Σταθερά σε ρότα αυτοδυναμίας κινείται η Νέα Δημοκρατία, καθώς από μήνα σε μήνα διευρύνεται το υψηλό δημοσκοπικό προβάδισμα από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος βρίσκεται σε καθοδική τροχιά εξαιτίας της τεράστιας απογοήτευσης που προκαλείται στους πολίτες από τη ραγδαία επιδείνωση του βιοτικού τους επιπέδου και εν γένει της οικονομικής κατάστασης που επικρατεί στη χώρα.
Η ολοένα πιο αρνητική αξιολόγηση της κυβερνητικής πολιτικής από τη συντριπτική πλειονότητα του εκλογικού σώματος, σε συνδυασμό με τη ραγδαία αποσυσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ, από τον οποίο αποστασιοποιούνται δύο στους τρεις ψηφοφόρους που τον επέλεξαν στις τελευταίες εκλογές, δίνει ώθηση στην αξιωματική αντιπολίτευση που καταγράφει υπερδιπλάσια ποσοστά επιρροής από εκείνα του μεγαλύτερου κυβερνητικού κόμματος.
Προσελκύοντας, σύμφωνα με έρευνα της Marc για το «ΘΕΜΑ», περισσότερους από έναν στους δέκα ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ (για την ακρίβεια, το 11,1% που ισοδυναμεί με το 4% του συνολικού εκλογικού σώματος) και εμφανίζοντας πρωτοφανώς υψηλή -για μη προεκλογική περίοδο- συσπείρωση, η Νέα Δημοκρατία ανοίγει έτι περαιτέρω την ψαλίδα της διαφοράς που τη χωρίζει από τον ΣΥΡΙΖΑ. Διαφορά η οποία εκτιμάται ότι μπορεί να κυμανθεί κοντά στις 20 εκατοστιαίες μονάδες.

Στην πρόθεση ψήφου η επίδοση της Νέας Δημοκρατίας φτάνει στο 28,1% και είναι αυξημένη κατά 0,3% σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη έρευνα που διεξήγαγε η Marc τον Ιανουάριο. Ο ΣΥΡΙΖΑ υποχωρεί ελαφρώς στο 13,5% (-0,2%), με αποτέλεσμα η διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων να ανεβαίνει στο 14,6% από 14,1% που είχε φτάσει τον Ιανουάριο και 13,8% τον Δεκέμβριο.

Στη σκληρή μάχη που αναμένεται να δοθεί για την κατάσταση της τρίτης θέσης, η συγκεκριμένη έρευνα αναδεικνύει οριακό νικητή το ΚΚΕ, που συγκεντρώνει 6,4% (+0,2%) και προηγείται της Χρυσής Αυγής, η οποία φτάνει στο 6,3% (+0,5%), και της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, της οποίας φαίνεται να ανακόπηκε η ανοδική τροχιά, μένοντας στο 5,4% (-0,2%).

Αντιστοίχως, στην ακόμη σκληρότερη μάχη που δίνεται στην ουρά της κατάταξης των πολιτικών δυνάμεων, σύμφωνα με τα ευρήματα της μέτρησης προκύπτει ότι τρία από τα κοινοβουλευτικά κόμματα θα χρειαστεί να παλέψουν για να λάβουν το εισιτήριο για την είσοδο στην επόμενη Βουλή, αφού η Ενωση Κεντρώων μένει σταθερή στο 2,7%, ενώ στο 2,1% καταγράφεται η απήχηση τόσο του Ποταμιού (+0,1%) όσο και των ΑΝ.Ε.Λ (-0,2%).
Σε φάση υποχώρησης φαίνεται να βρίσκονται και τα εξωκοινοβουλευτικά κόμματα, με την Πλεύση Ελευθερίας να πέφτει στο 1,6% (-0,4%) και τη Λαϊκή Ενότητα στο 1,1% (-0,1%). Οι Οικολόγοι συγκεντρώνουν 1,3%, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ 1%, ενώ 3% δηλώνουν όσοι προτίθενται να επιλέξουν «άλλο κόμμα». Μειωμένα είναι και τα ποσοστά της λεγόμενης αδιευκρίνιστης ψήφου, συγκριτικά με τις προηγούμενες μετρήσεις της Marc: το 3,4% των συμμετεχόντων στην έρευνα δήλωσε προτίμηση στην άκυρη ή λευκή ψήφο, το 6,7% απάντησε ότι προτίθεται να απέχει και το 15,3% ότι δεν έχει αποφασίσει.

