Μία από τις παρενέργειες του Συστήματος Υγείας στην Ελλάδα είναι και το φαινόμενο του τεράστιου αριθμού επιστημονικών εταιρειών και υποεταιρΕιών, οι οποίες «εκφράζουν» τις 45 αναγνωρισμένες ιατρικές ειδικότητες και εξειδικεύσεις. Μάλιστα για τους γνωρίζοντες το χώρο, «ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια», με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς ο αριθμός τους και η ποιότητα του έργου τους, που είναι η προαγωγή της ιατρικής και η δια βίου εκπαίδευση των μελών τους. άλλοι κάνουν λόγο για 1.300, άλλοι για 1.500 και άλλοι για πάνω από 1.600 εταιρείες, πολλές από τις οποίες είναι «σφραγίδες», όπως λέγεται χαρακτηριστικά, και λειτουργούν, σύμφωνα με τον υπουργό Υγείας Ανδρέα Ξανθό, ως «ομπρέλα για διοργάνωση συνεδρίων» για τα οποία «χάνουμε το μέτρημα», αναφέρει χαρακτηριστικά πρόεδρος επιστημονικής εταιρείας.

Αναμφισβήτητα υπάρχουν επιστημονικές εταιρίες που προσφέρουν σημαντικό επιστημονικό έργο, αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο πρόεδρος του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας Κωνσταντίνος Μάρκου. Ωστόσο, προσθέτει, η πληθώρα και ο κατακερματισμός που παρατηρείται δεν βοηθά στην προαγωγή του ρόλου τους, αφήνει σκιές και δημιουργεί την ανάγκη να μπουν κανόνες λειτουργίας και διαφάνειας, και ήδη από εξαμήνου έχει ξεκινήσει διάλογος επί του σχεδίου νόμου που αφορά στη θεσμοθέτηση των Επιστημονικών Ιατρικών Εταιρειών με ένα κοινό νομοθετικό πλαίσιο συνεργασίας με την Πολιτεία και κοινές αρχές οργάνωσης και λειτουργίας τους.

Σε πρόσφατη ομιλία του στη Βουλή ο υπουργός Υγείας είχε χαρακτηρίσει «κρίσιμο» το πεδίο των ιατρικών συνεδρίων, επισημαίνοντας ότι έχει ανοίξει μια πολύ σοβαρή συζήτηση στο ΚΕΣΥ (Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας). Είχε τονίσει ότι είναι έτοιμο σχέδιο νόμου, όπου η ευθύνη της έγκρισης των συνεδρίων φεύγει από τον ΕΟΦ, που ήταν μια τελείως τυπική διαδικασία, και πηγαίνει στο ΚΕΣΥ, ως το κατεξοχήν όργανο υπεύθυνο για την μεταπτυχιακή εκπαίδευση των λειτουργών υγείας, όπου σε συνεργασία με τις 45 επιστημονικές εταιρείες κορμού θα αξιολογείται η ποιότητα των συνεδρίων.

Κοινή διαπίστωση όλων είναι ότι πρέπει να ξεκαθαρίσει το θολό τοπίο με τις πολυάριθμες επιστημονικές εταιρείες, να μπει τέλος στην αναρχία συνεδρίων, να ενισχυθεί η διαφάνεια στη σχέση φαρμακευτικών και επιστημονικών εταιρειών και να προχωρήσει η αναμόρφωση και ο εξορθολογισμός της ιατρικής εκπαίδευσης.

«Φαίνεται πλέον πως όλοι οι θεσμικά εμπλεκόμενοι έχουν εμπεδώσει την ανάγκη να πάψει αυτό το άρρωστο καθεστώς. Γι αυτό πρέπει άμεσα να ξεκινήσει η διαβούλευση, ώστε να συμφωνηθούν οι λεπτομέρειες και να νομοθετηθεί ένα πεδίο διαφάνειας στα ζητήματα της συνεχιζόμενης ιατρικής εκπαίδευσης», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο γενικός γραμματέας του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου Δημήτρης Βαρνάβας.

