Αποτελεί «απαγορευμένη» λέξη για τους Γερμανούς εταίρους μας, καθώς και την ελπίδα πολλών να μπει η χώρα και πάλι σε ρυθμό ανάπτυξης, βγαίνοντας από το αυστηρό πρόγραμμα λιτότητας.

Ο λόγος για την , στο όνομα της οποίας έχουν συμφωνηθεί μια σειρά από δημοσιονομικά μέτρα μεταξύ του επιτελείου της ελληνικής κυβέρνησης και των της. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που επισημαίνουν ότι ακόμα και μια ελάφρυνση χρέους δεν θα ήταν αρκετή για να βγει η χώρα από την κρίση, ζητώντας να ασκηθούν πιέσεις για πλήρη διαγραφή του.

Αν και το τελευταίο σενάριο θεωρείται μη ρεαλιστικό και το πιθανότερο είναι ότι κανένας πολιτικός δεν θα αναλάβει το πολιτικό κόστος να προχωρήσει σε μια τέτοια ενέργεια, έχει μεγάλο ενδιαφέρον να δούμε τι θα συνέβαινε εάν αυτό γινόταν πραγματικότητα. Ποια θα ήταν η επόμενη ημέρα για μια μη χρεοκοπημένη Ελλάδα; Τι θα συνέβαινε εάν ξυπνούσαμε και το χρέος, ως δια μαγείας, είχε… εξαφανιστεί; Θα μπαίναμε σε ταχύτατους ρυθμούς ανάπτυξης ή μέσα σε λίγα χρόνια, συνεχίζοντας την ίδια πορεία, θα είχαμε συσσωρεύσει και άλλο χρέος; Δύο οικονομολόγοι, ο κ. Θανάσης Μανιάτης και ο κ. Μιχάλης Αργυρού, εξηγούν στην HuffPost Greece.

«Τι θα συνέβαινε εάν ξυπνούσαμε και το χρέος, ως δια μαγείας, είχε… εξαφανιστεί;»

 

Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα ποια θα ήταν η επόμενη ημέρα για την Ελλάδα, θα ήταν σημαντικό να εξετάσουμε την ίδια την φύση της κρίσης. Σύμφωνα με τον καθηγητή Θανάση Μανιάτη από το Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών, η ελληνική κρίση έχει τρεις κύριες διαστάσεις που αλληλοτροφοδοτούνται. Η πρώτη σχετίζεται με την ανεπαρκή κερδοφορία της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, η δεύτερη με την κρίσης υπερσυσσώρευσης και κερδοφορίας του κεφαλαίου της ελληνικής οικονομίας και η τρίτη με την δημοσιονομική κρίση του ελληνικού κράτους.

« Η πρώτη, που εκδηλώθηκε το 2007 έχει να κάνει με την κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου και ανεπαρκούς κερδοφορίας στον πυρήνα της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας (ΗΠΑ, ΕΕ, Ιαπωνία) που προκλήθηκε μέσω του μηχανισμού του μαρξικού νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους και διατηρεί την παγκόσμια οικονομία και ιδίως την Ευρωζώνη σε πλήρη στασιμότητα, η δεύτερη με την κρίση υπερσυσσώρευσης και κερδοφορίας του κεφαλαίου της ελληνικής οικονομίας που οφείλεται στον ίδιο μηχανισμό/νόμο. Η τρίτη και πιο ορατή διάσταση έχει να κάνει με τη δημοσιονομική κρίση του ελληνικού κράτους που σοβούσε για κάποια χρόνια (το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ κυμαίνονταν γύρω στο 100% από τις αρχές της δεκαετίας του 1990) και οξύνθηκε ιδιαίτερα από την επίδραση που είχαν οι δύο προηγούμενες πτυχές της κρίσης», εξηγεί.

Ο τρίτος και τελευταίος παράγοντας, αυτός των δημοσιονομικών, είναι εκείνος που ίσως μπορεί να εξηγήσει γιατί η πλήρης διαγραφή του χρέους είναι ένα μη ρεαλιστικό σενάριο και γιατί ένα νέο χρέος θα επιβάρυνε την χώρα λίγα χρόνια μετά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μη φορολόγηση των ισχυρών και η επιβάρυνση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα. Με λίγα λόγια, οι οικονομικά ισχυροί δεν πληρώνουν τους φόρους τους και, εάν αυτό συνεχιζοτάν, η χώρα θα συνεχίσει να έχει δημοσιονομικά ελλείμματα, ακόμα και εάν αύριο, ως δια μαγείας, το χρέος εξαφανιστεί.