Η αυτοδυναμία και τα κόμματα που μπαίνουν στη Βουλή

Υπό αυτές τις συνθήκες και με αναλογική κατανομή των αναποφάσιστων, η δύναμη της Ν.Δ. εκτιμάται ότι θα κινηθεί στο επίπεδο του 37,7%, ποσοστό το οποίο, εφόσον επιβεβαιωθεί στην κάλπη, θα οδηγήσει στην εκλογή 163 βουλευτών, δίνοντας άνετη κοινοβουλευτική αυτοδυναμία.

Με την ίδια παραδοχή, ο ΣΥΡΙΖΑ θα εκλέξει 54 βουλευτές με 18,1%, το ΚΚΕ και η Χ.Α. με 8,6% και 8,4% θα διαθέτουν από 25 έδρες, ενώ 22 θα έχει η Δημοκρατική Συμπαράταξη με 7,3% και 11 η Ενωση Κεντρώων με 3,6%. Ελπίδες να υπερβούν το κατώφλι του 3% έχουν το Ποτάμι και οι ΑΝ.ΕΛ., οι οποίοι, αν τα καταφέρουν θα μειώσουν το εύρος της «γαλάζιας» αυτοδυναμίας, αφού σε μια τέτοια περίπτωση -επανάληψης της τωρινής εκδοχής της οκτακομματικής Βουλής- η Ν.Δ. μπορεί να προσδοκά ότι θα εκλέξει περί τους 156 με 158 βουλευτές.

Ισχυρό, εξάλλου, προβάδισμα έναντι του νυν πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα διαθέτει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκος Μητσοτάκη. Στο ερώτημα τίνος οι απόψεις είναι πιο κοντά με τις δικές σας, το ποσοστό όσων απαντούν με του κ. Μητσοτάκη είναι υπερδιπλάσιο (34,5% έναντι 17%) σε σύγκριση με όσους λένε με του κ. Τσίπρα.

Η κοινή γνώμη, πάντως, εμφανίζεται απολύτως διχασμένη στην προοπτική των πρόωρων εκλογών: το 45,6% επιθυμεί ολοκλήρωση της κυβερνητικής θητείας (ανάμεσά τους και το 26,7% των ψηφοφόρων της Ν.Δ.) και το 44,6% (μεταξύ αυτών και το 26,9% όσων ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ στις τελευταίες εκλογές) προτιμά να στηθούν κάλπες. Παρά ταύτα, ωστόσο, η πλειοψηφία, σε ποσοστό 50,6%, πιστεύει ότι η κυβέρνηση δεν θα καταφέρει να ολοκληρώσει τη θητεία της, έναντι του 39,5% που έχει αντίθετη πεποίθηση.

Εντυπωσιακή, τέλος, είναι η αύξηση όσων προβλέπουν νίκη της Ν.Δ. σε περίπτωση που στηθούν κάλπες: από 49,6%, που ήταν το ποσοστό τον περασμένο Δεκέμβριο, ανέβηκε στο 78,6% τον Ιανουάριο και εκτοξεύθηκε ακόμη ψηλότερα, στο 80,7%, τον Μάρτιο, αφήνοντας μόνο ένα 9% να πιστεύει ότι «μπορεί να γυρίσει το παιχνίδι» και να ξαναπάρει ο ΣΥΡΙΖΑ τις εκλογές.

Τι θέλουν οι πολίτες

Να αποφύγει την επιβολή νέων φόρων στα συνήθη υποζύγια, που είναι οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι, και να αποτρέψει νέο πετσόκομμα στις συντάξεις είναι οι κυρίαρχες απαιτήσεις που έχουν οι πολίτες από τη συνεχιζόμενη διαπραγμάτευση της κυβέρνησης με τους θεσμούς για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης.

Δύο στους τρεις Ελληνες υποστηρίζουν ότι επ’ ουδενί πρέπει να αποδεχθούν οι κυβερνητικοί διαπραγματευτές αύξηση της φορολογίας των φυσικών προσώπων (33,5%) και μείωση των συντάξεων (33,4%). Συγκριτικά μικρότερες φαίνεται να είναι οι κοινωνικές αντιδράσεις από τη μείωση του αφορολόγητου ορίου, αφού μόλις το 15,5% ζητεί να απορριφθεί ως ενδεχόμενο. Ακόμη ηπιότερες είναι οι διαφωνίες για την αύξηση του ορίου των ομαδικών απολύσεων, καθώς συνιστά κόκκινη γραμμή για το 7,7% των πολιτών.