Οι 1.500 επιστημονικές εταιρείες

Σύμφωνα με τον κ. Βαρνάβα, «στη χώρα μας δραστηριοποιούνται περί τις 1.500 επιστημονικές εταιρείες, τις οποίες βέβαια κανείς δεν μπορεί να καταργήσει, αφού αποτελούν αστικά σωματεία. Μπορεί όμως να μπει τάξη σ΄ αυτό το άναρχο τοπίο. Κάθε ειδικότητα και εξειδίκευση πρέπει να αποκτήσουν μία και μοναδική διαπιστευμένη εταιρεία, η οποία θα διευθετεί κάθε τι σχετικά με τα συνέδρια και την εκπαίδευση υπό την εποπτεία ενός φορέα στον οποίο θα συμμετέχει η Πολιτεία, εκπρόσωποι των γιατρών και εκπρόσωποι των χορηγών, με ταυτόχρονη θέσπιση κριτηρίων διαφάνειας, χωρίς να έρχεται ο γιατρός σε συναλλαγή με φαρμακευτικές εταιρείες».

Πώς προέκυψαν τόσες ιατρικές εταιρείες;

Όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Βαρνάβας «η δημιουργία αυτού του εξωφρενικά μεγάλου αριθμού επιστημονικών εταιρειών είχε πολλές φορές αγαθά κίνητρα, όπως η ανάγκη να καλυφθεί επιστημονικά η περιφέρεια, να καλυφθούν οι εξειδικεύσεις και τα νέα πεδία της ιατρικής, ακόμη και ο θεμιτός επιστημονικός ανταγωνισμός που έπρεπε να βρει στέγη σε άλλον φορέα. Κάποιες άλλες φορές αποσκοπούσε στην απορρόφηση χορηγιών από φαρμακευτικές εταιρείες και εταιρείες ιατρικών υλικών, οι οποίες δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητες. Αυτό το φαινόμενο αποτελούσε παγκόσμια πρωτοτυπία. Σε καμιά χώρα του κόσμου, ακόμη και στις πλέον εξελιγμένες επιστημονικά, δεν υπάρχει τέτοιος τεράστιος αριθμός ιατρικών εταιρειών. Παντού υπάρχουν οι περίπου 40 εταιρείες κορμού και στα πλαίσια αυτών αναπτύσσονται όλες οι επιμέρους εξειδικεύσεις ή δημιουργούνται παραρτήματα σε άλλες πόλεις όπου υπάρχουν πανεπιστήμια».

Οι λόγοι της πληθώρας

Ιδιαίτερη σημασία έχει η άποψη του προέδρου της Ελληνικής Αντκαρκινικής Εταιρίας, η οποία λειτουργεί από το 1958, Ευάγγελου Φιλόπουλου.

«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο αριθμός των επιστημονικών εταιρειών, αλλά και των συλλόγων πολιτών που ασχολούνται με τομείς της υγείας στη χώρα μας δεν είναι μόνο υπερβολικός, αλλά ξεπερνά εκκωφαντικά τα όρια της ορθολογικής αναλογίας, έτσι όπως έχουν αντικειμενικά διαμορφωθεί στις χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής. Οι λόγοι γι΄ αυτή την πληθώρα είναι η χρησιμοποίηση των φορέων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, επιστημονικών ή μη, ως μέσου ατομικής προβολής και συγκομιδής υλικού κέρδους καθώς και η ατομοκεντρική κουλτούρα που διακατέχει την κοινωνία μας σε όλα τα στρώματα της και καθιστώντας συχνά δύσκολη έως αδύνατη την παραγωγική συνεργασία για επίτευξη κοινών σκοπών», τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Φιλόπουλος.

Έντονο το φαινόμενο στο χώρο της ογκολογίας

«Δεν εκπλήσσει ότι το ίδιο φαινόμενο, αλλά πιο έντονο, υπάρχει και στο πεδίο της αντιμετώπισης του καρκίνου», επισημαίνει ο κ. Φιλόπουλος. Προσθέτει ότι «οι περισσότερες από τις υπάρχουσες επιστημονικές εταιρείες δεν έχουν να επιδείξουν για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα κάποιο έργο ή απλά έχουν στο ενεργητικό τους κάποιο συνέδριο ή επιστημονική ημερίδα μία φορά το χρόνο. Ο μεγάλος αριθμός των εταιρειών και των επιστημονικών εκδηλώσεων διατηρείται και δραστηριοποιείται με αυτό τον τρόπο χάρις στις επιχορηγήσεις -κατά κανόνα- των φαρμακευτικών εταιρειών».

