Του Νίκου Τσούλια

Δεν έχουμε φθάσει ακόμη σε τέτοιο σημείο, ώστε να γίνεται λόγος για ενιαία θεώρηση όλων των εκπαιδευτικών προβλημάτων, τόσο σε ό,τι αφορά στο υποκείμενο της μάθησης, δηλαδή το μαθητικό πληθυσμό, όσο και από πλευράς χρονικού ορίζοντα (διαχρονίας), προκειμένου να καλύπτεται και η σχολική και κοινωνική ένταξη των ατόμων με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες.

Λ. Δελλασούδας, Ομότιμος καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Ε.Κ.Π.Α.

Όταν μαζεύονται σύννεφα κρίσης σε μια πολιτεία που δεν κατανόησε το πώς συνέβη αυτό, όταν ο κάθε πολίτης αρχίζει να σκέφτεται μόνο τον εαυτό του και τον πολύ στενό του περίγυρο, όταν αποδομείται το κράτος πρόνοιας με μια ασύντακτη τροπή, τότε το μέρος της κοινωνίας που θα γευθεί πρώτο την πιο βαριά σκιά είναι οι κοινωνικές ομάδες που έχουν την μεγαλύτερη ανάγκη στήριξης, είναι οι κοινωνικές ομάδες που έχουν κατακτήσει τα στοιχειώδη δικαιώματά τους ύστερα από τους άλλους, τους πολλούς πολίτες.

Ουσιαστικά τώρα διαφαίνεται ότι η φροντίδα που είχαμε για τα άτομα που χρειάζονται ιδιαίτερη στήριξη ήταν απόρροια περισσεύματος, ήταν απόρροια της επίλυσης των βασικών προβλημάτων των άλλων, των πολλών πολιτών και δεν ήταν στις προτεραιότητες του πολιτισμικού μας εποικοδομήματος.

Αλλά αυτή η αντίληψη καταδεικνύει με τον πιο καταφανή τρόπο το έλλειμμα ορθολογισμού στην κοινωνία μας και το ευάλωτο αξιακό στερέωμά μας. Έτσι η σύγχρονη ελληνική κοινωνία γευόμενη τα αγαθά του καταναλωτισμού δόμησε την πολιτεία της πάνω σε σαθρές βάσεις υπονομεύοντας σχεδόν κάθε οδό προοπτικής και θετικής υπέρβασης του δημιουργούμενου παρακμιακού τοπίου.

Γιατί ποια κοινωνία μπορεί να ανοίγει ουσιαστικούς δρόμους στην ευημερία και στην πρόοδο όταν δεν έχει ούτε στα ζητούμενά της τις έννοιες των ίσων ευκαιριών και της αντισταθμιστικής πολιτικής απέναντι στις τόσες και τόσες ανισότητες που χαρακτηρίζουν το σημερινό οικονομικό και κοινωνικό μας status; Ποια κοινωνία μπορεί να σηκώσει το φοβερό άλγος της εγκατάλειψης σημαντικών κοινωνικών ομάδων και να μπορεί ταυτόχρονα να μιλάει για δικαιοσύνη και ισονομία; Ποια κοινωνία μπορεί να καμώνεται ότι δεν ξέρει ότι είναι εστία βαρβαρότητας, όταν δεκάδες και δεκάδες χιλιάδες παιδία με αναπηρία δεν έχουν τη δυνατότητα να γευθούν το ουσιώδες αγαθό της εκπαίδευσης;

Η έλλειψη ορθολογισμού αγγίζει τα όρια της αφροσύνης. Γιατί είναι δύσκολο να σκεφτούμε ότι η αναπηρία είναι ένα θέμα που αφορά όλους μας, ότι όλοι είμαστε εν δυνάμει ανάπηροι; Ποιος δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει ότι αύριο μπορεί να βρεθεί σε αναπηρικό καροτσάκι ως θύμα ενός τροχαίου δυστυχήματος; Ποιος δεν μπορεί να σκεφτεί ότι η γέννηση ενός παιδιού του μπορεί να συνοδευτεί με ένα γενετικής φύσης πρόβλημα που δεν εξαρτάται απ’ αυτόν; Ποιος δεν μπορεί να σκεφτεί ότι η φύση του ανθρώπου είναι πεπερασμένη και ότι από κάποια παθογόνο αιτία μπορούμε να βρεθούμε στο κρεβάτι μιας ανίατης ασθένειας και του μακροχρόνιο πόνου. Μόνο όταν βιώσουμε εν τοις πράγμασι τον κόσμο της αναπηρίας, τότε μόνον τότε αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχει ο κόσμος της, τότε μπορούμε να σκεφτούμε ότι μάς αφορά; Έχει επισημανθεί ότι «οι ανάπηροι απαιτούν αποδοχή έτσι όπως είναι, δηλαδή ανάπηροι» (M. Oliver, Αναπηρία και πολιτική), ωστόσο ούτε κάτι τέτοιο είναι αποδεκτό από την κοινωνία των άλλων!