Σύμφωνα με τη μέτρηση της Marc, οι πολίτες αυτή την περίοδο είναι ιδιαίτερα ανήσυχοι με την πορεία της οικονομίας και την προσωπική τους οικονομική κατάσταση, ενώ σε δυσθεώρητα ύψη φτάνουν οι απογοητευμένοι λόγω της κατάστασης στη χώρα και της άσκησης της κυβερνητικής πολιτικής.

Περισσότεροι από 8 στους 10 συμμετέχοντες στην έρευνα (83,2% επί του συνόλου) αξιολογούν αρνητικά την έως τώρα πορεία της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ. Την ίδια, μάλιστα, αρνητική προσέγγιση έχει και η πολύ μεγάλη πλειοψηφία (άνω του 70%) όσων ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ και από τους οποίους μόνο το 27,8% θεωρεί ότι η κυβερνητική πορεία είναι σε θετική κατεύθυνση.

Επιδείνωση παντού

Σε ερωτήματα για επιμέρους τομείς της κυβερνητικής πολιτικής οι πολίτες απαντούν ότι την περίοδο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. υπήρξε παντού επιδείνωση της κατάστασης. Περισσότερο από άλλα επιδεινωμένη κρίνεται η κατάσταση στο βιοτικό επίπεδο (79,3%), στην απασχόληση (79,2%), στην εν γένει πορεία της οικονομίας (73,7%), στην υγεία (76%), στην εγκληματικότητα (65,3%), στην Παιδεία (63,9%) και στη λειτουργία του δημόσιου τομέα (57,8%).

Χαμηλότερα είναι τα ποσοστά όσων βλέπουν επιδείνωση στην αντιμετώπιση της διαφθοράς (50,7%) και στα εθνικά θέματα (48,3%), αλλά και σε αυτούς τους τομείς η μειοψηφία θεωρεί ότι υπήρξε βελτίωση.

Η μεγαλύτερη ανησυχία που έχουν οι Ελληνες, σύμφωνα με τα ευρήματα της μέτρησης, αφορά την πορείας της οικονομίας. Αυτό απαντά ένας στους δύο (49,3% επί του συνόλου) όταν τους τίθεται σχετικό ερώτημα. Ακολουθεί, σε ποσοστό 22,9%, η ανησυχία για την προσωπική τους οικονομική κατάσταση. Ενώ σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα κυμαίνονται τα ποσοστά όσων υποδεικνύουν ως βασική πηγή της ανησυχίας τους ένα θερμό επεισόδιο με την Τουρκία (15,4%), την πορεία των διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς (6%) ή τον κίνδυνο να χάσουν τη δουλειά τους (4,9%).

Η εικόνα γίνεται ακόμη πιο αποκαλυπτική όταν δίνεται η δυνατότητα διπλής επιλογής, αφού τότε οι ανήσυχοι για την πορεία της οικονομίας ανεβαίνουν στο 72%, οι αγωνιούντες για την προσωπική τους κατάσταση φτάνουν στο 42,1% και βρίσκονται πολύ κοντά στο 40,4%, που είναι το ποσοστό όσων φοβούνται για ένα θερμό επεισόδιο με την Τουρκία. Η πορεία των διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς και πάλι δεν φαίνεται να απασχολεί σοβαρά πολλούς, αφού μόνο το 23% θεωρεί ότι αποτελεί λόγο για να αισθάνεται ανησυχία.

Το τελευταίο εύρημα ίσως να μην είναι άσχετο με την προεξόφληση που φαίνεται να έχει η πλειοψηφία των πολιτών ότι δεν υπάρχει κίνδυνος εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Στο σχετικό ερώτημα, το 64% δεν θεωρεί πιθανό ένα τέτοιο ενδεχόμενο, έναντι του 32,7% που έχει την αντίθετη άποψη, θεωρώντας αρκετά και πολύ πιθανή την προοπτική ενός Grexit.

Πηγή κειμένου:

protothema