Η εργατική Πρωτομαγιά, ή πιο σωστά η κόκκινη Πρωτομαγιά, έχει την ιστορία της. Δεν καθιερώθηκε έτσι στα καλά καθούμενα σαν η πιο επίσημη γιορτή της οργανωμένης εργατιάς όλου του κόσμου. Έχει την ιστορία της. Να πιο είναι σε μεγάλη συντομία το χρονικό της. Στα 1885 τους μήνες Νοέμβρη και Δεκέμβρη στις Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής έγιναν δυο εργατικά Συνέδρια για να συζητήσουν πάνω σε σπουδαία ζητήματα που απασχολούσαν το βορειοαμερικανικό προλεταριάτο. Στα χρόνια αυτά η εκμετάλλευση της αμερικάνικης εργατιάς ήταν μεγάλη. Οι ώρες δουλειάς ήταν πολλές. Τα μεροκάματα μικρά και μέσα στις φάμπρικες η ζωή του εργάτη ήταν ζωή σκλάβου.

Ύστερα από πολλές συζητήσεις στα Συνέδρια που έγιναν πάρθηκε η απόφαση στην ερχόμενη Πρωτομαγιά (1886) οι εργάτες ν’ απεργήσουν με πρώτο και βασικό αίτημα την καθιέρωση της 8ωρης δουλειάς. Το είχαν πια καταλάβει οι εργάτες πως με τις παρακάλιες και τη ζητιανιά δε γίνεται τίποτα, πως έπρεπε με την ομαδική τους δράση και δύναμη να επιβάλλουν το δίκαιό τους και τις διεκδικήσεις τους. Έτσι μέσα στους τέσσαρες μήνες που πέρασαν από το εργατικό Συνέδριο του Δεκέμβρη του 1885, με φανατισμό και ενθουσιασμό προπαγανδίστηκε η ιδέα της απεργίας. Ήταν το ζήτημα της ημέρας. Μέρα νύχτα συζητούσαν για την απεργία. Τέτοια ζύμωση είχε γίνει που μερικοί μικροεργοδότες τα χρειάστηκαν και μόνοι τους δέχτηκαν την οχτάωρη δουλειά στα εργοστάσιά τους χωρίς να κατεβάσουν τα μεροκάματα. Μα οι μεγάλοι φαμπρικάντηδες ήταν ανένδοτοι. Ούτε ν’ ακούσουν ήθελαν πως μπορούσαν να καθιερώσουν το 8ωρο. Είχαν εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους και στην υποστήριξη του Κράτους. Γι’ αυτό και τα πνεύματα ήταν πολύ ερεθισμένα.

Η Πρωτομαγιά του 1886 ήρθε και η απεργία κηρύχτηκε από την μια άκρια στην άλλη σ’ όλη τη Βόρεια Αμερική. Οι απεργοί βγήκαν στους δρόμους με κοινό σύνθημα: «Οχτώ ώρες δουλειά. Οχτώ ώρες για μόρφωση και ξεκούρασμα. Οχτώ ώρες ύπνο».

Σε λίγες μέρες οι πιο πολλοί εργοδότες άρχισαν να υποχωρούν. 125 χιλιάδες εργάτες κέρδισαν το οχτάωρο. Έτσι μαζί με όσους είχαν κερδίσει από πριν το 8ωρο έγιναν 150 χιλιάδες. Και ύστερα από ένα μήνα απεργία έφταναν σε 200 χιλιάδες. Ενώ όμως στις περισσότερες βιομηχανικές περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών οι απεργοί κέρδισαν το αίτημά τους, στο Σικάγο η αντίσταση και η αντίδραση των εργοδοτών ήταν πιο οργανωμένη και αποφασιστική. Τα κατάφεραν να μαζέψουν από τις γειτονικές πόλεις μερικές χιλιάδες ασυνείδητους και κίτρινους εργάτες κ’ έτσι κίνησαν τις φάμπρικές τους. Γι’ αυτό στις 3 του Μάη δέκα χιλιάδες απεργοί του Σικάγου μαζεύτηκαν μπροστά σ’ ένα απ’ τα μεγαλύτερα εργοστάσια για ν’ αποδοκιμάσουν τους απεργοσπάστες. Οι φάμπρικες όμως φρουρούντανε από το στρατό και τη χωροφυλακή. Δόθηκε κιόλας διαταγή να χτυπήσουν στην πρώτη «ανταρσία».

