Για το μείζον πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων που έχει αναδειχθεί ως το μεγάλο «αγκάθι» στη διαπραγμάτευση με τους δανειστές και τους τρόπους αντιμετώπισής τους αναλύει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας με συνέντευξή του στους Financial Times.

Όπως σημειώνει η εφημερίδα, ο κεντρικός τραπεζίτης είναι συνηθισμένος να αναλαμβάνει μεγάλες προκλήσεις. Είναι ο άνθρωπος που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις προετοιμασίες της χώρας για να μπει στο ευρώ και, στη συνέχεια ανέλαβε υπουργός Οικονομικών την περίοδο 2012-14. Με την παρούσα κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ έχει έρθει σε σύγκρουση αρκετές φορές, έγιναν μάλιστα και προσπάθεια αντικατάστασής του, η οποία όμως απέτυχε.

Ερωτηθείς για το πώς θα αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των μειωμένων επενδύσεων των ελληνικών τραπεζών, αλλά και των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ο κ. Στουρνάρας απαντά ότι ότι τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα δημιουργήθηκαν κυρίως από την ύφεση. Πριν την κρίση αντιστοιχούσαν σε μόλις 5% του συνολικού χαρτοφυλακίου δανείων, τώρα το ποσοστό αυτό έχει ανέλθει σε 45%. «Δεν πιστεύω σε μαγικές λύσεις. Πολλοί θα πουν ότι τώρα με την ανάκαμψη τα κόκκινα δάνεια θα εξαφανιστούν. Δεν ισχύει αυτό. Σύμφωνα με ένα αρχαίο ρητό, “συν Αθηνά και χείρα κίνει”», αναφέρει.

«Αυτή τη στιγμή, δημιουργούνε ένα τεράστιο οπλοστάσιο νομοθεσίας για τη μείωση των NPEs, από εξωδικαστικό συμβιβασμό ως μια δευτερογενή αγορά NPEs. Για παράδειγμα, αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες μπορούν να πουλήσουν NPLs σε μη τραπεζικά ιδρύματα, κάτι που δεν μπορούσαν να κάνουν πριν. Υπάρχουν ακόμη πράγματα που θα πρέπει να γίνουν, αλλά το νομοθετικό έργο δεν έχει ολοκληρωθεί», σημειώνει.

Για να λυθεί το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, έχουν αρχίσει να δίδονται άδειες σε εταιρείες που θα εισπράττουν τα δάνεια. Η μια άδεια έχει ήδη δοθεί και στην αναμονή βρίσκονται άλλες πέντε. Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, αυτό αποτελεί θετική εξέλιξη, αλλά την ίδια ώρα θα πρέπει και οι τράπεζες, είτε σε συνεργασία με ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλια ή με άλλους επενδυτές, θα πρέπει να προσπαθήσουν να λύσουν το πρόβλημα των επιχειρήσεων. «Είναι θέμα αναδιάρθρωσης των επιχειρήσεων που εμπλέκονται», αναφέρει χαρακτηριστικά. «Οι επιχειρήσεις που κρίνονται βιώσιμες θα μπορούν να έχουν πρόσβαση σε νέα ρευστότητα και δεν θα έχουν πρόβλημα. Γι’ αυτές όμως που δεν θα κριθούν βιώσιμες, οι τράπεζες θα πρέπει να προχωρούν σε εκκαθάριση. Η μαγική λέξη εδώ είναι τα Ebida (κέρδη προ τόκων και αποσβέσεων). Οι εταιρείες που έχουν αρνητικά Ebida ακόμα και μετά από αναδιάρθρωση μπορεί να μην είναι σε θέση να επιβιώσουν.

Σε ό,τι αφορά τους στρατηγικούς κακοπληρωτές το πιο σημαντικό είναι να μάθουν οι τράπεζες ποιος μπορεί πραγματικά να πληρώσει και ποιος όχι. Σύμφωνα με την έκθεση της ΤτΕ,, ένας στους έξι είναι στρατηγικός κακοπληρωτής, ενώ, σύμφωνα με τους τραπεζίτες, ο αριθμός μπορεί και να είναι μεγαλύτερος. Ως παράδειγμα, ο κ. Στουρνάρας προβάλει την περίπτωση κάποιων τουριστικών νησιών με μεγάλη κίνηση. Παρά ταύτα, τα NPLs στα νησιά αυτά στον τουριστικό κλάδο είναι υψηλότερα του μέσου όρου. Ετσι μπορούν οι τράπεζες να βρουν ποιος μπορεί να πληρώσει και θα πρέπει να τους ζητηθεί να πληρώσουν τις οφειλές τους άμεσα.

Για τον σκοπό αυτόν, όπως λέει ο κ. Στουρνάρας, δημιουργείται ένα νομικό οπλοστάσιο. Για παράδειγμα, οι τράπεζες μπορούν να αναγκάσουν τους μετόχους των εταιρειών είτε να βάλουν περισσότερα κεφάλαια τις εταιρείες τους για να αποπληρωθούν τα χρέη τους ή να παραιτηθούν.

Υπάρχουν σίγουρα επενδυτές που θέλουν να επενδύσουν σε ξενοδοχεία στην Ελλάδα, άρα το να βρουν φρέσκα κεφάλαια και επενδυτές μάλλον δεν αποτελεί πρόβλημα σε αυτόν τον κλάδο.

Με τη νέα νομοθεσία, οι τράπεζες μπορούν να ανταλλάξουν δάνεια με μετοχές και να τις πουλήσουν σε επενδυτές. Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, με τον τρόπο αυτό όχι μόνο θα ωφεληθούν οι τράπεζες, αλλά θα σωθούν θέσεις εργασίας και θα υπάρξει προστιθέμενη αξία.

Το θέμα είναι ότι οι τράπεζες πρέπει να αναλάβουν την πρωτοβουλία να λύσουν το πρόβλημα και θα το κάνουν γιατί τους έχουν τεθεί στόχοι να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα. Αν δεν τους πετύχουν θα υπάρξουν ποινές και ρυθμιστικές και διοικητικές, σύμφωνα με τον κεντρικό Τραπεζίτη.

«Δεν αναμένουμε μεγάλες πωλήσεις NPLs στην αρχή γιατί οι τιμές είναι πολύ χαμηλές, παρά το γεγονός ότι γίνονται ήδη κάποιες πωλήσεις NPLs. Με την αναμενόμενη ανάκαμψη οι πωλήσεις NPLs αναμένεται ότι θα αυξηθούν, σε συνάρτηση με τις τιμές, τις προβλέψεις, τις εγγυήσεις κλπ. Γι’΄αυτό και η ΕΚΤ, και συγκεκριμένα ο SSM δίνουν κάποια πίστωση χρόνου.

Ο SSM και η ΤτΕ δεν απαιτούν από τις τράπεζες να μειώσουν τα NPLs κατά 50% μέχρι το επόμενο έτος. Λένε, έχετε τρία χρόνια να τα μειώσετε σταδιακά κατά 40%. Και από τη μείωση κατά 40 δισ. ευρώ την επόμενη τριετία, μόνον τα 5 δισ. αναμένεται να προέλθουν από πωλήσεις στη δευτερογενή αγορά και όχι εντός του έτους.

Το μεγαλύτερο μέρος θα προέλθει από αναδιαρθρώσεις δανείων και διαγραφές κι αυτός είναι ένας πού πιο ρεαλιστικός τρόπος., καταλήγει.