Ἕλεγε: «Ὁ φυσικός νόμος τῆς βαρύτητας δέν ἔχει εὐσπλαγχνία. Ὁ πνευματικός ὅμως νόμος ἔχει, γιατί τότε ἔχει κανείς νά κάνη μέ τόν Πολυεύσπλαγχνο Θεό, πού σέ κατεβάζει μέ στοργή ὁμαλάκαί σέ προσγειώνει».

Ἔλεγε μία φορά: «Ὅταν ἐμφανίζεται ἕνας Ἅγιος σέ κάποιον, τότε ἕνας ἄλλος ἄνθρωπος πού βρίσκεται στόν ἴδιο χῶρο, ἄλλοτε τόν βλέπει κι ἐκεῖνος, ἄλλοτε μόνο ἀκούει τήν φωνή του, ἄλλοτε αἰσθάνεται μόνο τήν εὐωδία του, καί ἄλλοτε τίποτε. Δέν ὑπάρχει νόμος».

Ἔλεγε: «Ὁ Θεός θέλει πρό πάντων ἐμεῖς νά εἴμαστε χαρούμενοι ἐσωτερικά καί ἀναπαυμένοι μέ τίς κατά Θεόν ἐπιλογές μας, κλπ. Δέν εἶναι ὁ Θεός τύραννος νά μᾶς πιέζη, ἀλλά μᾶς ἀφήνει ἐλευθέρους».

Μία φορά ἔλεγε σέ κάποιον πού εἶχε προβλήματα ὑγείας καί ἐθλίβετο γιά μία του ἀσθένεια: «Δέν σέ συμφέρει ὁ Θεός νά σοῦ τήν πάρη, γιατί θά τό ἐκμεταλλευθῆ ὁ πειρασμός». Καί ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας ἔλεγε γιά τόν ἑαυτό του: «Ὅσο μέ ὠφέλησαν οἱ ἀρρώστειες δέν μέ ὠφέλησε ἡ ὑπόλοιπη ἄσκησι».

Ἔλεγε:

– «Ὁ λογισμός στόν ἄνθρωπο εἶναι τό πιό σπουδαῖο πρᾶγμα».

– « Ὁ Διάβολος εἶναι μέγας τεχνίτης. Τόν καθένα ξέρει ποῦ θά τόν πιάση».

– «Ἐξαρτᾶται μέ τί λογισμό κάνει κάποιος κάτι».

– «Πρίν πάρωμε μία ἀπόφασι, νά ζυγίζωμε πρῶτα τόν ἑαυτό μας πόσο ἀντέχει».

Ἔλεγε: «Ἄν θέλη ὁ ἄνθρωπος νά προκόψη, πάντα στούς ἄλλους νά βρίσκη ἐλαφρυντικά. Μόνον τόν ἑαυτό του νά μή δικαιολογῆ καί μεταθέτη τήν εὐθύνη. Ἀκόμη καί στόν Διάβολο νά βρίσκωμε ἐλαφρυντικά. Νά λέμε ”αὐτός, σάν Διάβολος, κάνει θαυμάσια τήν δουλειά του· ἐγώ τί κάνω;”»

Ἔλεγε: «Ὅταν κάνωμε μία μικρή ἤ μεγάλη ἁμαρτία, δέν σημαίνει ὅτι αὐτόματα δαιμονιζόμαστε. Ἄν ἦταν ἔτσι, δέν θά ἔφθαναν οἱ παπᾶδες μέ τίποτε».

Ἐτόνιζε: «Νά ἁπλουστεύωμε τήν ζωή μας μέ λιγώτερες ἀσχολίες γιά νά ἔχωμε χρόνο καί γιά τά πνευματικά». Αὐτό τό ἔλεγε μέ ἀφορμή τό ἑξῆς περιστατικό. Κάποιος ἱερέας πού εἶχε ἔλθει ἀπό τό ἐξωτερικό γιά νά κάνη τήν διδακτορική διατριβή του, ἐπειδή δέν τοῦ ἔμεινε οὔτε μία ἡμέρα κενή σέ διάστημα ἑνός μηνός παραμονῆς του στήν Ἑλλάδα, δέν μπόρεσε νά πάη στό Ἅγιον Ὄρος γιά νά δῆ τόν Γέροντα. Ἦταν πολύ γνωστός του. Ὡς ἐκ τούτου, τοῦ τό παρήγγειλε μέσῳ κάποιου ἄλλου. Καί ὁ π. Παΐσιος τοῦ ἔστειλε τήν ἑξῆς ἀπάντησι: «Αὐτό τό διδακτορικό τελικά εἶναι σκέτη δικτατορία…»!

Νά κλείσωμε αὐτήν τήν ἑνότητα μέ κάτι εὐχάριστο.

Κάποτε ὁ Γέροντας εὑρίσκετο στά Κατουνάκια καί ἔκανε κομβοσχοίνι ὅλην τήν νύχτα μέχρι τό μεσημέρι τῆς ἑπομένης. Κατά τήν διάρκεια τῆς προσευχῆς του ἔβλεπε, ἔνοιωθε ὅτι εὑρίσκετο μέσα σέ τέτοιο θεῖο Φῶς, πού μετά ἔλεγε: «Πόσο διαφέρει σέ λάμψι ὁ καυτός μεσημεριάτικος καλοκαιρινός ἥλιος ἀπό τήν λάμψι τοῦ φεγγαριοῦ τῆς νύχτας; Ἔ, τόσο καί ἀσύγκριτα περισσότερο διαφέρει σέ λάμψι τό θεϊκό Φῶς ἀπό τήν λάμψι τοῦ καλοκαιριάτικου ἥλιου».