Πρόταση-πακέτο με μείωση του αφορολογήτου για μισθωτούς και συνταξιούχους από το 2018 (ενώ θα συνεχίζεται το τρίτο Μνημόνιο) και υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για μια δεκαετία με αντάλλαγμα τη λύση για το χρέος έχουν έτοιμη να στείλουν οι θεσμοί στην Ελλάδα με στόχο να αρθεί το αδιέξοδο στην οποία έχει περιέλθει το ελληνικό πρόγραμμα.

Η πρόταση είναι εν πολλοίς γνωστή στον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο από τη συνεδρίαση του Eurogroup της περασμένη Πέμπτης. Από τότε του έχει προταθεί η Ελλάδα να ψηφίσει κάποιο από τα δύο μέτρα που ζητά το ΔΝΤ ώστε να προχωρήσει η διαπραγμάτευση, αλλά το αρνήθηκε εμμένοντας στην πρακτική του μακροχρόνιου κόφτη και των προληπτικών μέτρων.

Τώρα όμως, μπροστά στην ανάγκη απεμπλοκής και της επιστροφής των θεσμών στην Αθήνα, η πρόταση εξειδικεύτηκε και ήταν έτοιμη να σταλεί στην ελληνική διαπραγματευτική ομάδα από χθες το μεσημέρι ως βάση διαλόγου που δυνητικά μπορεί να οδηγήσει σε συμφωνία μέχρι και το Eurogroup του Φεβρουαρίου.

Σύμφωνα με πληροφορίες, στην πρόταση των θεσμών προβλέπεται η άμεση νομοθέτηση της μείωσης του αφορολογήτου από τις 8.636 που έχει φτάσει σήμερα για ανύπαντρους και συνταξιούχους σε επίπεδο τέτοιο ώστε να αυξηθούν τα έσοδα κατά 2,5 δισ. ευρώ.

Για να υπάρξει αυτή η εξοικονόμηση θα πρέπει η έκπτωση φόρου να μειωθεί από τα 1.900 ευρώ σήμερα στα 1.450 ευρώ και το αφορολόγητο να μειωθεί από 8.636 στις 6.000-6.500 ευρώ.

Με το μέτρο αυτό καλύπτεται η μισή από την απόσταση που χωρίζει το ΔΝΤ από την ΕΕ σχετικά με τα μέτρα που απαιτούνται για την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ. Το δεύτερο βασικό μέτρο που ζητά το ΔΝΤ είναι η μείωση της προσωπικής διαφοράς, δηλαδή η διαφορά μεταξύ νέων και υφιστάμενων συντάξεων.

Με δεδομένο ότι η εξάντληση του δεύτερου μέτρου μπορεί να δώσει εξοικονόμηση έως 1,5 δισ. ευρώ, προτείνεται να μην ψηφιστεί αλλά να παραμείνει προληπτικό στο πλαίσιο του μακροχρόνιου κόφτη.

Άλλα 10 χρόνια λιτότητα

Σε ό,τι αφορά τον προσδιορισμό του «μεσοπρόθεσμου» διαστήματος στο οποίο η Ελλάδα θα πρέπει να επιτυγχάνει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, η πρόταση των θεσμών αναμένεται ότι θα είναι ιδιαίτερα σκληρή. Θέλουν την Ελλάδα να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ για πέντε συνεχόμενα χρόνια, από το 2018 μέχρι και το 2023.

Στη συνέχεια, ο στόχος θα μειωθεί οριακά, στο 3% του ΑΕΠ, και θα ισχύσει από το 2024 έως και το 2028. Συνεπώς για τα επόμενα 10 χρόνια η Ελλάδα θα επιφορτιστεί με την παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 32,5% του ΑΕΠ ή 58 δισ. ευρώ.

Όπως είναι προφανές, οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι πολύ μακριά από την προσδοκίες του οικονομικού επιτελείου που ήθελε ο στόχος να διατηρείται όχι περισσότερο από 3 χρόνια και στη συνέχεια να μειώνεται τουλάχιστον κατά 1% στο 2,5% του ΑΕΠ.

Η πρόταση δεν λαμβάνει καν υπ’ όψιν της την πρόταση του Έλληνα υπουργού Οικονομικών ο στόχος του 3,5% του ΑΕΠ να επιμερίζεται σε 2,5% καθαρή δημοσιονομική εξοικονόμηση και το 1% του ΑΕΠ να διατίθεται για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.