Όπως εξηγεί ο κ. Μανιάτης, τα πρώτα έτη της κρίσης (1995-2011), το ελληνικό κράτος «κάθε άλλο παρά σπάταλο μπορεί να χαρακτηριστεί». Οι δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 46.6% έναντι 48.0% του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ-15. Οι μισθοί των ΔΥ ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν σχεδόν ίσοι με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 11%, ενώ οι δαπάνες στα παραδοσιακά πεδία του κράτους πρόνοιας υστερούσαν του ευρωπαϊκού μέσου όρου κατά 1.7% του ΑΕΠ στην εκπαίδευση, 1.2% στην υγεία και 2.7% στην κοινωνική πρόνοια και προστασία.

Αντίθετα, σύμφωνα με τον κ. Μανιάτη, οι δαπάνες για τόκους δημοσίου χρέους στην Ελλάδα ήταν 6.7% του ΑΕΠ κατά 3.2% υψηλότερες του ευρωπαϊκού μέσου όρου ενώ οι στρατιωτικές δαπάνες ήταν 1.2% του ΑΕΠ μεγαλύτερες αντίστοιχα. Ο καθηγητής σημειώνει ότι οι τόκοι δημοσίου χρέους είναι σχεδόν ίσοι με το δημόσιο έλλειμμα της περιόδου (6.9% του ΑΕΠ), υποδηλώνοντας ότι ο πρωτογενής προϋπολογισμός ήταν ισοσκελισμένος για τα δεκαέξι αυτά χρόνια.

Και τότε, γιατί παρατηρείται μεγάλη διαφορά της ελληνικής δημοσιονομικής δομής από την αντίστοιχη ευρωπαϊκή, θα ρωτούσε κανείς. Την ίδια περίοδο το σύνολο φόρων και εισφορών στην κοινωνική ασφάλιση στην Ελλάδα υστερεί σημαντικά, κατά 7.2% του ΑΕΠ, του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Για την διαφορά αυτή, ο κ. Μανιάτης δίνει την εξής εξήγηση:

«Η διαφορά αυτή οφείλεται κυρίως (5.8 ποσοστιαίες μονάδες από τις 7.2 συνολικά) στην εντυπωσιακά χαμηλή φορολόγηση εισοδήματος και πλούτου των μη μισθωτών δηλαδή εκείνου του συνασπισμού κοινωνικών στρωμάτων που στήριξε το κυρίαρχο πολιτικό μπλοκ εξουσίας σε όλη σχεδόν την περίοδο της μεταπολίτευσης».

Και συνεχίζει: « Καθώς οι έμμεσοι φόροι στην Ελλάδα είναι σχεδόν ίσοι με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και οι εισφορές στην κοινωνική ασφάλιση υστερούν μόνο κατά 1.5% του ΑΕΠ του ευρωπαϊκού μέσου όρου είναι σαφές ότι η σημαντική απόκλιση προς τα πάνω του δημοσίου χρέους στην Ελλάδα σε σχέση με την Ευρώπη οφείλεται στην επιτυχία των κυρίαρχων τάξεων να αποποιηθούν τα φορολογικά βάρη που τους αντιστοιχούν».

 

Ο καθηγητής τονίζει ότι σημαντικό ρόλο σε αυτήν την καθαρά ταξική επιτυχία έπαιξε «η εμπέδωση και κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας με την αποστροφή της για τους φόρους αλλά και οτιδήποτε συλλογικό», με τη διαφορά βέβαια ότι η ιδιαίτερα χαμηλή φορολόγηση «αφορούσε μόνο συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες ισχυρών και σε καμία περίπτωση την εργατική τάξη».

«Το τραγικό στην όλη υπόθεση είναι ότι η προσπάθεια των μνημονιακών κυβερνήσεων, της τωρινής συμπεριλαμβανομένης, να αυξήσουν τα φορολογικά έσοδα έχει αφήσει έξω τα ήδη ευνοημένα στρώματα και απλώς επιδείνωσε τη φορολογική επιβάρυνση των υποτελών τάξεων», λέει χαρακτηριστικά.

