H σημαντική πρόοδος που έχει συντελεστεί στην ελληνική οικονομία αντανακλάται στην υποχώρηση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, οι οποίες έχουν επιστρέψει στα επίπεδα του Οκτωβρίου 2014. Αυτό υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας πριν από λίγο στο Συνέδριο του Ελληνο-Αμερικανικού Επιμελητηρίου.

Ωστόσο, οι εξελίξεις αυτές δεν δικαιολογούν εφησυχασμό καθώς η επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί θα εξαρτηθεί κατά κύριο λόγο από την έγκαιρη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης.

Όπως υπογράμμισε ο διοικητής της ΤτΕ, “προκειμένου να κεφαλαιοποιηθούν οι θετικές έως τώρα εξελίξεις απαιτείται προσήλωση στους στόχους του προγράμματος και κυρίως η επιτάχυνση στο ρυθμό εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων που έχουν αποφασισθεί.” Στο πλαίσιο αυτό είναι αναγκαία η ταχεία ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος που περιλαμβάνει μια σειρά ουσιώδεις μεταρρυθμίσεις στις αγορές, με προσδοκώμενα οφέλη για την οικονομική δραστηριότητα. Αν συμβεί αυτό, οι θετικές επιπτώσεις θα γίνουν γρήγορα αισθητές και θα ισχυροποιηθεί η πρόβλεψη για ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας με επιταχυνόμενους ρυθμούς από το 2017 και μετά.

Παράλληλα, θα ανοίξει το δρόμο για την εφαρμογή συγκεκριμένων βραχυπρόθεσμων μέτρων και για τον καθορισμό ενός «οδικού χάρτη» μεσοπρόθεσμων μέτρων που θα διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Κάτι τέτοιο θα επιτρέψει τη συμμετοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και θα οδηγήσει σε σημαντική περαιτέρω αποκλιμάκωση των αποδόσεών τους. Επιπρόσθετα, θα ασκήσει καθοδική πίεση στο κόστος χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας, θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη και θα συμβάλλει στην πολύ ταχύτερη επιστροφή των καταθέσεων, με αποτέλεσμα την περαιτέρω χαλάρωση και τελικά την άρση των κεφαλαιακών περιορισμών.