Τον γιατρό Κωνσταντίνο Μερδενισιάνο και τον κομμωτή Γιάννη Κοφινά τους συνδέει ένα κοινό πάθος. Η σπηλαιολογία. Η εξερεύνηση των σπηλαίων είναι γι αυτούς τρόπος ζωής και η εμπειρία τους μετράει δεκαετίες.

Να γιατί οι δύο Έλληνες σπηλαιολόγοι ταξίδεψαν στο χρόνο, 16 χρόνια πίσω, όταν είδαν τις εικόνες από τον εγκλωβισμό των 12 μαθητών και του προπονητή τους στο δίκτυο σπηλαίων Ταμ Λουάνγκ στην Ταϊλάνδη.

Οι εικόνες δεν ήταν καθόλου άγνωστες γιατί και οι δύο συμμετείχαν σε μια συγκλονιστική επιχείρηση διάσωσης στην Κρήτη με τα ίδια χαρακτηριστικά.

Παρόντες στην επιχείρηση διάσωσης ο αρχιπύραρχος Στέφανος Κολοκούρης, σήμερα διοικητής της πρώτης ΕΚΑΜ, και ο πυρονόμος Γεώργιος Καφκάς.

Και οι 4 με συγκλονιστικές μαρτυρίες μπροστά στην κάμερα εξιστορούν στο δημοσιογράφο του ΑΠΕ-ΜΠΕ Γιώργο Κουβαρά τι σημαίνει διάσωση στα έγκατα της γης. Ό,τι δηλαδή παρακολουθήσαμε στην Ταϊλάνδη.

Η τηλεοπτική Έρευνα του ΑΠΕ-ΜΠΕ περιλαμβάνει στο video και ένα σπάνιο οπτικό-ακουστικό υλικό της εποχής.

Αψήφησαν την κακοκαιρία

Ήταν Κυριακή μεσημέρι, 10 Νοεμβρίου του 2002 όταν ειδοποιήθηκαν τηλεφωνικά ο Μερδενισιάνος και ο Κοφινάς ότι στο σπήλαιο Χώνος του χωριού Σάρχος στο Ηράκλειο της Κρήτης, είχαν εγκλωβιστεί τρεις γνωστοί τους σπηλαιολόγοι.

Ο Μεθόδιος Ψωμάς, η Χρύσα Μαυρόκωστα και η Ρωσίδα φοιτήτρια Βικτώρια Ντουκμάσοβα.

Αρχικά οι σπηλαιολόγοι ήταν 20, αλλά οι 13, τελευταία στιγμή, βλέποντας την αλλαγή του καιρού θεώρησαν πιο συνετό να αναβάλουν την αποστολή τους. Αντιθέτως οι τρεις σπηλαιολόγοι είχαν ήδη μπει στο σπήλαιο από την προηγούμενη μέρα με σκοπό να χαρτογραφήσουν κάποιο ανεξερεύνητο τμήμα του.

Ξέσπασε όμως ξαφνικά καταιγίδα μεγάλης διάρκειας με συνέπεια να πλημμυρίσει και να προσχωθεί ένα στενό πέρασμα του σπηλαίου (σιφώνι), σε απόσταση 800 μέτρων από την είσοδο, φράζοντάς τους την δίοδο για έξοδο. Ήταν λοιπόν παγιδευμένοι στα βάθη της γης, σε ένα από τα πολυδαίδαλα πλοκάμια της σπηλιάς, αλλά πιθανόν ακόμα ζωντανοί.

«Δεν γνωρίζαμε αν είναι ζωντανοί», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο διοικητής της 1ης ΕΜΑΚ Στέφανος Κολοκούρης. Και αυτό, προσθέτει, «είναι το στοιχείο που διαφοροποιεί τη διάσωση στην Κρήτη από εκείνη που παρακολουθήσαμε στην Ταϊλάνδη.»

