Ικανοποιημένη είναι μέχρι στιγμής η κυβέρνηση από την καταρχάς θετική υποδοχή αγορών και αναλυτών της έκδοσης πενταετούς ομολόγου, για πρώτη φορά ύστερα από την τριετή αποχή της χώρας από τις αγορές χρήματος.

Το βιβλίο των προσφορών άνοιξε χθες το μεσημέρι και η ανταπόκριση των επενδυτών θα κρίνει σήμερα πρώτα απ’ όλα το ύψος του επιτοκίου.

Η κυβέρνηση σε αυτό το πεδίο προσδοκά:

–Από τη μία, το επιτόκιο να πέσει σε επίπεδα κάτω από το επιτόκιο του «ομολόγου Σαμαρά» το 2014 (4,95%) έστω και οριακά ώστε η έξοδος να μπορεί να θεωρείται επιτυχής σε σύγκριση με την προηγούμενη.

–Από την άλλη να συγκρατηθεί σε αυτή την περιοχή και να μην πέσει πολύ χαμηλότερα, καθώς στόχος είναι να μη δοθεί η εικόνα έντονων αυξομειώσεων με τις επόμενες δοκιμαστικές εξόδους.

Με άλλα λόγια η κυβέρνηση θέλει να διασφαλίσει ότι δε θα υπάρξει εικόνα αποτυχίας στο μέλλον, με ένα πολύ χαμηλό επιτόκιο σήμερα το οποίο μπορεί να κινηθεί ανοδικά όμως σε επόμενη έξοδο.

Αυτό άλλωστε φέρεται να τόνισε χθες ο πρωθυπουργός στα «πηγαδάκια» στο Προεδρικό Μέγαρο, κατά τη δεξίωση για την 43η επέτειο από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας.

Αν και μια θετική έκβαση της εξόδου τόσο ως προς το επιτόκιο όσο και προς τη συμμετοχή των επενδυτών και την κάλυψη του ομολόγου, σαφώς προσφέρεται για επικοινωνιακή και πολιτική αξιοποίηση -η οποία εν μέσω Βαρουφακειάδας και κόντρας με και για τη Δικαιοσύνη, μάλλον πρέπει θεωρείται διπλά βέβαιη, έστω και σε συγκρατημένους τόνους- από την κυβέρνηση τονίζουν ότι το θέμα δεν είναι ούτε επικοινωνιακό, ούτε ταμιακό, αλλά στρατηγικής φύσης.

Όπως πάρα πολλές φορές έχει υπογραμμιστεί τις τελευταίες εβδομάδες η κυβέρνηση προσβλέπει στη σταδιακή αποκατάσταση του διαύλου με τις αγορές -ακόμη και χωρίς το QE το οποίο πάντως ο Τσακαλώτος βλέπει να ενεργοποιειται για τα ελληνικά ομόλογα από Οκτώβριο- με στόχο την ομαλοποίηση και σταδιακή πτώση των επιτοκίων έτσι ώστε ύστερα από μια σταθερή ακολουθία δοκιμαστικών εξόδων, στο τέλος του 2018 να έχει αποκατασταθεί πλήρως η εμπιστοσύνη των αγορών στην ελληνική οικονομία.

Σε αυτή την περίπτωση η κυβέρνηση εκτιμά ότι θα μπορεί να επιχειρήσει μια διατηρήσιμη οριστική έξοδο, χωρίς τον κίνδυνο να χρειαστεί περαιτέρω υποστήριξη για παράδειγμα με πιστωτική γραμμή στήριξης που θα θεωρηθεί νέο χρηματοδοτικό πρόγραμμα.