Αλλά δεν αρκούν όλα αυτά. Αδυνατούμε να εκφράσουμε κατανόηση για τα προβλήματα των πολιτών με αναπηρία. Διατρεχόμαστε από έναν πυκνό πλέγμα προκατάληψης και μεσαιωνικών στερεότυπων, που καταδεικνύει την αδυναμία κατανόησης και της απλής πραγματικότητας. Ποιος μπορεί να αρνηθεί, για παράδειγμα, ότι υπάρχει μια γενικευμένη αντίληψη σκοταδισμού που αποφαίνεται σχεδόν εξ ορισμού ότι «η οποιαδήποτε μορφή αναπηρίας ταυτίζεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, και με ένα νοητικό μειονέκτημα το οποίο κατέχει βασική θέση στην προσωπικότητα του ανάπηρου ανθρώπου», και έτι περαιτέρω, ότι «οι προκαταλήψεις και η απορριπτική στάση των μη ανάπηρων επιδρούν σημαντικά στο αίσθημα του φραγμού και της ματαίωσης που βιώνει το ανάπηρο άτομο» (Α. Ζώνιου – Σιδέρη, Οι ανάπηροι και η εκπαίδευσή τους); Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι στην ελληνική πραγματικότητα η αναπηρία στιγματίζει την ταυτότητα του προσώπου και ότι αποστρεφόμαστε το δικό μας πρόσωπο ακόμα και από την απλή θέαση της εικόνας του προσώπου με αναπηρία; Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι αυτή βαθιά περιφρόνηση συνιστά μια πράξη βαρβαρότητας, ότι αυτή η μεσαιωνική στάση πλήττει ευθέως το είδωλο του ανθρώπου;

Ακόμα και το λεξιλόγιο μας, δηλαδή η γλώσσα μας, υπηρέτησαν την παρακμιακή θεώρησή μας. Υπήρξαν σχετικά πρόσφατες εποχές (πριν τον τελευταίο πόλεμο), όπου τα άτομα με αναπηρία ονομάζονταν «ανώμαλα άτομα» (!), ενώ η φωτισμένη εκπαιδευτικός Ρόζα Ιμβριώτη (Ανώμαλα και καθυστερημένα παιδιά) αγωνιζόταν για να μαζέψει τα παιδιά τονίζοντας κάτι πολύ απλό, κάτι πολύ ουσιώδες: «Το σχολείο έπρεπε να τους δώσει ό,τι είχαν στερηθεί ως τώρα. Αγάπη πρώτα απ’ όλα που η ψυχή τους τόσο διψούσε».

Οι άνθρωποι με αναπηρία συναντούν την αντίσταση – πιο ορθά την αντίδραση – της κοινωνίας να αυτοπροσδιοριστούν, βιώνουν έναν προσδιορισμό πολύ πέραν της όποιας αναπηρίας τους, ακριβώς γιατί «οι ανάπηροι εξακολουθούν να σκιαγραφούνται ως περισσότερο ή λιγότερο ανθρώπινοι και σπάνια σαν συνηθισμένοι άνθρωποι που κάνουν συνηθισμένα πράγματα» (M. Oliver, Αναπηρία και πολιτική). Ουσιαστικά η κοινωνία μας είναι ελλειμματική, είναι κοινωνία κλασματική, είναι κοινωνία κυριαρχούμενων και κυρίαρχων, μόνο που η διαίρεση αυτή δεν είναι μόνο η διπολική / ταξική διαίρεση, είναι διαίρεση πολλαπλών καταμερισμών και πολλαπλών διακρίσεων. Ακόμα και ο πιο καταπιεσμένος από την ταξική διαίρεση είναι έτοιμος να διατηρήσει τον ειδικό υποβιβασμό των ατόμων με αναπηρία πιο κάτω από όλους τους άλλους.

Υπάρχει μια αιτιολογία, ότι «η ευρέως γνωστή αποστροφή προς τους ανάπηρους ίσως να είναι το αποτέλεσμα και ενός ‘αισθητικού’ φόβου, που ναρκισσιστικά απορρίπτει τις αποκλίσεις από την ‘κανονική’ φυσική εμφάνιση – και ενός ‘υπαρξιακού’ φόβου, που ίσως υπονοεί τον προβεβλημένο κίνδυνο της μη αποκατάστασης ως γεγονός πιο τρομαχτικό από το μοιραίο του θανάτου» (M. Oliver, Αναπηρία και πολιτική). Αλλά αυτό δε συνιστά μια ομολογία μη αντιμετώπισης της ίδιας της πραγματικότητας, μια ομολογία μη διαμόρφωσης ορθολογικής κοινωνίας;

Πιστεύουμε και διακηρύσσουμε ότι:

– Κάθε παιδί έχει το θεμελιώδες δικαίωμα στην εκπαίδευση και πρέπει να του δίνεται η ευκαιρία να κατακτά και να διατηρεί ένα ικανό επίπεδο μάθησης.

– Όσοι έχουν ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες πρέπει να έχουν πρόσβαση στα ‘κανονικά’ σχολεία, τα οποία θα πρέπει να τους εκπαιδεύουν στα πλαίσια μιας παιδοκεντρικής παιδαγωγικής, ικανής να ανταποκριθεί σ’ αυτές τις ανάγκες.

UNESCO (1996), Διακήρυξη της Σαλαμάνκα