Μπλόκο σε μια από τις σημαντικότερες επενδύσεις στον ενεργειακό τομέα, αυτήν της αξιοποίησης του κοιτάσματος της Βεύης, που όμως συνδέεται και με το «project Μελίτη» και τη στρατηγική συνεργασία της ΔΕΗ με την κινεζική CMEC, βάζει η κυβέρνηση.

Η χθεσινή ανακοίνωση του υπουργού Ενέργειας, Γ. Σταθάκη, επιβεβαιώνει την πρόθεση της κυβέρνησης να τινάξει στον αέρα μια σύμβαση που είχε υπογραφεί ομόφωνα από το 2014 και μετά από διεθνή διαγωνισμό στον οποίον συμμετείχαν 14 ελληνικοί και ξένοι όμιλοι.

Ο κ. Σταθάκης διέψευσε δημοσίευμα εφημερίδας σχετικά με δηλώσεις που έκανε για το έργο της Μελίτης ΙΙ και για τα ορυχεία της Βεύης, ωστόσο επιβεβαίωσε ότι πρόθεση της κυβέρνησης είναι να ακυρώσει την υπογεγραμμένη εδώ και τρία χρόνια σύμβαση του κράτους με την εταιρεία Ακτωρ για το κοίτασμα και να προχωρήσει σε νέο διαγωνισμό.

Διευκρίνηση
Συγκεκριμένα, ο κ. Σταθάκης αναφέρει: «Το ΥΠΕΝ διευκρινίζει ότι το τμήμα του κοιτάσματος της Βεύης, το οποίο έχει παραχωρηθεί με αδιαφανείς διαδικασίες σε ιδιώτες χωρίς διεθνή διαγωνισμό, θα επαναπροκηρυχθεί με νόμιμο τρόπο».

Η αναφορά του υπουργού σε αδιαφανείς διαδικασίες προκάλεσε την έντονη αντίδραση της εταιρείας Ακτωρ ενώ, σύμφωνα με πληροφορίες, έχει εξοργίσει και τη ΔΕΗ, η οποία βλέπει να προκαλείται τεράστια καθυστέρηση σε ένα από τα σημαντικότερα έργα, αλλά και να δυναμιτίζεται η συμφωνία που είχε κάνει με τους Κινέζους.

Να σημειωθεί ότι στις 14 Σεπτεμβρίου 2016, όταν υπεγράφη η συμφωνία συνεργασίας, ο πρωθυπουργός με μήνυμά του ανέφερε: Η επένδυση της κινεζικής CMEC μαζί με τη ΔΕΗ στην Ελλάδα αποτελεί ψήφο εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία».

«Η ακύρωση της σύμβασης για τη Βεύη, τονίζουν παράγοντες της ενεργειακής αγοράς, και η προκήρυξη νέου διαγωνισμού, όχι μόνο βάζει σοβαρά εμπόδια και στο "Μελίτη", αλλά ακυρώνει και τη στρατηγική επένδυση που ετοίμαζαν οι Κινέζοι στην Ελλάδα».

Σε ανακοίνωσή της η Ακτωρ, που ελέγχει τα λιγνιτωρυχεία της Βεύης, δείχνει την ενόχλησή της για τις αναφορές περί «αδιαφανών διαδικασιών» και υπενθυμίζει στο υπουργείο Περιβάλλοντος: «Μεταξύ του ελληνικού δημοσίου και της εταιρείας ΑΚΤΩΡ υπάρχει υπογεγραμμένη σύμβαση από την 1η Δεκεμβρίου του 2014.

Η ΑΚΤΩΡ επιλέχθηκε ως ανάδοχος, με ομόφωνη απόφαση πενταμελούς επιτροπής στην οποία συμμετείχαν εγνωσμένης αξίας καθηγητές πανεπιστημίου, μετά από διεθνή διαγωνισμό στον οποίο συμμετείχαν 14 ελληνικοί και ξένοι όμιλοι.

Εν συνεχεία, υπήρξε σειρά προσφυγών από ανταγωνιστικό όμιλο (Όμιλος Κοπελούζου), οι οποίες απορρίφθηκαν στο σύνολό τους, τόσο από την ελληνική δικαιοσύνη όσο και από τα αρμόδια όργανα της Ε.Ε.

Από τον Δεκέμβριο του 2014 εκκρεμεί η προώθηση της σύμβασης στη Βουλή προκειμένου να ξεκινήσει η επένδυση. Η καθυστέρηση αυτή έχει προκαλέσει έως τώρα απώλειες εκατομμυρίων ευρώ για το ελληνικό δημόσιο, αφού μόνο η αρχική επένδυση θα ήταν της τάξεως των 30 εκατ. ευρώ».

Διάρκεια
Η ιστορία των ορυχείων της Βεύης έχει διάρκεια άνω των οκτώ ετών. Ο διαγωνισμός «σερνόταν» επί χρόνια και το 2009 ο Γ. Μανιάτης επαναπροκήρυξε νέο. Το 2013 επικυρώθηκαν τα πρακτικά της επιτροπής αξιολόγησης των προσφορών και η σύμβαση με τον «Ακτωρ» υπεγράφη τον Δεκέμβριο του 2014, η οποία όμως για να αποκτήσει ισχύ θα έπρεπε να εγκριθεί από τη Βουλή. Η έγκριση δεν έγινε ποτέ καθώς μεσολάβησαν οι εκλογές και ο ΣΥΡΙΖΑ «πάγωσε» τη Βεύη.

Κατά την υπογραφή της σύμβασης αρμόδιοι κυβερνητικοί παράγοντες τόνιζαν ότι η εκμίσθωση του ορυχείου θα έχει σημαντικά οφέλη για το κράτος.

Στα πρώτα 15 έτη τα άμεσα καθαρά έσοδα από μισθώματα θα έφταναν τα 150 εκατ. ευρώ. Υπήρχαν επίσης πρόσθετες περιβαλλοντικές υποχρεώσεις που ανέρχονται στη 15ετία πάνω από 26 εκατ. ευρώ, καθώς και την υποχρέωση να προβεί σε ερευνητικές εργασίες ύψους άνω των 6 εκατ. ευρώ.