Βέβαια, δεν έχουν όλοι αυτή την άποψη, καθώς συχνά διαβάζουμε απόψεις σαν κι αυτές: «… η Ελλάδα εμφανίζει μονίμως ένα δημοσιονομικό έλλειμμα της τάξης του 6% (του ΑΕΠ) το οποίο οφείλεται αποκλειστικά στην υστέρηση των εσόδων έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Η αδυναμία διόρθωσης των δημόσιων οικονομικών εδράζεται στο γεγονός της μη φορολόγησης των ατομικών εισοδημάτων και των επιχειρηματικών κερδών. Συνεπώς η ιδέα της φοροδιαφυγής είναι απόλυτα παραπλανητική. Το πρωταρχικό φαινόμενο της μεταπολιτευτικής περιόδου είναι η κατασκευή ενός σύνθετου συστήματος νόμιμης φοροασυλίας», Σταθάκης (2011, σελ. 199-200).

Ο κ. Μανιάτης καταλήγει επισημαίνοντας ότι, στον βαθμό που οι κυρίαρχες τάξεις θα συνεχίσουν να απαλλάσσονται από φορολογικά βάρη, «η συσσώρευση νέων ελλειμμάτων και χρεών είναι κάτι παραπάνω από σίγουρη».

Ο Μιχάλης Αργυρού, Reader in Economics στο Cardiff Business School, μας μεταφέρει ένα επίσης δυσάρεστο σενάριο για την επόμενη ημέρα μιας υποτιθέμενης διαγραφής του ελληνικού χρέους: οι προοπτικές του ελληνικού δημοσίου χρέους παραμένουν αβέβαιες. Ωστόσο, ο ίδιος δίνει μια άλλη εξήγηση για τους λόγους που θα ίσχυε κάτι τέτοιο.

Ο κ. Αργυρού εξηγεί ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι μη βιώσιμο – εφόσον αυτό βρίσκεται σε πορεία σύγκλισης προς μια σταθερή τιμή και όχι σε τροχιά αύξησης προς το άπειρο- και μια τυχόν απομείωσή του χρέους «θα αποτελέσει σημαντική παρέμβαση προς αποκατάσταση της διατηρησιμότητας της δυναμικής του και, υπό προϋποθέσεις, θα αποτελέσει σημαντική εξέλιξη στην προσπάθεια της Ελλάδας να επιτύχει οικονομική ανάκαμψη».

Ωστόσο, η απομείωση, όσο μεγάλη και να είναι, ακόμα και η διαγραφή του, δεν αρκούν. Όπως εξηγεί ο κ. Αργυρού, πρέπει να τηρούνται τρεις προϋποθέσεις: υπεύθυνη δημοσιονομική πολιτική, χωρίς επιστροφή σε καθεστώς ελλειμμάτων που θα επαναφέρουν το χρέος στο προ της απομείωσης του ύψους, εισαγωγή ενός νέου διατηρήσιμου υποδείγματος οικονομικής ανάπτυξης, που θα εξασφαλίζει την παραγωγή πλούτου ικανού να εξασφαλίσει τις δαπάνες εξυπηρέτησης του απομειωμένου χρέους και αξιοπιστία αναφορικά με την εφαρμογή της υπεύθυνης δημοσιονομικής πολιτικής και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

«Κατά τα χρόνια της κρίσης η Ελλάδα έχει αναμφίβολα πετύχει πολύ μεγάλη προσαρμογή στον τομέα των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Όμως, με εξαίρεση την περίοδο 2012-14, αυτή επιτεύχθηκε κυρίως μέσα από υπερβολικές αυξήσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής που στηρίζονται κυρίως στην πλευρά των δαπανών έχουν μικρότερα σε διάρκεια και ένταση υφεσιακά αποτελέσματα και είναι φιλικότερα προς τη μακροχρόνια ανάπτυξη, αφού διατηρούν κίνητρα για εργασία και επενδύσεις. Αντίθετα, προγράμματα που στηρίζονται κυρίως σε αύξηση φόρων, όπως αυτό που εφαρμόζεται σήμερα στην Ελλάδα, δημιουργούν βλαπτικές για την οικονομική ανάπτυξη στρεβλώσεις και ενθαρρύνουν την φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή», εξηγεί ο κ. Αργυρού, αναφερόμενος στον πρώτο παράγοντα, ο οποίος είναι αυτός της φοροαποφυγής, τον οποίο είχε αναφέρει και ο κ. Μανιάτης.