Μονόπλευρη ενημέρωση

Όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Φιλόπουλος, «αυτή η πρακτική στο χώρο της ογκολογίας έχει ως αποτέλεσμα η ενημέρωση να επηρεάζεται μονόπλευρα προς την προώθηση των νέων φαρμάκων (για χημειοθεραπεία, ορμονοθεραπεία, στοχευμένη και ανοσοθεραπεία), αλλά και προς νέες τεχνολογικές διαφοροποιήσεις σε διαγνωστικό και θεραπευτικό επίπεδο, άσχετα με το αν απ΄ όλα αυτά βελτιώνονται σημαντικά τα διαγνωστικά και θεραπευτικά αποτελέσματα. Στη σύγχρονη εποχή υπάρχουν γνωστά διεθνώς παραδείγματα ιατρικών παρεμβάσεων που οφείλουν τη σχεδόν πλήρη επικράτηση τους στο επιθετικό managment των κατασκευαστριών εταιρειών, με τη συνεπικουρία επιστημονικών φορέων (όπως π.χ. η ρομποτική χειρουργική, οι αγγειογενετικοί παράγοντες στον καρκίνο του μαστού κ.ά.). Αυτή η κατά κάποιο τρόπο φιλτραρισμένη εξειδίκευση αποβαίνει εις βάρος της ολιστικής αντιμετώπισης του καρκίνου, κατακερματίζοντας τη συλλογικότητα της ιατρικής πρακτικής, conditio sine qua non στη σωστή άσκηση της ογκολογίας».

Υπόθεση Novartis

«Η υπόθεση Novartis ανέδειξε, εκτός των πολιτικών ευθυνών και ευθύνες της ιατρικής κοινότητας, μέσω συνεδρίων, χορηγιών και άλλων δραστηριοτήτων», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Δημήτρης Βαρνάβας. Προσθέτει ότι «το σκάνδαλο Novartis προσφέρει μια ευκαιρία, ίσως την τελευταία, προκειμένου να διακοπεί κάθε άμεση σχέση των γιατρών με τις φαρμακευτικές εταιρείες για ζητήματα συνεχιζόμενης εκπαίδευσης, είτε είναι πραγματικά, είτε εικονικά ώστε να συγκαλυφθούν ταξίδια αναψυχής».

Στην εκπαιδευτική διαδικασία, συνεχίζει, «οφείλει να συνεισφέρει οικονομικά το κράτος, ώστε να πάψει σταδιακά η εκπαίδευση ν΄ αποτελεί προνομιακό πεδίο επιρροής των φαρμακευτικών εταιρειών, με όλες τις εγγενείς παθογένειες που δημιούργησαν αυτό το άρρωστο σκηνικό που έφτασε να απειλεί ακόμη και το πολιτικό μας σύστημα».

Θέσπιση κανόνων

Τη δική του πρόταση στο διάλογο που έχει ανοίξει καταθέτει ο κ. Φιλόπουλος. «Επειδή, όμως, σε δημοκρατικό καθεστώς ουδείς μπορεί να απαγορεύσει σε πολίτες να συνεταιρίζονται δημιουργώντας συλλόγους ή εταιρείες και να δραστηριοποιούνται για κοινούς σκοπούς, ούτε πάλι είναι ευκταίο να αποκτήσει το κράτος δυνατότητες που περιορίζουν αυτό το δικαίωμα, η μόνη εφικτή λύση για να αποκατασταθεί η ευταξία στο χώρο των επιστημονικών οργανώσεων είναι να θεσπιστούν κανόνες που οφείλουν να τηρούν και οι οποίοι να προάγουν τη διαφάνεια στη λειτουργία τους, όπως π.χ. η υποχρεωτική ενημέρωση των πολιτών ή των επιστημόνων για τις δραστηριότητες τους, η δημοσιοποίηση των οικονομικών στοιχείων τους (συμπεριλαμβανομένων των χορηγών τους και του τρόπου διάθεσης των πόρων που απέκτησαν), η γνωστοποίηση του αριθμού των μελών τους, το χρονικό διάστημα που ασκούν τα καθήκοντα τους τα μέλη του Δ.Σ., κ.λπ.», επισημαίνει.

