Θυμάμαι μια εποχή που το δωμάτιο του γιου μου, πρέπει να παραβίαζε όλους τους κανόνες περί ορίων βάρους και στατικότητας οικοδομής.
Nτουλάπες που «βούλιαζαν» από ρούχα και παπούτσια, συρτάρια ξέχειλα με μπλουζάκια, κάλτσες, εσώρουχα κι αξεσουάρ, βιβλιοθήκες ως το ταβάνι και δυο σωροί παιχνίδια, χωμένα όπως όπως σε παιχνιδόκουτα, κούτες μπαούλα και σακουλάκια – τα περισσότερα, δεν τα άγγιζε καν, αλλά αρνιόταν να τα αποχωριστεί κιόλας. (Ναι, εννοείται, πως είναι μοναχοπαίδι…). Με τη σειρά του, το αγόρι μου ήταν ένα «δείγμα τυπικό» της οικογένειας – κατά βάση – κι έπειτα του κύκλου, της πόλης, του κόσμου που τον είχε γεννήσει: ένας λαίμαργος και αλλοπρόσαλος καταναλωτής.
Και πάλι, δεν νομίζω πως εμείς πρωτοτυπούσαμε ιδιαιτέρως. Μεγαλωμένη σε χρόνια ευημερίας, χωρίς κρίσεις, στερήσεις και κατοχικά σύνδρομα, η γενιά μας στρατεύτηκε νωρίς κάτω από το logo «καταναλώνω άρα υπάρχω», που στην γονεϊκή του εκδοχή γινόταν το περίφημο «άλλωστε εμείς για ποιoν δουλεύουμε; Για τα παιδιά μας!».Που πάει να πει δουλεύεις και δε ρωτάς, διότι δουλεύεις για να πληρώνεις παιχνίδια και ρούχα και ιδιωτικά σχολεία και babysitters, τις οποίες το παιδί πιθανόν να μην χρειαζόταν ποτέ, αν δεν δούλευες εξαρχής. Στην γενική του εικόνα, το πράγμα θυμίζει λίγο το μεγάλο δίλημμα του κόκκορα στις ιστοριούλες του Αρκά: «Θέλω να βγω από το αδιέξοδό μου, αλλά δεν θυμάμαι από πού μπήκα».
Και για να μη χανόμαστε σε αερολογίες, σκάλισα στο Web και βρήκα μια έρευνα που είχε γίνει από μερικά χρόνια από κάτι γιατρούς στο Κρατικό της Νίκαιας για να καταγραφούν οι απόψεις των Ελλήνων γονιών σε ό,τι αφορούσε τη σχέση τους με το παιδί και το χρήμα. Τότε (σ.σ. λογαριάστε ότι μιλάμε για τις αρχές του 2009, άρα οριακά προ μνημονίων, χαρατσιών κ.λπ) δύο στους δέκα γονείς παιδιών ηλικίας 6-14 ετών – παραδέχονταν ότι «αντάμειβαν» με χρήματα τα παιδιά, επειδή δεν είχαν χρόνο να ασχοληθούν μαζί τους. Ένα μικρό ποσοστό (15%) προτιμούσε να μην αγοράζει τίποτα στο παιδί, ενώ, τέλος, τρεις στους δέκα γονείς αγόραζαν στα βλαστάρια τους πράγματα που δεν τους τα είχαν ζητήσει καν.
Και να ‘μαστε τώρα όλοι μαζί, εσείς, εμείς κι αυτοί, στα χρόνια της κρίσης και του «εξορθολογισμού εξόδων». Που σημαίνει πως κομμένα τα σινιέ jeans και τα παπούτσια, οι επιδρομές στα παιχνιδάδικα και τα ηλεκτρονικά που αποτιμώνται μισό διαμέρισμα στα Πατήσια, ανά τεμάχιο. Κομμένα και τα τρικ του τύπου «η μαμά έχει δουλειά και θ’ αργήσει το βράδυ, αλλά αύριο θα σου πάρει ό,τι θέλεις». Αν έχασες τη δουλειά σου, καλύτερα είναι – ή έτσι επιμένουν οι ειδικοί – να λες στο παιδί με ήσυχο, σταθερό τρόπο όλη την αλήθεια (εντάξει, ας μη μάθει επακριβώς τι είναι «αύξηση του spread» και «μη βιώσιμο ελληνικό χρέος»), απαλύνοντας τις αγωνίες και τους φόβους του.
Να ορίζεις ήρεμα τις οικονομικές, οικογενειακές δυνατότητες και το τι θα γίνει στο μέλλον. Αντί για το «δεν μπορώ να στο πάρω, δεν έχω λεφτά», προτιμότερο είναι το «δεν αγοράζουμε ό,τι βλέπουμε» ή το «αν σου είναι πραγματικά πολύ απαραίτητο, θα μαζέψουμε μαζί τα χρήματα για να το πάρουμε».
Ποτέ να μην ανταμείβεις ένα παιδί για να κάνει το αυτονόητο, αλλά να ΄σαι σπάταλος μαζί του σε ό,τι του δίνει ασφάλεια και αίσθηση συνέχειας. «Το πιο ακριβό και πολύτιμο πράγμα στον κόσμο», μας θυμίζουν «είναι η αγκαλιά μας και η αγάπη μας». Μόνο που αυτές τις βγάλαμε από καιρό στο σφυρί. Και άντε τώρα να τις πάρουμε πίσω…
babyradio.gr