«Η αγωνία είχε κορυφωθεί, και εμείς σπεύσαμε όσο γινόταν πιο γρήγορα, και εκεί χαράματα ήταν ακόμα, αντικρίσαμε ήδη να υπάρχουν δυνάμεις της ΕΜΑΚ, πάρα πολλά ασθενοφόρα, πάρα πολλά αυτοκίνητα της πυροσβεστικής υπηρεσίας, άνδρες του στρατού της υπηρεσίας υποβρυχίων καταστροφών, βατραχάνθρωποι, οι οποίοι όμως δεν μπορούσαν να επέμβουν γιατί δεν ήταν σπηλαιολόγοι, απλώς μας βοηθούσαν για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε στα βάθη του σπηλαίου, με πρώτο στόχο αρχικά να δούμε αν ήταν εν ζωή τα άτομα αυτά, και στην συνέχεια να μπορέσουμε να τους απεγκλωβίσουμε», θυμάται ο πρόεδρος σήμερα της Ελληνικής σπηλαιολογικής εταιρείας Κ. Μερδενισιάνος.

Μπορεί να αλλάξουν έτσι ξαφνικά οι καιρικές συνθήκες και τι ακριβώς συνέβη ξαφνικά στο σπήλαιο που δεν μπορούσε να προβλεφτεί ρωτάμε τον Γιάννη Κοφινά ο οποίος είναι και ο ιδρυτής του Ομίλου σπηλαιολόγων Ταϋγέτου «ο Ποσειδών»

«Μάζεψε ο Ψηλορείτης πάρα πολλά νερά, μας λέει, από τα πρωτοβρόχια κιόλας και επειδή το σπήλαιο μέσα, εφόσον είναι ξερό δημιουργεί σκόνη, δημιουργεί άμμο, και έτσι έρχεται με το νερό μαζί σε ένα σιφόνι που ήταν ανήφορος και κατήφορος, μαζεύτηκε αυτό το λίγο νερό, μιλάμε για λίγα κυβικά, μετά η άμμος έκατσε στο κάτω μέρος του σιφονιού και έγινε συμπαγής και έκλεισε».

Πιο δύσκολη η περίπτωση του Σάρχου από την Ταϊλάνδη

Για τον διοικητή της 1ης ΕΜΑΚ κ. Κολοκούρη η κατάσταση στο σπήλαιο της ΚΡήτης ήταν πιο περίπλοκη από εκείνη της Ταϊλάνδης.

«Εμάς ήταν στην αρχή πιο ανηφορικό το σπήλαιο, όταν έμπαινες, υπήρχαν στενά περάσματα και έπρεπε το σώμα μας να πάρει την μορφή του περάσματος, να στρίβουμε πολλές φορές για να μπούμε μέσα, και νιώθεις ότι σε πλακώνει η γη, ότι είσαι στα έγκατα της γης, και μετά πήγαινε πάρα πολύ κατηφορικά. Είχε απότομη κλίση. Από το δεύτερο και στο τρίτο επίπεδο και στο τέταρτο στην συνέχεια, η κλίση ήταν απότομη. Και μάλιστα με ποτάμι μέσα, υπόγειο ποτάμι, υπόγεια ρεύματα -όπως στην Ταϊλάνδη- δηλαδή ήταν ένα σπήλαιο γεμάτο με νερό που κατέληγε σε ένα σιφόνι που ήταν το τελευταίο επίπεδο για μας».

Για να αντιμετωπιστούν όλα αυτά αποτελεσματικά δεν υπήρχε άλλος τρόπος από την συνεργασία υπογραμμίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ από την πλευρά του ο Γεώργιος Καφκάς, πυρονόμος και αυτός σήμερα στην 1η ΕΜΑΚ.

«Συνεργαστήκανε υπογραμμίζει πολλές υπηρεσίες, ο ΟΤΕ, ο στρατός, η ΔΕΗ προσπαθήσαμε να έχουμε στο σπήλαιο και φωτισμό να έχουμε επικοινωνία με τα ασύρματα τηλέφωνα του στρατού, είχαμε τραβήξει καλώδια, είχαμε τραβήξει ρεύμα, φως από γεννήτριες μέχρι κάτω. Ήταν επιχείρηση που συμμετείχαν πάνω από 180 άτομα».