Ο κ. Φιλόπουλος, αναφέρει ότι «η Ελληνική Αντικαρκινική Εταιρεία, γνωρίζοντας καλά τη σημερινή πραγματικότητα και στοχεύοντας σε όλους τους γιατρούς (και τους πολίτες), αποφάσισε να υλοποιήσει -και βρίσκεται στο τελικό στάδιο ολοκλήρωσης- ένα πρόγραμμα που θα της επιτρέψει να προσφέρει στον Έλληνα γιατρό μία πλήρη και έγκυρη ενημέρωση, χωρίς να εξαρτάται από χορηγούς (οι οποίοι, για να μην είμαστε άδικοι, πάντα σεβάστηκαν την ανεξαρτησία τής Εταιρείας και τη φύσει και θέσει συμπαράσταση που δείχνει σε κάθε προσπάθεια της ελληνικής Πολιτείας να προσφέρει ποιοτική και οικονομικά ανεκτή περίθαλψη σε όλους τους πολίτες)».

Νομοθετική ρύθμιση

Βασικός κορμός της πρόταση που έχει κατατεθεί και συζητείται από τους εμπλεκόμενους είναι για κάθε αναγνωρισμένη ιατρική ειδικότητα και εξειδίκευση η σύσταση μίας Επιστημονικής Ιατρικής Κοινότητας (ΕΙΚ) με έδρα την Αθήνα. Κάθε ΕΙΚ θα αναγνωρίζεται από την ολομέλεια του ΚΕΣΥ, θα καταχωρείται στο μητρώο ΕΙΚ και θα εποπτεύεται από το ΚΕΣΥ. Κάθε άλλη ιατρική εταιρεία ή ένωση ή οτιδήποτε συναφές, επιλέγει ΕΙΚ αναφοράς, πιστοποιείται γι΄ αυτό από την Επιτροπή Συνεχιζόμενης Ιατρικής Εκπαίδευσης του ΚΕΣΥ και διασυνδέεται επιστημονικά μαζί της. Η απόφαση του ΚΕΣΥ για την διασύνδεση μιας εταιρείας με ΕΙΚ, που ισοδυναμεί και με επικύρωση της πιστοποίησης, λαμβάνεται μετά από αίτημα της εταιρείας. Κάθε εταιρεία μπορεί να αιτηθεί τη διασύνδεση με μία έως τρεις ΕΙΚ.

Στην πρόταση αναφέρεται επίσης, μεταξύ άλλων, ότι πόροι των ΕΙΚ είναι οι συνδρομές των μελών, χορηγίες, κληροδοτήσεις, δωρεές και επιχορηγήσεις από τρίτους με την προϋπόθεση της ανάρτησης των πράξεων και των ποσών στο διαδίκτυο. Με απόφαση του υπουργού Υγείας ορίζεται το ύψος των συνδρομών των μελών καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια σχετική με τις χρηματοδοτήσεις από τρίτους.

Το ΚΕΣΥ έχει ζητήσει από όσες Επιστημονικές Εταιρείες δεν προβλέπεται στο καταστατικό τους, να θεσμοθετήσουν εκπαιδευτικές επιτροπές για την, μαζί με τις ΓΣ και τα ΔΣ, έγκριση του προγράμματος εκπαιδευτικών και ερευνητικών δραστηριοτήτων τον πρώτο μήνα κάθε έτους καθώς και του προϋπολογισμού, και οι θητείες των προέδρων να μην υπερβαίνουν τις δύο, συνεχόμενες ή διακεκομμένες, υπολογιζόμενων και των ήδη διατελεσάντων θητειών.