Έτσι όταν οι απεργοί άρχισαν να φωνάζουν και να κατακρίνουν τους κίτρινους εργάτες οι αστυνομικοί και ο στρατός έριξαν στο κρέας.

Στην αρχή με τις πρώτες μπαταριές σα να τάχασαν γιατί δεν περίμεναν τη δολοφονική επίθεση. Μα μέσα σε λίγα λεπτά ξαναπήραν θάρρος και ρίχτηκαν με πέτρες και ξύλα ενάντια στο εργοστάσιο που δούλευε. Ο στρατός ξακολούθησε το ντουφεκίδι και σωστή μάχη άρχισε που βάσταξε πάνω από ένα τέταρτο της ώρας. Οι απεργοί αν και δεν είχαν όπλα έδειξαν απαράμιλλο ηρωισμό που θα μείνει αξέχαστος μέσα στην ιστορία του εργατικού κινήματος της Αμερικής. Οι αστυνομικοί τα είχαν χάσει. Είχαν μπροστά τους λιοντάρια και όχι ανθρώπους, γι’ αυτό σε λίγο διαλύθηκαν. Μα απ’ τους στρατώνες του Σικάγου ήρθαν επικουρίες. Οι τοπικές αρχές διάταξαν να χτυπηθούν οι απεργοί και ας χυθεί όσο θέλει αίμα. «Βαράτε τα σκυλιά» ήταν η διαταγή που δόθηκε στο στρατό. Η μάχη ξανάρχισε πεισματικά. Ο αγώνας ήταν σκληρός και άνισος. Οι απεργοί άοπλοι, ο στρατός οπλισμένος. Δε διαλύθηκαν όμως, πάλεψαν και φυσικά στο τέλος η ηρωική τους αντίσταση κλονίστηκε από τις σφαίρες και τις λόγχες της αντίδρασης. Γύρω από τη φάμπρικα όλος ο τόπος ήταν βαμένος από αίμα εργατικό και σπαρμένος από κορμιά απεργών. Έπεσαν πολλοί μάρτυρες της Ιδέας. Πόσοι όμως δεν το ξέρουμε γιατί οι αστυνομικοί δεν άφησαν να γίνει ο απολογισμός της νίκης τους! Πήραν τα πτώματα χωρίς να δώσουν είδηση σε κανέναν που τα έθαψαν.

Την άλλη μέρα οι εργατικές εφημερίδες στιγμάτισαν την κεφαλαιοκρατία για την δολοφονική της επίθεση. Η «Εργατική Εφημερίδα» του Σικάγου μάλιστα δημοσίεψε την παρακάτω ιστορική προκήρυξη:

«Εργάτες!

Ο πόλεμος των τάξεων άρχισε. Χτες τουφέκισαν τους απεργούς εργάτες μπροστά στη φάμπρικα που εργάζονται. Το αίμα τους ζητά εκδίκηση. Ποιος να μην πιστεύει τώρα πως οι τίγρεις που μας κυβερνούν διψούν από εργατικό αίμα. Οι εργάτες όμως δεν είναι πρόβατα. Στην λευκή τρομοκρατία πρέπει ν’ απαντήσουν με την κόκκινη τρομοκρατία. Καλύτερα ο θάνατος παρά η δυστυχία. Αν τουφεκίζουν τους εργάτες, θα τους απαντήσουμε με τέτοιο τρόπο που να μας θυμούνται για πολύ καιρό οι αφεντάδες μας. Η ανάγκη πια μας κάμνει να φωνάξουμε: Σ τ α ό π λ α !

Στες γυναίκες, τα παιδιά των δυστυχισμένων κλαίγανε τον σκοτωμένο πατέρα και άντρα τους. Μέσα στα μέγαρά τους οι πλουτοκράτες γέμιζαν τα ποτήρια τους από σαμπάνια και έπιναν στην υγειά των δολοφόνων που επιβάλλουν την τάξη… Σκουπίστε τα δάκρυά σας εσείς που πάσχετε. Θαρρέψετε! Σκλάβοι σηκωθείτε!».