Όσον αφορά την « την εισαγωγή ενός νέου διατηρήσιμου υποδείγματος οικονομικής ανάπτυξης», ο οικονομολόγος τονίζει ότι θα προϋποθέτει μεταρρυθμίσεις: «Κομβικό, αν και όχι αποκλειστικό, ρόλο στην αναβάθμιση της πλευράς της προσφοράς της ελληνικής οικονομίας κατέχει η προσέλκυση επενδύσεων από εγχώριους και ξένους επενδυτές. Παρά την πρόοδο που σημειώθηκε κατά την περίοδο 2012-2014, η σημερινή εικόνα της πλευράς προσφοράς της ελληνικής οικονομίας εξακολουθεί να υπολείπεται σημαντικά, όπως καταδεικνύεται από πλήθος σχετικών δεικτών, της επίδοση του μέσου όρου των χωρών της ευρωζώνης – τα δε τελευταία δύο χρόνια αντί βελτιώσεως σε ορισμένους κρίσιμους τομείς, όπως π.χ. στους δείκτες διαφάνειας/διαφθοράς, παρατηρείται οπισθοδρόμηση».

Το τρίτο στοιχείο, σύμφωνα με τον κ. Μανιάτη, εκείνο δηλαδή της αξιοπιστίας, είναι σημαντικό γιατί « θα κρατήσει την αμοιβή κινδύνου που ενσωματώνεται στα ονομαστικά επιτόκια δανεισμού του ελληνικού κράτους χαμηλά, κάτι που θα συμβάλει στη διατηρησιμότητα του χρέους με άμεσο τρόπο».

 

«Ταυτόχρονα, θα μειώσει την αμοιβή κινδύνου που ενσωματώνεται στην εκτίμηση της παρούσας αξίας άμεσων επενδύσεων στην Ελλάδα, αυξάνοντας την αναμενόμενη κερδοφορία τους και ενθαρρύνοντας την πραγματοποίησή τους. (…) Προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ για το κτίσιμο της αξιοπιστίας είναι η ανάληψη της ιδιοκτησίας της υπεύθυνης δημοσιονομικής πολιτικής (προσανατολισμένης στη πλευρά των δαπανών) και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Σήμερα, η ιδιοκτησία αυτή απουσιάζει», επισημαίνει.

Σύμφωνα λοιπόν με τον κ. Μανιάτη, η κυβέρνηση πρέπει να θέσει ως στόχο την απομείωση του χρέους, όμως αυτή «δεν μπορεί από μόνη της να εγγυηθεί το οριστικό τέλος των δημοσιονομικών περιπετειών της Ελλάδας».

Είναι λοιπόν προφανές ότι για να μπορέσει η χώρα να ξεπεράσει την κρίση, θα πρέπει πρώτα να αναζητήσει τις αιτίες της και να βρει λύσεις στα προβλήματα που οδηγούν στην συσσώρευση χρέους.

Ακόμα και εάν με ένα κούνημα των δαχτύλων ένας μάγος έβγαζε από πάνω μας το φορτίο των 326 δισ. ευρώ, η Ελλάδα, πιθανότατα θα ερχόταν αντιμέτωπη με ένα νέο χρέος.

Την ίδια στιγμή, το παρόν κείμενο συνιστά απόδειξη ότι κανείς δεν μπορεί με βεβαιότητα να πει ποια είναι η μαγική συνταγή που θα λύσει όλα τα οικονομικά μας προβλήματα.

Οι οικονομολόγοι συμφωνούν ότι υπάρχει μια πάθηση, γνωρίζουν ότι μια απομείωση ή μια (μη ρεαλιστική) διαγραφή χρέους αποτελεί παυσίπονο και όχι φάρμακο, όμως διαφωνούν στο τι προκάλεσε την ασθένεια. Φταίει το παράσιτο της φοροαποφυγής των πλουσίων ή ο ιός της απουσίας διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων; Έχουμε συννοσυρότητα; Καθώς η οικονομία παίρνει πολλές φορές και πολιτικό πρόσημο, είναι δύσκολο να απαντήσουμε. Ούτε ο δόκτωρ Χάουζ των Οικονομολόγων ίσως να μην είναι σε θέση να απαντήσει…