτοιο μπουκάλι, για να φτάσει από την Ελλάδα μέχρι τις ΗΠΑ, έχει υψηλό -και για αυτό ανεπιθύμητο- οικολογικό αποτύπωμα. Αυτό που είναι πολύ σημαντικό είναι η ετικέτα και για εμένα η ετικέτα είναι η αχίλλειος πτέρνα του ελληνικού κρασιού. Πιστεύω ότι αν θέλαμε να δώσουμε βραβείο χειρότερης ετικέτας στα ελληνικά κρασιά, θα δυσκολευόμασταν πολύ να διαλέξουμε ποια είναι η χειρότερη… Πάρτε για παράδειγμα το θέμα της λειτουργικότητας της ετικέτας. Εκατομμύρια τουρίστες έρχονται στην Ελλάδα και πολλοί ζητούν εμφιαλωμένο κρασί -κι έχει γίνει μεγάλη προσπάθεια για να ζητούν εμφιαλωμένο και όχι χύμα- και δεν υπάρχει πάνω στην ετικέτα ούτε μια λέξη στην αγγλική, ώστε να έχει νόημα για τον τουρίστα να φωτογραφίσει το κρασί και να το ανεβάσει στο instagram…

Μπορεί η υψηλή τιμή ενός κρασιού να προσελκύσει καταναλωτές με την αίσθηση ότι «αφού είναι τόσο ακριβό, είναι και καλό»;

Αν προσπαθήσω να πείσω τη γυναίκα μου, που δεν γνωρίζει από αυτοκίνητα, ότι η «Μaybach» είναι εξαιρετικό αυτοκίνητο, παρουσιάζοντάς της τα τεχνικά χαρακτηριστικά για τον κινητήρα ή τις εξατμίσεις κτλ, δεν θα εντυπωσιαστεί. Αν της πω ότι η συγκεκριμένη «Mayback» έχει 600.000 ευρώ, τότε θα γουρλώσει τα μάτια της και θα πει «Γουάου!». Υπάρχουν δύο σχολές για το θέμα της τιμής: κατά τη μία σχολή, την τιμή τη δίνει η αγορά και είναι συναρτημένη με την ποιότητα. Ως προς αυτό υπάρχει το παράδειγμα ενός πολύ παλιού οινοποιείου στη Γαλλία, που ενώ πριν από 40 χρόνια πουλούσε τα κρασιά του σε τιμή αντίστοιχη με τα σημερινά 20 ευρώ, πλέον τα πουλάει 10.000 ευρώ τη φιάλη, γιατί το δικαιολογεί η ποιότητα του κρασιού και το επιτρέπει η αγορά. Κατά τη δεύτερη σχολή, πάμε και βάζουμε υψηλή τιμή σε ένα κρασί με το έτσι θέλω και θα προσελκύσουμε καταναλωτές, που θα θεωρήσουν ότι το ακριβό είναι καλό. Αν όμως για να τραβήξουμε την προσοχή πουλάμε ένα κρασί στην Ελλάδα προς 70 ευρώ, ο καταναλωτής θα το αγοράσει ίσως μια φορά, πιθανώς και δεύτερη, αλλά τρίτη δεν θα το αγοράσει, αν η ποιότητα δεν το δικαιολογεί. Υπάρχουν πολλά τέτοια κρασιά, που έχουν μείνει στα αζήτητα στην Ελλάδα. Φυσικά, αν η ποιότητα ενός κρασιού είναι υψηλή και δικαιολογεί την τιμή του, κάτι που ισχύει για αρκετά ελληνικά κρασιά, τότε η προοπτική του μπορεί να είναι πολύ θετική.

Από πού πηγάζει τελικά η τόση μαγεία του κρασιού;

Χάνομαι στη μαγεία του κρασιού κάθε μέρα, αλλά παρόλα αυτά δεν έχω απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Πιστεύω ότι η μαγεία έγκειται στο ότι το κρασί κλείνει μέσα σε ένα ποτήρι πολύ περισσότερα πράγματα από τη γεύση του. Πίνοντας ένα ποτήρι κρασί βλέπεις τόπους και τρόπους, παραδόσεις, συνήθειες, παραγωγούς, ιστορία, οράματα και διαφορετικές προσεγγίσεις στο τι είναι γεύση. Το κρασί είναι φορέας πολιτισμού και δεν είναι τυχαίο ότι υπάρχουν κρασιά που πωλούνται προς 5000 ευρώ η φιάλη, αλλιώς θα υπήρχε και τσίπουρο σε αυτή την τιμή… Δεν είναι τυχαίο ότι οι οινοπαραγωγοί από τη μία είναι αγρότες και από την άλλη μιλάνε με τους κορυφαίους επιχειρηματίες και τους πολιτικούς στην Ελλάδα. Με έναν οινοπαραγωγό η επαφή έχει εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα σε σχέση με την επαφή με έναν επιχειρηματία που φτιάχνει αναψυκτικά ή πλακάκια ή καλλιεργεί τομάτες. Το κρασί είναι ένα παράθυρο, που σού ανοίγει τα μάτια σε υπέροχα πράγματα.