Η προκήρυξη αυτή έπιασε. Την άλλη μέρα 15 χιλιάδες εργάτες μαζεύτηκαν εκεί που τους καλούσε το καθήκον. Ένα κάρο χρησίμεψε για βήμα κι επάνω απ’ αυτό με τη σειρά μίλησαν οι εργατικοί ηγέτες. Η αστυνομία όσο ήταν μέρα έκανε πως παρακολουθούσε από μακριά την εργατική συγκέντρωση· σχεδίαζε άμα νυχτώσει να επιτεθεί και να θερίσει άλλη μια φορά την εργατιά. Μα βγήκε πολύ γελασμένη όταν κοντά στο σούρουπο 150 αστυνομικοί ρίχτηκαν πάνω στην εργατιά, μια μπόμπα έσκασε ανάμεσά τους και καμιά εικοσαριά από δαύτους τους έκανε κομμάτια. Οι άλλοι τόβαλαν στα πόδια. Πατείς με πατώ σε. Τα όργανα της «τάξης», οι προχτεσινοί δολοφόνοι, μπροστά στην εργατική αυτοάμυνα τόκοψαν λάσπη. Μα πίσω από τους αστυνομικούς ήταν ο στρατός. Ένα Σύνταγμα ολόκληρο που άρχισε να πυροβολεί. Νέο αίμα χύνεται. Πολλοί πληγώνονται και πέφτουν χάμω. Οι εργάτες υποχωρώντας παίρνουν μαζί τους και τους ηρωικούς συντρόφους τους που ήταν χτυπημένοι. Η νύχτα εκείνη πέρασε σε μια αφάνταστη τρομοκρατία και από τα ξημερώματα άρχισε το κυνηγητό της εργατιάς. Χιλιάδες πιάστηκαν και κλείστηκαν στα μπουντρούμια. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και δημοσιογράφοι, εργατικοί ηγέτες από τους πιο γνωστούς της Βόρειας Αμερικής. Στις φυλακές έμειναν πολύ καιρό και στο τέλος κράτησαν μόνο οχτώ, τους «πρωτοπόρους», που τους πέρασαν από το κακουργοδικείο.

Το ταξικό δικαστήριο τους καταδίκασε σε θάνατο και το Νοέμβρη του 1886 οι τέσσαρες απ’ αυτούς κρεμάστηκαν και ο πέμπτος λίγες μέρες πριν να γίνει η εχτέλεση, έγινε το κεφάλι του λιώμα καπνίζοντας ένα τσιγάρο που είχε εκρηκτική ύλη. Οι άλλοι τρεις πήραν χάρη και η ποινή τους μετατράπηκε σε καταναγκαστικά δεσμά. Έμειναν εφτά χρόνια στα κάτεργα και όταν είχαν γίνει σωματικά ερείπια από τις κακουχίες τους χαρίστηκε η ποινή.

Τα γεγονότα αυτά που έκαναν μεγάλη εντύπωση σ’ όλη την Αμερική και Ευρώπη, δεν άφησαν φυσικά ασυγκίνητο το οργανωμένο προλεταριάτο. Γι’ αυτό στο Παγκόσμιο Εργατικό Συνέδριο που έγινε […] το 1889, αποφάσισε τιμώντας τη μνήμη των ηρωικών εργατών του Σικάγου να θεσπιστεί η Πρωτομαγιά σα μια διεθνική εργατική γιορτή που την ημέρα αυτή οι οργανωμένοι εργάτες όλου του κόσμου ν’ απεργούν και να εκδηλώνουν σε ομαδικές συγκεντρώσεις το ταξικό τους μίσος ενάντια στην παγκόσμια κεφαλαιοκρατία.

Έτσι καθιερώθηκε η εργατική Πρωτομαγιά που πολλές φορές από τότε βάφτηκε με εργατικό αίμα.

Στην Ελλάδα η εργατική Πρωτομαγιά πρωτογιορτάστηκε στα 1894. Ήταν η πρώτη εργατική εκδήλωση στη χώρα, που έδειχνε την αλληλεγγύη της ελληνικής εργατιάς στο παγκόσμιο προλεταριάτο.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΡΔΑΤΟΣ
(Εφημερίδα «Ο Οικοδόμος», όργανο της «Ομοσπονδίας Εργατοτεχνιτών Οικοδόμων Ελλάδας (ΤΜ. ΓΣΕΕ)», φύλλο 80, Κυριακή 28 Απρίλη 1946.)