Κατά γενική ομολογία, το μέγεθος αυτής της επιχείρησης διάσωσης, λόγω της ιδιομορφίας του, ήταν πρωτοφανής για τα ελληνικά χρονικά. Αλλά το πιο σημαντικό απ’ όλα ήταν η αφαίρεση της λάσπης και άμμου από το σημείο απόφραξης του σπηλαίου. Μια υπεράνθρωπη προσπάθεια που έγινε εκ περιτροπής, απ’ όλους τους εθελοντές σπηλαιολόγους, κυρίως με τα χέρια.

Με ιδιαίτερη συγκίνηση ο Στέφανος Κολοκούρης θα αναφερθεί στην ώρα που με χτυπήματα οι σπηλαιολόγοι κατάφεραν να βεβαιωθούν ότι οι εγκλωβισμένοι ήταν ζωντανοί.

«Δεν μπορώ να περιγράψω την συγκίνηση όλων μας », υπογραμμίζει ο διοικητής της ΕΜΑΚ.

Όπως θα σημειώσει ο σπηλαιολόγος Κ. Μερδενισιάνος: «Ύστερα από τρεις ημέρες αγωνιώδους προσπάθειας, οι κόποι μας τελικά δικαιώθηκαν, όταν, περίπου, στις 2 μετά τα μεσάνυχτα της Τετάρτης, η δίοδος αποφράχθηκε και οι χαμένοι σπηλαιολόγοι έδωσαν σημεία ζωής».

Το νέο διαβιβάστηκε μέσω της υπόγειας τηλεφωνικής γραμμής στον έξω κόσμο προκαλώντας ασυγκράτητους πανηγυρισμούς. «Όπως εκ των υστέρων μας διηγήθηκαν, οι καμπάνες του χωριού άρχισαν να χτυπούν χαρμόσυνα, ενώ τα διάφορα τηλεοπτικά δίκτυα με τους ανταποκριτές τους να περιμένουν καρτερικά έξω απ’ το σπήλαιο, μετέδιδαν σε έκτακτα δελτία ειδήσεων το ευχάριστο γεγονός. Ήταν κάτι το συγκινητικό, που θα έλεγα ότι δικαίωσε τη φήμη των Ελλήνων σε θέματα αλληλεγγύης και κοινωνικής ευαισθησίας», λέει ο κ. Μερδενισιάνος.

Η φυσική κατάσταση των τριών σπηλαιολόγων, παρ’ όλη τη σωματική και ψυχική τους εξάντληση, όπως διαπιστώθηκε, ήταν πολύ καλύτερη απ’ ότι περίμεναν.

Η επικινδυνότητα

Η ιστορία της διάσωσης στην Κρήτη ήταν τελικά η αφορμή ώστε να υπάρξει στην συνέχεια ειδική εκπαίδευση για διασώσεις σε σπήλαια κάτι που δεν είναι καθόλου εύκολο. Ο κ. Κολοκούρης περιγράφει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ πόσο επικίνδυνο είναι, πόσο εύκολα μπορεί κάποιος να σφηνώσει στα στενά περάσματα, ενώ περιγράφει και πόσο δύσκολο είναι να μένει κάποιος τόσες πολλές ώρες μέσα στο σκοτάδι.

Υπάρχει, μας λέει ο διοικητής της ΕΜΑΚ και το ψυχολογικό κομμάτι. «Μπορεί εύκολα να πάθει κάποιος πανικό καθώς ένα φυσικό φαινόμενο ένας σεισμός για παράδειγμα μπορεί εκείνη την στιγμή να σε εγκλωβίσει σε πιο δύσκολα σημεία».

Πάντως τόσο οι σπηλαιολόγοι όσο και οι άνθρωποι της ΕΜΑΚ υπογραμμίζουν πως τα συναισθήματα σήμερα είναι ανάμικτα.

Πρόκειται για μία εμπειρία που όλοι μας θα θέλαμε να μην ξανασυμβεί. Μάλιστα οι Έλληνες σπηλαιολόγοι παρά τις κακουχίες και την επικινδυνότητα θεωρούν όπως δηλώνουν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι η Ελλάδα προσφέρεται για έναν θεματικό σπηλαιολογικό τουρισμό και δεν διστάζουν να απευθύνουν έκκληση για την ανάπτυξη του.